Η τριπλή καταστροφή του 2011 στην Ιαπωνία (σεισμός, τσουνάμι, διαρροή ραδιενέργειας) έφερε τη χώρα, μια χώρα μάλιστα συνηθισμένη στους σεισμούς, σε απόγνωση. Ηταν κάτι πρωτοφανές ακόμη και για μια σεισμογενή χώρα, εξαιρετικά καταστροφικό και σοκαριστικό, και έφερε τους ανθρώπους της απέναντι σε καθοριστικά ερωτήματα για το παρελθόν τους και το μέλλον τους, για το τι σημαίνει καταστροφή, πώς την αντιμετωπίζεις, τι λάθη έχεις κάνει, αν υπάρχει πραγματική αλληλεγγύη και πολλά άλλα.

Η Ριόκο Σεκιγκούτσι, που ζει από χρόνια στο Παρίσι, αποφάσισε να καταγράψει τα γεγονότα απευθυνόμενη στο γαλλικό κοινό αλλά και στον εαυτό της. Το γαλλικό κοινό είναι ενδεχομένως κατάλληλος υποδοχέας γιατί έχει τον ίδιο βαθμό ανάπτυξης με την Ιαπωνία και διαθέτει επίσης πυρηνική ενέργεια –αν και σε περιβάλλον μη σεισμογενές. Ψάχνοντας τη φόρμα με την οποία θα κατέγραφε τα γεγονότα, η Σεκιγκούτσι επέλεξε εν τέλει το χρονικό, την ημερολογιακή καταγραφή των γεγονότων από τις 10 Μαρτίου 2011, την παραμονή του σεισμού, μέχρι τις 30 Απριλίου του ίδιου χρόνου, όχι γιατί η κατάσταση είχε ομαλοποιηθεί, αλλά γιατί «το βιβλίο έχει μοιραία ένα τέλος», έστω και αν «μια καταστροφή, μια επανάσταση, ένας πόλεμος δεν τελειώνουν ποτέ τη στιγμή που ολοκληρώνονται». Η φόρμα αυτή της επέτρεψε να καταγράψει, μέρα με τη μέρα, όχι μόνο τα γεγονότα αλλά και τις αγωνίες της, για τους δικούς της ανθρώπους και για τη χώρα.

Είμαι δύο συγγραφείς

Η Σεκιγκούτσι, που ζει και εργάζεται από το 1997 στο Παρίσι ως συγγραφέας και μεταφράστρια, έχει όμως γεννηθεί στο Τόκιο, ήρθε στην Ελλάδα με την ευκαιρία της έκδοσης της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου της από τις εκδόσεις Αγρα. «Οταν ο Σταύρος Πετσόπουλος μου είπε ότι ήθελε να βγάλει το βιβλίο μου, απόρησα» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Δεν είχε βγει λ.χ. στα γερμανικά, και θα έβγαινε στα ελληνικά; Μου απάντησε όμως ότι αυτό που υπάρχει κοινό στις δύο κρίσεις είναι η αίσθηση του εύθραυστου. Πράγματι, είναι μια αίσθηση, και στις δύο περιπτώσεις, ανάλογη με του μπισκότου που θρυμματίζεται, αίσθηση του εφήμερου, του ευάλωτου. Και υπάρχει και το ζήτημα του πώς καταφέρνεις να τα βγάλεις πέρα. Γιατί με την κρίση σταματάμε να βλέπουμε μακριά τον ορίζοντα και μαθαίνουμε ότι μπορούμε τελικά να κάνουμε κάτι, ακριβώς δίπλα μας, τώρα».

Η Ριόκο Σεκιγκούτσι γράφει και στα ιαπωνικά και στα γαλλικά. «Οταν γράφω στις δύο γλώσσες, είμαι δύο διαφορετικοί συγγραφείς. Στα ιαπωνικά έχω ένα κράτημα, υπάρχουν πράγματα-ταμπού που δεν τα λέω. Ενώ στα γαλλικά έχω μεγάλη ελευθερία, είμαι πιο άμεση και θρασεία. Είναι σαν να μη σε βλέπουν οι γονείς σου και να μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Βέβαια, αν μεταφράσω η ίδια ένα κείμενό μου, θα πρόκειται για το ίδιο βιβλίο. Απλώς θα είναι σαν ένα αντικείμενο που, ανάλογα με το φως, έχει διαφορετική σκιά».

