«Μ.: Ούτε και αυτήν τη στιγμή της γενικής κατάρρευσης δεν μπόρεσες να πεις την αλήθεια;

Γ.: Δεν υπάρχει αλήθεια για τον κυρίαρχο. Δεν υπάρχει άλλη γλώσσα στην πολιτική εκτός από το στομφώδες ψεύδος. Τι άλλο όμως μπορεί να πει μια γλώσσα;

Μ.: Το φόβο! Στην υγειά σου Γιόζεφ. Υπήρξες ο ανεπανάληπτος ψεύτης μου.

Γ : Ετσι αποκαλείς τον σύζυγό σου ;

Μ.: Στην υγειά σου. Πίνω δεν θα πει θυμάμαι αλλά ξεχνώ. Θέλω να τα ξεχάσω όλα.

Γ.: Πίνω και εγώ στην υγεία σου Μάγκντα. Αν και θα μπορούσα να συνεχίζω να σου μιλώ. Να μην υψώνω το ποτήρι… Διότι τι σημαίνει υψώνω το ποτήρι;

Μ.: Οτι πρόκειται να αρχίσεις να μιλάς και να ψεύδεσαι.

Γ.: Για το παρόν;

Μ.: Για τη φρίκη…»

Το «στομφώδες ψεύδος» του Γιόζεφ Γκαίμπελς, το μεγάλο όπλο της ναζιστικής προπαγάνδας, επιτάχυνε τον κατήφορο προς την απόλυτη καταστροφή τόσο της Γερμανίας όσο και όλης της Ευρώπης. Οσο για τον κατά φαντασίαν διάλογο αυτό, είναι του ζεύγους, του Γιόζεφ και της συζύγου του Μάγκντα. Τον έγραψε ο Γιώργος Βέλτσος, μαζί με πολλούς άλλους που ενέταξε στο βιβλίο του «Μάγκντα Γκαίμπελς». Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Αγρα, δεν αναγράφει το είδος του έργου. Ορθά, γιατί ναι μεν είναι θεατρικό –προέρχεται, όπως μας είπε ο ίδιος ο συγγραφέας, από μια ιδέα του αείμνηστου Λευτέρη Βογιατζή -, διαβάζεται όμως και ως νουβέλα. Το γιατί θα ήθελε κανείς να επικεντρωθεί στη Μάγκντα περισσότερο παρά στον ίδιο τον Γκαίμπελς μπορεί εύκολα να το φανταστεί αν θυμηθεί ότι πριν αυτοκτονήσουν οι δυο τους, εκείνη δηλητηρίασε και σκότωσε τα έξι παιδιά τους. Το αποτυπώνει όμως καλύτερα ο ίδιος ο Γ. Βέλτσος στη σελ. 33, βάζοντας τον Γιόζεφ Γκαίμπελς να λέει στη Μάγκντα:

«Στο θέατρο της Ιστορίας, όταν θα πέσει η αυλαία, εμείς θα είμαστε στη σκηνή. Και πρόσεξε, το πρόβλημα που θέτει η Ιστορία δεν θα λυθεί από την τύχη αλλά από τη σκηνοθεσία. Γι’ αυτό θα σκοτώσεις τα παιδιά. Θα παραδώσεις την ύψιστη σκηνοθετική οδηγία. Θα γίνεις το Θέατρο. Θα σε χειροκροτούν όταν θα τους κοιτάς αφ’ υψηλού. Τώρα, Λαίδη, πρέπει να πλύνεις πάλι τα χέρια σου».

Η ιστορία διαδραματίζεται σε δύο χώρους και σε δύο χρονικές στιγμές: στο σαλόνι του σπιτιού τους το 1934 και στο μπούνκερ, το υπόγειο της καγκελαρίας, όπου και οι τελευταίες τους στιγμές στα τέλη Απριλίου του 1945.

Ο θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Γιώργος Βέλτσος, που έχοντας πια αφήσει πίσω του τα πανεπιστημιακά έδρανα αφοσιώθηκε στη συγγραφή, δημοσιεύει τη «Μάγκντα Γκαίμπελς» σχολιάζοντας τον απόλυτο παραλογισμό βίας του ναζισμού, ως φυσική συνέχεια της «Αυτοκρατορίας» του, ενός άλλου θεατρικού του (το ανέβασε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός») το οποίο, «από τη Βαβυλώνα ώς την Ουάσινγκτον», όπως μας λέει ο ίδιος, ήταν ήδη ένα σχόλιο στην εξουσία και τη βαρβαρότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι έχει μια σκηνή και με τον Φρόιντ, στον οποίο είχε απευθυνθεί για μία και μοναδική συνεδρία ο Γκαίμπελς προκειμένου να προσπαθήσει όχι να θεραπευθεί, αλλά να επιβεβαιώσει μέσα του την αναγωγή του θανάτου σε απόλυτη αξία.

