Αν ως στίχο ποιήματος θα μπορούσε να εκλάβει κανείς την αφιέρωση «Στους λησμονημένους μέσα στον καθένα» που προτάσσει ο Θανάσης Χατζόπουλος στο βιβλίο του «Οι λησμονημένοι», ενώ ως μια δοκιμιακής υφής λυρική αποστροφή το μότο «Τα πεπρωμένα που λησμονήθηκαν αμέσως μόλις γεννήθηκαν, τις τραγωδίες που δεν διέθεταν φωνητικές χορδές» του Μίλαν Κούντερα στις πρώτες σελίδες του ίδιου βιβλίου, γεγονός είναι ότι οι δύο ήρωές του, η Αννιώ και ο Αργύρης, διεκδικούν ισότιμα τις ιδιότητες τόσο του λησμονημένου όσο και του τραγικού προσώπου. Αν και ξεχνάς, διαβάζοντας τις δύο νουβέλες του βιβλίου που έχουν ως τίτλους τα ονόματα των ηρώων τους, ότι πρόκειται για ιστορίες ανθρώπων που έχουν λησμονηθεί.

Αντίθετα, μοιάζει η γραφή να υπόσχεται αυτό το κάτι το άπιαστο και το φευγαλέο που, αν συμβεί να καθηλωθεί –πράγμα που γίνεται συχνά –οι ιστορίες θα είναι ξανά παρούσες ακόμα και για εκείνους που δεν τις έχουν ζήσει ή δεν έτυχε κανείς να τους μιλήσει γι’ αυτές. Και όση σημασία έχει για την αφήγηση και για την οικονομία του κόσμου «η γήινη έλξη που ήταν για τον Αργύρη η πιο σημαντική παρουσία στη ζωή του», άλλη τόση έχει το κοτέτσι με τις κότες που απέφεραν για την Αγάθη, τη μητέρα του Αργύρη, καμιά εικοσαριά αβγά εβδομαδιαίως.

Η ζωντάνια

Η δύναμη του βιβλίου του Θανάση Χατζόπουλου έγκειται ακριβώς σε τούτο: πλείστα όσα περιστατικά καταδικασμένα να λησμονηθούν, ακόμη και για εκείνους που τα έζησαν, μοιάζει να παρασέρνουν στη λησμονιά αξίες «αντικειμενικές» που δεν χρειάζεται να τις θυμάται κανείς για να παραμένει ακλόνητη η υπόστασή τους.

Υπάρχουν αφηγηματικά έργα που αισθάνεται κανείς ότι ακόμη κι αν δεν τα έχει διαβάσει, η έλλειψη αυτή δεν κρίνει την ύπαρξή τους. Με τους «Λησμονημένους» συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: υπάρχουν χάρη στην ανάγνωσή τους. Τη ζωντάνια τους και τη δύναμή τους τους τις δίνει ο αναγνώστης. Τα περιστατικά όπως αναπαρίστανται δεν έχουν άλλη ζωή εκτός από εκείνη με την οποία τα προικίζει ο ίδιος, έστω κι αν του ήταν άγνωστα ώς τη στιγμή που έρχεται σε επαφή μαζί τους. Το ίδιο το κείμενο δείχνει ότι θα είχε υπάρξει έστω κι αν δεν το είχε διαβάσει κανείς, ότι θα είχε υπάρξει ολοκληρωμένο, τελικό, σαν αποσπασμένο από μια μήτρα σκοτεινή που η περιδίνησή της καταλήγει σε έναν εύτακτο ρυθμό.

Η λογοτεχνία δεν έχει υπάρξει φειδωλή σε περιπτώσεις αρρώστων που χρησιμοποιούνται ως «διάμεσοι», προκειμένου να αποκαλυφθούν οι απείρως πιο βαριές αρρώστιες μικρών ιδιαίτερα κοινωνιών. Με τους ίδιους τους «διάμεσους» να αναγορεύονται σε ένα είδος χρησμοδοτών. Με τους «Λησμονημένους» αποκτούμε μια ακόμα πιο ανάγλυφη εικόνα τους καθώς ανοιγόμαστε στον αβυθομέτρητο χώρο της κοινωνικής νόσου με αφετηρία ένα επαρχιακό φαρμακείο που αν και προορισμένο να καταπραΰνει τους πόνους, υφίσταται τελικά ως μια επιπλέον δοκιμασία.

Επιλέγοντας τις δύο «ακραίες» περιπτώσεις της Αννιώς και του Αργύρη, τόσο γιατί του δίνουν την ευχέρεια να «κεντήσει» πάνω σε ένα βάθος που η ψυχανάλυση θα ταξιθετούσε ως διερευνήσιμο ενώ η λογοτεχνία αναδεικνύει ως αβυθομέτρητο, αλλά κυρίως γιατί υποδηλώνει ότι όλοι οι «κανονικοί» άνθρωποι μετέχουν μιας ιδιαιτερότητας που είναι θέμα καθαρά συγκυρίας αν θα εκφραστεί ή αν θα κοιμηθεί για πάντα, ο Χατζόπουλος στήνει μια τοιχογραφία με το πιο αχνό ή μισοσβησμένο χρώμα της να σε κεραυνοβολεί όσο και με το πιο έντονο.

