Οταν ένα χρονικό συντίθεται με την προοπτική της «Μαλαματένιας» ώστε η βασική του ηρωίδα, η Ελένη, να αποκτά μια βαρύτητα αντίστοιχη με τη θεια Ρουσάκη του Παντελή Πρεβελάκη στον «Ηλιο του θανάτου», δικαιούται να αναρωτηθεί κανείς αν χωριά και περιοχές του Πηλίου, όπως η Μακρινίτσα, η Κουκουράβα ή το Λοζίνικο, μπορεί να αποκτήσουν μια ξεχωριστή θέση στον τεράστιο χάρτη της λογοτεχνίας όπως συμβαίνει με την Κρήτη. Τόσο περισσότερο που η Τσιρογιάννη δεν επιλέγει ως ήρωα, για να συνθέσει το χρονικό της, ένα πρόσωπο ιστορικό, όπως κάνει ο Πρεβελάκης στο μυθιστόρημά του «Ο Κρητικός» (με απευθείας αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο) αλλά μια «ανώνυμη» γυναίκα.

Δεν στερείται βέβαια επώνυμου η Ελένη, αλλά όπως συμβαίνει τόσο στη ζωή όσο και στη λογοτεχνία, θα έλεγε κανείς ότι η αναφορά μόνο του ονόματος κάνει τις θετικές ή τις αρνητικές ιδιότητες ενός προσώπου να ηχούν μεγεθυμένες, ενώ η μνεία του επιθέτου θα τις αποχρωμάτιζε. Με δεδομένα λοιπόν τον χώρο του Πηλίου και την ύπαρξη της Ελένης, η Τσιρογιάννη στήνει ένα σκηνικό που, αν και μένει πιστό στην ιστορική αλήθεια, ερωτοτροπεί ευεργετικά με το μυθιστόρημα. Ακόμη και το γενεαλογικό δέντρο της Ελένης (που έχει γεννηθεί το 1915) αλλά και πρόσωπά της συγκαιρινά, έστω κι αν αναφέρονται μόνο μία ή δύο φορές ως ονόματα, φαίνονται βαφτισμένα σε μια μυθιστορηματική μαγιά που τα μεταβάλλει σε εν εξελίξει ήρωες.

Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, αφού η συμπλοκή της Ιστορίας με την καθημερινότητα των ανθρώπων μοιάζει να αναγορεύει τη δεύτερη σε πραγματική Ιστορία, ενώ την αντίστοιχη, την επίσημη κατά κάποιον τρόπο Ιστορία, την αισθάνεσαι να καταχωνιάζεται σε ένα σχεδόν αραχνιασμένο βάθος. Και ενώ η καθημερινότητα δεν έχει ως απολογητή της παρά τη μνήμη των ανθρώπων που διαρκεί όσο και οι ίδιοι, μεταβάλλεται τελικά σε ένα πανίσχυρο γεγονός όπως δεν μπορεί να ισχύσει για τα καταγεγραμμένα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Χωρίς να παύει να είναι κάτι το αξιοσημείωτο, την παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου στον Σαγγάριο την αισθάνεσαι αμελητέα αν τη συγκρίνεις με το γεγονός ότι ο Θωμάς, θείος της Ελένης, έφθασε να γυρίσει από τον πόλεμο βασιλικός, μόνο και μόνο γιατί ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς που του πρόσφερε τσιγάρο.

Ιδιωματικές λέξεις

Μπορεί βέβαια το παρελθόν να αποτελεί κάτι ασφαλές για έναν συγγραφέα, αλλά χρειάζεται μεγάλη τέχνη ώστε οι αναφορές του αναγνώστη σε πρόσωπα και καταστάσεις που του είναι τελείως άγνωστες, να γίνονται αυθόρμητα και αβίαστα. Η «Μαλαματένια» της Μάγδας Τσιρογιάννη με τα τοπωνύμιά της και τις ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις της, που ενδεχομένως ακόμη και σε μια άλλη περιοχή της Ελλάδας –πλην του Πηλίου –δεν θα λέγανε απολύτως τίποτε, δηλώνει πως το φαινομενικά ατόφιο μεταφερμένο βίωμα έχει βαθύτατα δουλευτεί, για να «τρέχει» η αφήγηση ως μια ροή χωρίς κενά ή απορίες αλλά, αντίθετα, με μια αυξανόμενη μαγεία.

