Ακόμη κι αν ο χώρος του γραφείου του Σοπενχάουερ ή του Βολταίρου μεγάλωνε αιφνίδια κι έπαιρνε τις διαστάσεις μιας πόλης ή μιας χώρας, οι σκέψεις τους και τα χειρόγραφά τους θα είχαν ενδιαφέρον γιατί θα τα συνδύαζε κανείς με τις διαστάσεις ενός δωματίου. Αν μας συγκινούν οι άνθρωποι που κατακλύζουν μια πλατεία ή ένα γήπεδο ή μια διαδήλωση που πραγματοποιείται την ίδια στιγμή σε διαφορετικούς τόπους είναι γιατί ασύνειδα αναλογιζόμαστε την αφετηρία τους. Πώς γίνεται ο προσωπικός παιδεμός ενός ανθρώπου να αποκτά μια τόσο ευρεία προοπτική ώστε χιλιάδες άνθρωποι να προθυμοποιούνται να τον εκφράσουν άλλοτε ως αίτημα και άλλοτε ως όραμα.

Αν στην περίπτωση του αιτήματος τον πρώτο λόγο έχει η πολιτική, σε σχέση με το όραμα είναι η πνευματική δημιουργία που το υλοποιεί. Μια δημιουργία που όσο κι αν καταξιωθεί ως σημαντική ή ως ανυπέρβλητη δεν παύει να είναι συνέπεια μιας φύσης μινιμαλιστικής όπως είναι ακόμη και ο μεγαλειωδέστερος δημιουργός. Αφού η παρουσία στον δρόμο μιας πόλης ενός ανθρώπου που θρηνεί μπορεί να πάρει για το πνεύμα ενός δημιουργού ένα τέτοιο βάρος που να κάνει τον χώρο ενός δωματίου εκρηκτικό.

Ο πειρασμός της νοσταλγίας του Τίτου Πατρίκιου, με τον υπότιτλο Σημειώσεις καθημερινότητας, μπορεί να λογαριαστεί ως προϊόν αυτής της δοσοληψίας και της ανταλλαγής του έσω με τον έξω χώρο ώστε, παρά την αλληλεξάρτησή τους, συχνά να αυτονομούνται με έναν τρόπο συγκλονιστικό. Και επιπλέον να αποκαλύπτουν τις ασφυκτικές διαστάσεις ενός χώρου που μοιάζει απέραντος, σε αντίθεση με την ελευθερία που αισθάνεται κανείς μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα. Οπως ακριβώς καταχρηστικά θα έλεγε κανείς ότι χρησιμοποιείται η λέξη «καθημερινότητα», αφού οι Σημειώσεις (αφορισμούς θα μπορούσες να τις χαρακτηρίσεις, έστω κι αν συχνά καταλαμβάνουν ακόμη και μισή σελίδα) προϋποθέτουν την καθημερινότητα διυλισμένη και ασπαίρουσα, το ίδιο και με τους χώρους όπου αισθάνεσαι τους ρόλους τους να εναλλάσσονται.

Κι αν το Παρίσι πιστώνεται με μια αποκαλυπτική σκέψη του Πατρίκιου, αφού στη γαλλική πρωτεύουσα έγραψε: «Βλέπω πάλι τα φωτεινά και στο βάθος τα σκοτεινά χρώματα των ιμπρεσιονιστών και αισθάνομαι να αναδίνουν το νόημα μιας ολόκληρης εποχής. Μιας εποχής εκθαμβωτικής ομορφιάς και στο βάθος ζοφερής αθλιότητας που κατέληξε στο σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου», γιατί δεν το συναγωνίζεται (το Παρίσι) η μη αναγνωρίσιμη Καβάλα –αφού σχεδόν κανένας Ευρωπαίος στο άκουσμα του ονόματός της δεν θα ήξερε πού να την τοποθετήσει –όταν στους κόλπους της ο δημιουργός του Χωματόδρομου σκέφτηκε κάτι πραγματικά τρομερό, ότι: «Το ταξίδι του ενός πληρώνεται με την ακινησία του άλλου. Το τέχνασμα του ενός με την αμηχανία του άλλου. Ο παράδεισος του ενός με την κόλαση του άλλου. Τίποτα δεν γίνεται δωρεάν».

Αν θα χαρακτήριζε κανείς τον Τίτο Πατρίκιο ως έναν ευρωπαίο ποιητή και στοχαστή, δεν είναι κυρίως γιατί συναντά ως χώρους καταγραφής των Σημειώσεων καθημερινότητάς του –μαζί με την Αθήνα, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Σύρο, τη Μυτιλήνη, την Κω –το Βερολίνο, τη Μασσαλία, τις Βρυξέλλες, τη Ρώμη, το Λονδίνο, τη Βουδαπέστη, το Λουγκάνο, την Τεργέστη ή το Παλέρμο. Ούτε γιατί η πλειονότητα ή μάλλον το σύνολο των αναφορών του γίνεται σε δημιουργούς όπως ο Βερν, ο Ρεμπό, ο Σταντάλ, ο Λόρκα, ο Βελάσκεθ, ο Τζόις, ο Καλβίνο, ο Μορέν, με μοναδική εξαίρεση (αν το διαβάσαμε απολύτως προσεκτικά το βιβλίο) μη ευρωπαίου συγγραφέα το όνομα ενός μόνο αμερικανού ποιητή, του Ουόλτ Ουίτμαν.