Βεβαίως αν δεν υπήρχε ο αναγνωρίσιμος κρίκος μιας εσωτερικής συγγένειας ώστε, εχέμυθα και χωρίς κορόνες, ο συγγραφέας να διαμορφώνει μια κοίτη που να χωράει την απειρία των καταγραμμένων περιστατικών, θα μπορούσε τα τελευταία αντί για τις 300 σελίδες του βιβλίου να καταλάμβαναν μια εικοσάδα και πλέον τόμων. Ενώ τώρα, με το να φαίνεται ότι αυτοεπιλέγονται χωρίς να μεσολαβεί το χέρι του συγγραφέα, δεν συμπεραίνονται μόνο ως μοναδικά και αναντικατάστατα, αλλά παρηγορούν για την προεξοφλημένη λησμονιά τους –όσο είναι δυνατόν –παραπέμποντας στο «Εν το παν» του Ηράκλειτου.

Ενας τελικά υπόγειος παφλασμός «Οι λησμονημένοι», που η χαλιναγωγημένη ευρηματικότητά τους αποκτά την καθαρότητα μιας μαθηματικής εξίσωσης. Σαν να λειτουργεί μια ζυγαριά ακριβείας ώστε η σχέση ανάμεσα στον περιβάλλοντα χώρο και στον εργώδη εσωτερικό κόσμο των ηρώων να πειθαρχεί σε ένα αυστηρά οργανωμένο σχέδιο –σε συνδυασμό με έναν απολύτως σαφή καλλιτεχνικά και πεζογραφικά στόχο –που αν έλειπε η ελαχιστότατη υφολογική ασυνέπεια θα απέβαινε καταστροφική. Ενώ τώρα οι δύο νουβέλες των «Λησμονημένων» διαβάζονται με την ευφροσύνη που αισθάνεται κανείς παρακολουθώντας έναν δημιουργό να ανακαλύπτει τον δρόμο του τη στιγμή ακριβώς που τον περπατάει.

Επί ίσοις όροις

Με πόσα γεγονότα μπορεί να γεμίσει η ζωή ενός ανθρώπου ή πόσες λέξεις μπορεί να γράψει κανείς σε σχέση με την ακινησία ενός παραγιού σε ένα φαρμακείο; Για τον Χατζόπουλο είτε πρόκειται για την κοινότοπη προσταγή της μάνας να πάει η κόρη της για ύπνο είτε για τα χέρια της ίδιας αυτής κόρης, που σαν μέγκενη σφίγγουν την τσάντα ενός μαθητή ώσπου να την αποσπάσουν, και τα δύο αξίζει το ίδιο να διασωθούν αφού μετέχουν σε μια τάξη πραγμάτων ξεχωρισμένη από ένα αμνημόνευτο βάθος χρόνου. Και αφού δεν πρόκειται για διάσωση αλλά για λησμονιά, να παραδοθούν σε αυτήν, επί ίσοις όμως όροις, όσο κι αν το ιστορικό τους στην πρώτη περίπτωση φαίνεται να μην έχει προκαλέσει κανέναν πόνο ενώ στη δεύτερη είναι ποτισμένο με αίμα.

Οσον αφορά την ακινησία του παραγιού και τις λέξεις που μπορεί να εμπνεύσει, θα ισχυριζόταν κανείς ότι είναι τόσες όσοι είναι οι επάλληλοι κύκλοι που ανοίγονται γύρω από κάθε άνθρωπο ακαταπαύστως, με αποτέλεσμα να είναι τελικά το ίδιο το σύμπαν που τον περιβάλλει ενώ ο ίδιος συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως κέντρο ενός ελέγξιμου πεδίου. Δεν έγινε τυχαία η αναφορά της λέξης «σύμπαν». Δρομολογημένοι μέσα σε χώρο και σε χρόνο, οι ήρωες του Θανάση Χατζόπουλου, η Αννιώ και ο Αργύρης, αλλά και η Νότα, ο Μενέλαος, ο Αριστομένης, η Ματούλα, ο Πέτρος, ο Παύλος και τόσοι άλλοι, μοιάζει να λογοδοτούν ακόμη και με τις πιο ακατάληπτες κινήσεις τους σε ένα σύμπαν που τους καθορίζει, αν και οι ίδιοι το αγνοούν.

Αν ως φυσικά πρόσωπα δεν ενδιαφέρουν τις δέλτους της Ιστορίας, αποκλείεται να πιστέψεις ότι δεν θα ξανασυναντήσεις αρχειοθετημένες –στο εντεύθεν ή στο επέκεινα, αδιάφορο –τις απαστράπτουσες μέσα στην ασημαντότητά τους συμπεριφορές τους.

Θανάσης Χατζόπουλος

Οι λησμο-νημένοι

Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015, Σελ. 309,Τιμή: 16 ευρώ