Μια χώρα πωλείται

Η γαλλογιαπωνέζα συγγραφέας βλέπει την καταστροφή σαν κρίση ανάλογη με κάθε άλλη κρίση, λ.χ. οικονομική. «Η κρίση είναι σαν ένα είδος σύννεφου που κάθεται από πάνω μας και μετά αρχίζει η βροχή» λέει. «Το ίδιο και η καταστροφή. Η κρίση τρέφει και τη φαντασία. Η Ιαπωνία, μέσα από τη δική της καταστροφή, έμαθε πολλά και για τις καταστροφές των άλλων. Που τώρα της φαίνονται πολύ πιο κοντινές. Εχει σημασία να έχεις γνωρίσει μια κρίση για να καταλάβεις τους άλλους. Ενας Ιταλός που ζει σε χωριό, για παράδειγμα, ακόμη και εξήντα χρονών σήμερα, θυμάται τη φτώχεια, θυμάται ανθρώπους ξυπόλητους ή θυμάται να μην υπάρχει νερό ή ρεύμα. Είχα πάει στον ιταλικό Νότο και μου έλεγαν οι άνθρωποι ότι η κρίση δεν τους άφησε ποτέ. Και όλοι έχουν στην οικογένεια κάποιον που μετανάστευσε αλλού. Αντίθετα, οι Γάλλοι δεν θυμούνται τη φτώχεια. Ούτε έχουν στείλει μετανάστες πουθενά. Γι’ αυτό και οι Ιταλοί δείχνουν μεγαλύτερη συμπόνια για τους ναυαγούς της Λαμπεντούζα, ενώ οι Γάλλοι μιλούν γι’ αυτούς στο τρίτο πρόσωπο. Ημουν τις προάλλες στη Λισαβόνα. Ολη η χώρα πωλείται. Και την αγοράζουν –οποία εκδίκηση! –οι Ανγκολέζοι, άνθρωποι δηλαδή από την πρώην αποικία της Πορτογαλίας. Πρέπει η Ευρώπη να πάψει να μιλάει σε τρίτο πρόσωπο. Γιατί η κρίση του Νότου θυμίζει τσουνάμι. Δουλεύεις περισσότερο και χάνεις το σπίτι σου. Γιατί συμβαίνουν και αυτά. Και στην Ιαπωνία, άλλωστε, που είναι υπερφιλελεύθερη στην οικονομία, υπάρχουν άνθρωποι πάμπτωχοι που ζουν σε εργατικές κατοικίες και πεθαίνουν της πείνας.

Ξέραμε βέβαια στην Ιαπωνία, όπως ξέρουν και οι άνθρωποι εδώ, ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε. Το θέμα είναι να διαφυλάξεις αυτό το μικρό κομμάτι πολύτιμης αξίας που είναι η ζωή σου. Γι’ αυτό και το έκανα χρονικό. Δεν ήθελα να είναι φιλοσοφικό το κείμενο. Κάθε ημέρα είχε λίγη ελπίδα και λίγη απελπισία. Κάθε ημέρα το πράγμα άλλαζε».

Η Σεκιγκούτσι ξέρει πάντως ότι ακόμη και η ίδια, που τα έχει συνειδητοποιήσει όλα αυτά, δεν ήταν εύκολο να καταλάβει ακριβώς τι περνούσαν οι δικοί της στην Ιαπωνία. Γι’ αυτό και πήγε να τους βρει. «Δεν ήξερα, πριν πάω, τι σημαίνει ο φόβος των συνεχών μετασεισμών. Υπάρχουν όρια στη φαντασία. Επίσης: το Τόκιο, στο οποίο μεγάλωσα και είναι η ζωή μου, πάντα καταλάβαινε καλύτερα τους ανθρώπους του Βορρά που ήταν πολύ φτωχοί. Ο Βορράς ήταν για την πρωτεύουσα ένα στοκ φτηνής εργατικής δύναμης. Αν είσαι όμως από το Κιότο, μπορεί και να μην έχεις συναντήσει ποτέ κανέναν από τον Βορρά».