Είναι κυρίως γιατί το βιβλίο ολόκληρο το διατρέχει φανερά και υπόγεια μια έξοχη διαπίστωση του Πατρίκιου που γίνεται το κλειδί προκειμένου να κατανοήσει κανείς συμπεριφορές, χαρακτήρες, κουλτούρες και συνακόλουθα την ποιότητα και το ήθος πνευματικών δημιουργημάτων. Γράφει ο Πατρίκιος: «Η απογοήτευση από τη ματαίωση των οραμάτων είναι προνόμιο των Ευρωπαίων. Οι Αμερικανοί δεν έχουν να υποστούν μια τέτοια απογοήτευση γιατί τα δικά τους, πιο ρεαλιστικά οράματα, έχουν εν πολλοίς πραγματωθεί».

Με δύο επιπλέον συνιστώσες της ευρωπαϊκής κουλτούρας, όπως τουλάχιστον συμπεραίνονται από την ανάγνωση των σχεδόν πεντακοσίων Σημειώσεων του Τίτου Πατρίκιου.

Τον τρόπο να θεάται κανείς ακόμη και τα δραματικά περιστατικά της ζωής του, ή μάλλον να γράφει γι’ αυτά, σαν ο ίδιος να έχει φύγει από τον κόσμο τούτο. Αυθόρμητη ή βαθιά επεξεργασμένη η στάση αυτή, έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να κάνει τα γεγονότα της ζωής του ανθρώπου που τα αφηγείται να διατηρούν για τους άλλους που τα διαβάζουν τη ζωντάνια και τη γνησιότητά τους, όσο κι αν τα αισθάνονται μακρινά ή ξένα.

Με δεύτερη συνιστώσα την προσπάθεια του ανθρώπου που γράφει –κυρίως ποίηση και πεζογραφία, συχνά όμως και δοκίμιο –μέσω μιας λυρικής διάθεσης να μεταποιηθεί η ανθρωπότητα σ’ ένα «αντικειμενικό» γεγονός ώστε να μπορεί να ερευνηθεί το βάθος της με οποιονδήποτε τρόπο κι αν την πλησιάσει κανείς.

Γραμμένες οι Σημειώσεις αυτές με μια στοχαστική νηφαλιότητα (ακόμη και την ώρα του θυμού ή της οργής) αδυνατείς να αποφασίσεις τι είναι αυτό που σε κάνει εσωτερικά πλουσιότερο ή έστω πιο περίσκεπτο: η πληροφορία για την έκδοση ενός μυθιστορήματος του Καρλ Μαρξ το 2011 –είχε πρωτοεκδοθεί στη Γερμανία το 1929 αλλά η μαρξιστική ορθοδοξία το είχε πνίξει –κι ο τίτλος του είναι Ο σκορπιός και ο Ευτύχιος, ενώ για την εφημερίδα Reppublica πρόκειται «για κωμικό ματεριαλισμό και σοσιαλιστικό σουρεαλισμό», ή ότι «μερικές φορές φτιάχνονται κάποιες λέξεις και μετά έρχονται τα όσα σημαίνουν».

Η αιωνιότητα της μνήμης θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τίτλος του βιβλίου Ο πειρασμός της νοσταλγίας –αν και ο δεύτερος αναγνωρίζεται πολύ πιο εκφραστικός, κυριολεκτικός και ταυτόχρονα πολυσήμαντος.

Πώς θα χαρακτήριζε ή μάλλον με τι θα παρομοίαζε κανείς τον Πειρασμό της νοσταλγίας ώστε να κάνει ακόμη πιο απτή τη σημασία μιας ύπουλα αθώας καταγραφής όπου συχνά ο χρόνος μεταβάλλεται σε τόπο, ενώ οι τόποι διαρκούν ολοζώντανοι, ακόμη κι αν έχουν καταλυθεί τα σημάδια της αναγνώρισής τους χάρη στη μνήμη; Θα τον παρομοίαζε με μια σήτα (λεπτό κόσκινο κατά τον Μπαμπινιώτη) που, φιλτράροντας το ήδη διυλισμένο μέσα στην ποίηση του Πατρίκιου υλικό των σκέψεων και των αισθημάτων, ανάγει το μερικό σε καθολικό, χωρίς ίχνος φιλοσοφικής εμβρίθειας, αλλά με χιούμορ, ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και μια ιστορική ονοματολογία που, παρά το βάρος της, ανακουφίζει και παρηγορεί.