Θα ευχόταν κανείς να ζει ο αλησμόνητος βιβλιοκριτικός των «ΝΕΩΝ» αλλά και σπουδαίος μεταφραστής πεζογραφημάτων και θεατρικών έργων Κώστας Σταματίου, ώστε με την ευκαιρία του Ντέιβιντ Κέιντ, που γράφει για την Αθήνα στο ομότιτλο βιβλίο του, να μας εξιστορούσε καταλεπτώς ποιοι και πόσοι άλλοι αλλοδαποί έχουν γράψει για την ελληνική πρωτεύουσα. Και μαζί με αυτούς να αναφέρει σπαρταριστές ιστορίες για διάσημους ξένους καλλιτέχνες που σε σύντομα περάσματά τους είχε «στενάξει» η νυχτερινή Αθήνα με τα πατήματα και τα «παραπατήματά» τους, όπως προσφυώς είχε χαρακτηρίσει ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου τόσο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη όσο και τις δικές του βραδινές εξόδους στην περιοχή των Εξαρχείων.

Θα καταχωρισθεί άραγε κάποτε στο πάνθεον των μεγάλων περιηγητών ο Ντέιβιντ Κέιντ που γεννήθηκε στο Ντανίντιν της Νέας Ζηλανδίας πριν από 61 χρόνια από άγγλο προτεστάντη πατέρα και ιρλανδή καθολική μητέρα και, ενώ σπούδαζε φιλοσοφία, ψυχολογία και τραγούδι, «γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μουσική των κοινοτήτων της ελληνικής διασποράς της Μελβούρνης και του Σίνδεϊ»; Και όταν γράφουμε για μεγάλους περιηγητές, εννοούμε τους περιηγητές του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα, οι μαρτυρίες των οποίων αποτυπώνουν με ακρίβεια το τι συνέβαινε στην προεπαναστατική και μεταεπαναστατική Ελλάδα, χωρίς μάλιστα να καταλαμβάνουν μια έκταση 530 σελίδων, όσες είναι δηλαδή το βιβλίο του Κέιντ. Που ομολογουμένως τρομάζει με την ιδιότυπη πληρότητά του ώστε να μην κατανοεί κανείς τον τίτλο του και πολύ περισσότερο τους δύο υπότιτλους που είναι «Η αλήθεια» και «Αναζητώντας τον Μάνο Χατζιδάκι λίγο πριν «σκάσει η φούσκα»».

Το έναυσμα

Οσο και αν η μουσική του δημιουργού της «Λαϊκής αγοράς», που την ανακάλυψε τυχαία ο Κέιντ σε ένα μικρό ελληνικό βιβλιοπωλείο του Λονδίνου, υπήρξε το έναυσμα για να θελήσει να γνωρίσει ο ίδιος την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αθήνα, δεν μπορείς να δεις τον Χατζιδάκι να μεταβάλλεται σε άξονα ώστε εξαιτίας του να συμπλέκονται ή να εξηγούνται περιστατικά όπως μας έγιναν γνωστά στα πρώτα χρόνια της συνεχιζόμενης περιλάλητης κρίσης. Γεγονός το οποίο δεν σημαίνει ότι το μέγεθος του Χατζιδάκι δεν είναι τέτοιο που να αδυνατεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς μέγιστων προβλημάτων –άλλης όμως υφής και τάξεως. Ακόμη περισσότερο που ο σπουδαίος αυτός δημιουργός είχε μια τόσο ουσιαστικά ρηξικέλευθη τοποθέτηση απέναντι στα εκάστοτε πολιτικοκοινωνικά τεκταινόμενα ώστε οι απόψεις του για την κρίση –αν ζούσε –χωρίς να μπορούμε να τις υποθέσουμε είναι σίγουρο ότι θα μας ξάφνιαζανα αλλά και θα μας παρηγορούσαν.

Θα παρουσίαζε μια πληρέστερη απεικόνιση το βιβλίο του Κέιντ σε περίπτωση που συνδύαζε τη «φούσκα» των χρόνων της κρίσης με κείμενα του Χρήστου Γιανναρά και του Στέλιου Ράμφου ή ήταν τόση η επάρκειά του ώστε να έφθανε σε κείμενα του Κορνήλιου Καστοριάδη ή παλαιότερα ακόμη του Νίκου Πουλαντζά. Αν και τα ονόματα αυτά απουσιάζουν παντελώς, είναι αδύνατον να κατηγορήσεις τον Κέιντ για έλλειψη αμεροληψίας ή για κακοήθεια, καθώς η μνεία του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Νίκου Γκάτσου, του Κώστα Ταχτσή ή η ύπαρξη ονομάτων όπως του Τάσου Λειβαδίτη, της Διδώς Σωτηρίου, του μουσικοκριτικού Φοίβου Ανωγιαννάκη πιστώνει το βιβλίο –ως πρόθεση τουλάχιστον –με μια αντικειμενικότητα που άλλοτε τη λογαριάζεις σχεδόν απόλυτη και άλλοτε σχεδόν εξαφανίζεται.