Οι μεταφράσεις

«Οι μικρές γλώσσες διψούν για το ξένο»

Η Ιαπωνία έχει υιοθετήσει το δυτικό μυθιστόρημα. Αρχικά το ρωσικό, εξηγεί η Ριόκο Σεκιγκούτσι, αργότερα το αγγλόφωνο. Οι γιαπωνέζοι συγγραφείς γράφουν κυρίως μυθιστορήματα, η ποίηση στην οποία έχει παράδοση η Ιαπωνία έχει σχετικά υποχωρήσει. Και σήμερα οι εκδότες μεταφράζουν (μέσω συγγραφέων – μεταφραστών) πεζογραφία και ποίηση από όλο τον κόσμο. «Αντίθετα με τις ΗΠΑ», λέει, «οι μικρές γλώσσες διψούν για το ξένο. Τη δεκαετία του 2000 είχαν μειωθεί κάπως οι μεταφράσεις, τώρα πήραν τα πάνω τους ξανά. Είναι δείκτης ανοίγματος για κάθε χώρα ο αριθμός των μεταφράσεων. Τώρα μάλιστα έχουμε και το φαινόμενο κάποιοι ξένοι να γράφουν στα ιαπωνικά, γιατί ήθελαν να γράψουν στη γλώσσα του Τανιζάκι. Κάτι που φέρνει την Ιαπωνία σε επαφή με άλλους τρόπους σκέψης. Οσο για την καταστροφή του 2011, ναι, τον πρώτο χρόνο οι γιαπωνέζοι συγγραφείς δεν έγραφαν, μετά όμως ξεκίνησαν – ιδίως αυτοί με τις πιο ευαίσθητες κεραίες στο πένθος, τον θάνατο, την απουσία. Σε δέκα χρόνια θα δείτε τα έργα τους μεταφρασμένα στη Δύση».

«Οι Γιαπωνέζοι είναι αυτοκτονικοί»

«Ο φόβος, πάντως, τρέφεται και από τη βλακεία των πολιτικών» λέει η Ριόκο Σεκιγκούτσι. «Σε μια χώρα με τόσους σεισμούς δεν έπρεπε να υπάρχουν πυρηνικά εργοστάσια. Το γεγονός λοιπόν ότι ο ανθρώπινος παράγων παίζει τον ρόλο του προκαλεί άγχος στους Γιαπωνέζους. Αν έχεις χάσει έναν πόλεμο, ξέρεις ότι έπαθες καταστροφή αλλά ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο. Εδώ η ανθρώπινη βλακεία μπορεί να ξαναφέρει την καταστροφή. Το παράξενο είναι ότι αν ρωτήσεις στην Ιαπωνία τους πολίτες στον δρόμο αν είναι σύμφωνοι με την κυβέρνηση που θέλει να διατηρήσει την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, θα σου απαντήσουν “όχι”. Αλλά στις εκλογές θα ψηφίσουν τους ίδιους. Είναι συνηθισμένοι να μην κάνουν τίποτε από μόνοι τους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εισέβαλε ο ρωσικός στρατός στη Νότια Μαντζουρία, ο ιαπωνικός στρατός έφυγε στα γρήγορα αφήνοντας τον πληθυσμό στο έλεος των εισβολέων. Πολλοί μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα στη Σιβηρία. Υπήρχαν και Γερμανοί στα στρατόπεδα αυτά, οι οποίοι διεκδικούσαν δικαιώματα. Οι Γιαπωνέζοι δούλευαν περισσότερο από όσο τους ζητούσαν οι Ρώσοι και πέθαιναν από το κρύο και τις κακουχίες. Θα έλεγα ότι οι Γιαπωνέζοι διακατέχονται από ένα αυτοκτονικό σύνδρομο. Είναι βέβαια αυτό μια νοοτροπία κατασκευασμένη. Καθώς το κράτος διεκήρυττε πάντα ότι δεν έχει καμία υποχρέωση, έκανε αντίθετα πλύση εγκεφάλου στους πολίτες ότι έχουν μόνον υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα. Είναι σαν να δεις έναν γιατρό που αποφασίζει να σου κόψει το πόδι και δεν ρωτάς κανέναν άλλον. Τον αφήνεις μάλιστα να σου κόψει και το δεύτερο. Αν φοβάμαι κάτι, είναι που σε μεγάλες κρίσεις επικρατούν συνήθως οι υπερεθνικιστές, οι οποίοι χτυπούν τους πιο αδύναμους και εχθρεύονται τους γείτονες. Κάτι απόλυτα λανθασμένο, αφού στην κρίση σημασία έχει η αλληλεγγύη με τους γείτονές σου».