Ποια θέση θα έπαιρνε η «Μαλαματένια», όσον αφορά το Πήλιο, μέσα σε μια τοιχογραφία που θα αναπαριστούσε το Γαλαξίδι σε σχέση με την Εύα Βλάμη, τη Ζάκυνθο όπως την αθανάτισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με τον «Κοκκινόβραχο», τα Γιάννινα με τη μαγική μεταστοιχείωσή τους στο «Τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή και με την κοσμοπολίτικη Κέρκυρα στη δριμεία εκδοχή του Κωνσταντίνου Θεοτόκη; Και, επιπλέον, με τη μια γενιά να διαδέχεται την άλλη και με τη διαδοχή αυτήν να εγγράφεται σε έναν διαρκώς ανανεούμενο κύκλο ζωής και θανάτου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη σκυτάλη που παραδίδει ένας δρομέας μεγάλων αποστάσεων σε έναν μεταγενέστερο αλλά εξίσου ικανό συναθλητή του;

Θα ξεχώριζε η θέση της «Μαλαματένιας» στον βαθμό που η τοπιογραφία του Πηλίου διαφέρει υφολογικά σε σχέση με τους χώρους τους αναπαριστάμενους στα αφηγηματικά έργα που εντελώς δειγματοληπτικά σημειώσαμε, καθώς η φύση φαίνεται να αποκτά σ’ αυτήν έναν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Αν η Μαγδαληνή, η Λενίτσα, ο γερο-Ζαχαράκης, το Βαρβαρί και τ’ Αγαθηνί, η Κυρατσιώ, ο Θωμάς και ο Κωνσταντής ενσωματώνονται στη φύση σε τέτοιον βαθμό ώστε κάθε μετακίνησή τους λόγω πολέμου ή κοινωνικής καχεξίας να παίρνει στα μάτια του αναγνώστη τις διαστάσεις ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος, είναι πάλι η ίδια η φύση που κάνει ακόμα και το σφαλισμένο σπίτι της θείας στο χωριό να ηχεί ως κάτι το εξαιρετικό.

Με ισοδύναμο στην αστική πεζογραφία έναν ήρωα του Μένη Κουμανταρέα που η αναποφασιστικότητά του για το αν θα μπει ή δεν θα μπει τελικά στο κουρείο να φαίνεται σαν να κρίνει τη μοίρα της ανθρωπότητας. Αδυνατείς να συμπεράνεις αν είναι η στέρεη αφήγηση της «Μαλαματένιας» που θα έκανε να ακούγεται βλάσφημη κάθε κατηγορία για θρησκόληπτους ανθρώπους, που πιστεύουν στους αγίους και οι άγιοι τους το ανταποδίδουν με θαύματα, ή αν πρόκειται για έναν τόσο στέρεο κόσμο που με το να έχει σχεδόν εξαφανιστεί θα συγκινούσε βαθιά με οποιονδήποτε τρόπο και αν είχε εκφραστεί. Αν στη σύγχρονη πεζογραφία συχνά ήρωες με λεπτεπίλεπτες αγωνίες, βαθιά βασανισμένοι, τρεκλίζουν ώστε με το πρώτο φύσημα οι επιλογές τους να τους γίνονται τόσο ξένες σαν να μην υπήρξαν ποτέ δικές τους, οι συμπαγείς και συχνά μονοκόμματες μορφές της «Μαλαματένιας» τρομάζουν με το κυριολεκτικά αβυθομέτρητο βάθος τους.

Χωρίς καμιά επιπλέον οιμωγή για το αναντικατάστατο της παρουσίας τους. Ετσι ώστε αν «μυθιστορίζονται» –σύμφωνα με έναν έξοχο στίχο της Κικής Δημουλά –να είναι κάτι που γίνεται ερήμην τους, καθώς οι εθνικές δοκιμασίες καταχωρίζονται μέσα τους με την ίδια ένταση που έχει υπολογιστεί σε δεκατρείς ώρες με τα πόδια η διαδρομή από τη Μακρινίτσα στον Λαύκο, ή απολαμβάνουν το κρύο νερό που τρέχει στη Μουτσιάρα.

Η απαρχή της λογοτεχνίας

Οταν μίλαγε, ζωντάνευε ένας ολόκληρος κόσμος

Με την ομολογία της Μάγδας Τσιρογιάννη, ότι αν έγραψε τη «Μαλαματένια», που είναι η ζωή της θείας της της Ελένης, το έκανε γιατί όταν την άκουγε να μιλάει «ζωντάνευε ένας ολόκληρος κόσμος», ανατρέχουμε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο στην απαρχή της λογοτεχνίας που είναι «η παντοδύναμη προφορικότητα». Αλλά και στο «τέλος» της, αφού μόνο η προφορικότητα μεταγραμμένη σε λέξεις μπορεί να διασώσει το αίμα που τη διατρέχει εξ ολοκλήρου. Ετσι η λογοτεχνία μεταβάλλεται μακροπρόθεσμα αλλά και βραχυπρόθεσμα σε μια πράξη δικαιοσύνης, καθώς η «προφορικότητα» της Ελένης προϋποθέτει κυρίως την ανθρώπινη ύπαρξη αδιαίρετη και αναντικατάστατη σε όλες της τις εκφάνσεις, τόσο τις μεγαλειώδεις όσο και τις πιο χθαμαλές.