Προοπτική χρόνου

Μήπως χρειαζόταν μια μεγαλύτερη προοπτική χρόνου ώστε η «Αθήνα» του Κέιντ να είναι ένα πραγματικά πλήρες βιβλίο, πράγμα που σημαίνει ότι το 2010, που γνωρίζει ουσιαστικά την ίδια την πόλη, ώς τον Ιούνιο του 2013 που ολοκληρώνει το γράψιμο, είναι ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να προλάβει –ο οιοσδήποτε άλλωστε –να περιλάβει ακόμη και μέσα σε 530 σελίδες όσα εκ του συστάδην οικειώθηκε, με όσα τα διαβάσματα και η αγάπη του του προσπόρισαν σε ανύποπτους καιρούς; Σαφώς πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο καθώς το θάμβος του συγγραφέα είναι αναμφισβήτητο, κυρίως όταν μπορεί και συνδυάζει μέσα σε δύο συνεχόμενες σελίδες την ίδρυση το 1454 της Μεγάλης του Γένους Σχολής με τον Δρομέα του Κώστα Βαρώτσου που, στην Πλατεία Ομονοίας αρχικά, μετακόμισε αργότερα στην Βασιλίσσης Σοφίας.

Αλλά και όταν φαίνεται να κατηγορεί μιλώντας για την Εθνική Πινακοθήκη –με στοιχεία για την ιστορία της –σε σχέση με τις γυναίκες με τα οξυζεναρισμένα μαλλιά στην είσοδό της ή για τη ρύπανση με γκραφίτι στους εξωτερικούς τοίχους του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη που του θυμίζει τους εξεγερμένους και εξοπλισμένους με μπογιές και με πινέλα Νεοζηλανδούς, προκειμένου να σβήνουν τα γκραφίτι αμέσως μόλις εμφανίζονταν οπουδήποτε, ακόμη και τότε το θάμβος του Κέιντ παραμένει αδιαπραγμάτευτο. Ετσι ώστε σχεδόν να ξεχνιέται η άλλοτε σύντομη και άλλοτε εκτεταμένη μνεία, για τουλάχιστον 30 φορές, του Μάνου Χατζιδάκι και τον τόνο να τον δίνουν ονόματα που, «άφαντα» ακόμη και για μας τους Ελληνες, αποκαλύπτουν το φιλέρευνο πάθος ενός συγγραφέα που το βιογραφικό του, μεστό σε πανεπιστημιακούς τίτλους, δεν αναφέρει τον τίτλο έστω ενός ακόμη βιβλίου.

Ελληνες και χάος

Ακόμη και με αναγνωρισμένη ως ισχνή την επάρκειά μας, φανταζόμαστε πως δεν θα ήταν πολλοί αυτοί που θα αποκρίνονταν αμέσως για το ποιοι είναι ο Μιχάλης Θεοδώρου και η Βασιλική Παπακωνσταντίνου. Αν και για τον Κέιντ η δεύτερη γίνεται μια αφορμή, στην προσπάθειά του να εντοπίσει τον χώρο της συναυλίας στην οποία συμμετέχει, ώστε να μιλήσει φιλοσοφικά για τη σχέση των Ελλήνων με τη λέξη «χάος» –αφού έχει χαρακτηρίσει την Αθήνα ως πόλη χαοτική –δεν παύει να της αναγνωρίζει τελικά μια προτεραιότητα (της Παπακωνσταντίνου) έτσι όπως την απεικονίζει σχεδόν ως μία θεά. Χωρίς να υπολείπεται σε πληροφορίες –αλλά και σε φιλοσοφικές προεκτάσεις που δεν ακούγονται καθόλου αβαρείς –για τον Μιχάλη Θεοδώρου, έναν σπουδαίο έλληνα τενόρο, που αφού ερμήνευσε τη δεκαετία του ’70 πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραστάσεις όπερας στη Γερμανία και ηχογράφησε δίσκους με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, αποσύρθηκε το 1982 για άγνωστους λόγους από το τραγούδι.

Αποκαλύψεις

Η «ανορθοδοξία» του μεγάλου πιανίστα

Σχεδόν καταιγιστικό σε αποκαλύψεις, το βιβλίο του Κέιντ φτάνει στην απερίφραστη παραδοχή της ομοφυλοφιλίας του μεγάλου μαέστρου και πιανίστα Δημήτρη Μητρόπουλου, μιλώντας ακόμη και για τις σχέσεις του με τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν. Οταν η επίσημη, κατά κάποιον τρόπο, θέση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην «ανορθοδοξία» του Μητρόπουλου εκφράζεται θαυμάσια στη νουβέλα του Μένη Κουμανταρέα «Μια μέρα απ’ τη ζωή τους» με αφορμή τη συνάντησή του με τον Κ.Π. Καβάφη το 1932 στην Αθήνα, καθώς μπορεί να συμπεράνει κανείς την επιθυμία μιας σχέσης που ο χρόνος είχε κάνει αδύνατη την υλοποίησή της.

Δεν αμφισβητεί κανείς ότι χρειάζεται κότσια για να συνυπάρχουν στο ίδιο βιβλίο – χωρίς το βιβλίο να γίνεται γραφικό ή κουρελού – ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ και ο Απόστολος Καλδάρας με τον Απόστολο Παύλο. Ετσι ώστε η ομορφιά του να γίνεται και η αδυναμία του και ένα βιβλίο που θα ήταν δυνατόν να διαβαστεί ως ένα όλον, να το διατρέχεις ως κάτι αποσπασματικό αλλά πολύ ενδιαφέρον.