Βέβαια δεν πρόκειται για τρέλα. Στη σελ. 43 του έργου, με ένα σχόλιο – ακροβασία που συνδέει το τότε με το τώρα, ο Γ. Βέλτσος βάζει τον Γκαίμπελς να λέει στον υπασπιστή του (αυτόν που τον εκτέλεσε στο τέλος κατ’ εντολήν του): «Ακουσε Σβαίγκερμαν. Η διαφορά μεταξύ γερμανικού και γαλλικού πνεύματος είναι ότι το πρώτο είναι φύσει συντηρητικό. Ο ορθολογικός πυρήνας όσων σου λέω είναι, παρά τα παγανιστικά στοιχεία του ναζισμού, αυτονόητος. Στο μέλλον, όταν ο κομμουνισμός δεν θα υφίσταται, ο ναζισμός θα επανέλθει ως ο πληρέστερος ορθολογισμός στην καρδιά αυτού που θα ονομάσουν νεοφιλελευθερισμό. (…) Σε εκατό χρόνια από τώρα το αίμα της φυλής θα το αντικαταστήσει το χρήμα. Η βρόμικη δικτατορία του χρήματος στη θέση της υγιούς δικτατορίας του αίματος. (…) Ο οικονομικός κόσμος του μέλλοντος θα είναι φιλελεύθερος, αλλά η Ιστορία δεν θα ξαναρχίσει μετά το τέλος της. Γιατί το τέλος της Ιστορίας είμαστε εμείς. (…) Πόλεμοι θα γίνονται, αλλά όχι ολοκαυτώματα. Εμείς θα αναλάβουμε άπαξ την ολοκληρωτική εξόντωση έξι εκατομμυρίων ανθρώπων. Την κάθαρση θα την επιφέρουμε εμείς, ώστε οι επόμενοι να μην υπάρχει λόγος να σκέπτονται σαν τον τελευταίο χασάπη. Η Δημοκρατία θα είναι το δικό μας ιδεολογικό πρόχωμα. Υπό το πρόσχημά της, κανένα ανατρεπτικό συμβάν δεν θα μπορεί να εμφανιστεί. Δεν τελειώνει συνεπώς μόνον η Ιστορία εδώ, αλλά και ο Μύθος».

Στη φανταστική συνάντηση Φρόιντ – Γκαίμπελς ο πρώτος διαβάζει στον δεύτερο την προφητεία του Ιεζεκιήλ (διαβάζεται μετά την περιφορά του Επιταφίου) για την ανάσταση των νεκρών, με την πεδιάδα των οστών που αποκτούν ξανά νεύρα και σάρκα.

«Ο Ιεζεκιήλ προφήτεψε τα στρατόπεδα», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Γιώργος Βέλτσος, «τα ταπεινωμένα οστά που περιγράφει είναι αυτά των στρατοπέδων. Ο Ζέμπαλντ λέει ότι το γερμανικό θαύμα έχει χτιστεί πάνω σε κόκαλα νεκρών. Τα οστά του Ιεζεκιήλ είναι, με αυτή την έννοια, μαζί το Αουσβιτς και η Δρέσδη». Στο βιβλίο υπάρχει σκηνή με την αδελφή του Νίτσε και τον Χίτλερ (σχόλιο στη χρήση του φιλοσόφου από τους Ναζί), αλλά και το επεισόδιο της άφιξης του Γκαίμπελς στην Αθήνα το 1939, όπου συναντήθηκε με τον Μεταξά, τον Κοτζιά αλλά και τον… χερ Μέρκελ, διευθυντή τότε της Τελεφούνκεν στην Αθήνα»

Απομόνωση

«Είμαι ακόμη ένα συντρίμμι της εποχής»

Ο Γιώργος Βέλτσος μπορεί να είναι ένας προβεβλημένος διανοούμενος, στη στροφή του όμως από την επιστήμη προς την τέχνη – που ξεκίνησε εδώ και πολλά χρόνια πια (Δευτέρα και Τρίτη ολοκληρώνονται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων οι παραστάσεις της «Ηλέκτρας» του που πάει Θεσσαλονίκη 28 έως 31 Μαΐου και το φθινόπωρο στο νεοϋορκέζικο φεστιβάλ «between the seas») – αισθάνεται ακόμα μοναχικός και απομονωμένος. Λέει στο «Βιβλιοδρόμιο»:

«Υπάρχουν μερικά ζητηματάκια που δεν πρέπει να λέγονται στις εφημερίδες, είτε γιατί δεν θα τα δημοσιεύσουν – εκτός εάν ο τζερτζελές είναι ανυπέρβλητος – είτε γιατί αυτός που τα λέει φοβάται για το μέλλον του, γνωρίζοντας ότι οι καταγγελίες, όταν δεν τον καθιστούν γραφικό σαν την Μαρία Ξενουδάκη το πάλαι ποτέ, τον καταδικάζουν σε απομόνωση.

Ε, λοιπόν, θα το πιστέψεις; Εγώ είμαι σε απομόνωση και αυτό είναι το παράδοξο του Ζήνωνα: να προπορεύεται η χελώνα του Αχιλλέα. Παράδειγμα; Δεν με δέχτηκαν (και τον Ντεριντά) στην Εταιρεία Συγγραφέων. Δεν έχω πάρει κανένα βραβείο, παρότι έχω απονείμει πολλά (αλλά και εξαιτίας αυτού).

Πρόσφατα, σε συλλογικό τόμο για τους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς, που εκδόθηκε στα γαλλικά από το Γαλλικό Ινστιτούτο, δεν αναφέρθηκα καν, αν και η γαλλική κυβέρνηση μού έχει απονείμει δύο φορές τον τίτλο του Ιππότη (αλλά χωρίς άλογο).

Δεν με παίζουν οι πολιτιστικοί οργανισμοί και οι πολιτιστικοί μάνατζερ (πλην Λούκου). Και φυσικά δεν έχω προταθεί για ακαδημαϊκός.

Ο Παπαγιώργης μου είχε πει πως είμαι από μόνος μου “θεσμός”. Θεσμοί όμως είναι τα σινάφια (στο μόνο πράγμα που είχε δίκιο ο Πατρίκιος είναι όταν με διαβεβαίωσε πως “αν δεν σε αναγνωρίζει το σινάφι, δεν είσαι ποιητής”).

Θεσμοί βέβαια είναι και οι πολιτιστικοί συντάκτες – φίλοι και εχθροί – ευγνώμονες ή αγνώμονες. Γελάω με τον εαυτό μου όταν τους ταχυδρομώ τα βιβλία μου, που ξέρω ότι θα ξεχαστούν στα γραφεία τους στην εφημερίδα έως ότου τα πάρει ο κλητήρας για ανακύκλωση.

Αλλά ο Βύρων Λεοντάρης..: “Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής”. Και ο Χειμωνάς: “γράφοντας έχω βαθειά ταπεινωθεί”. Ε, λοιπόν, κι εγώ ταπεινώνομαι και λυπάμαι. Και όλο υπόσχομαι, όπως η Νάνα Μούσχουρη, ότι αυτή θα είναι η τελευταία μου συνέντευξη. Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να δίνουμε συνεντεύξεις για να δοκιμαζόμαστε, φτάνοντας όλο και πιο κοντά στην κατονομασία εφόσον όταν τυπώνεις ένα όνομα, το μνημειώνεις και για το καλό και για το κακό. Αλλά μερικά ονόματα παραμένουν ακατονόμαστα: μία κυρία, για παράδειγμα, “ρυθμιστής του πολιτεύματος” ενός μεγάλου πολιτιστικού ιδρύματος, ξεπέταξε ένα πρόσφατο έργο μου με συνοπτικές διαδικασίες τηλεφωνώντας μου από το κινητό και από τον δρόμο…

Ο εξαντλημένος όμως δεν είναι ο κουρασμένος, όπως έγραφε ο Ντελέζ για τον Μπέκετ. Η κούραση εξαντλεί την πραγματοποίηση αλλά η εξάντληση εξαντλεί τη δυνατότητα. Θα μπορούσα άραγε να υποστηρίξω εδώ, στη στροφή του δρόμου, ότι η εξάντληση που εξαντλεί γεννά το έργο κάθε φορά πέραν της δυνατότητας, γιατί κάθε φορά πρέπει να συνεχίζουμε εξαντλημένοι;

Κακή εποχή. Κι αυτής της κακίας είμαι και εγώ υπεύθυνος γιατί είμαι της εποχής μου. Ούτε παρελθοντολόγος ούτε βέβαια οραματιστής. Είμαι ακόμη ένα συντρίμμι της εποχής διότι “διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής”».