Για να τοποθετηθείς απέναντι στο βιβλίο του Λευτέρη Αλεξίου «Αξέχαστοι καιροί», που στο εξώφυλλο χαρακτηρίζεται ως «χρονικό» και στις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος του αφηγήματος ως «μυθιστόρημα», χρειάζεται να γνωρίζεις πρόσωπα και πράγματα όπως ξετυλίγονταν στην Κρήτη του Μεσοπολέμου. Εστω και περιληπτικά. Προικισμένο με ένα αναμφισβήτητο πλεονέκτημα πως, έτσι και εισδύσεις στον κόσμο του, η μαγεία του είναι τόση ώστε μπορεί να σε ρουφήξει για πάντα. Κι ενώ προσπερνούσες σχεδόν βιαστικά πρόσωπα, που ακόμη και ο αφηγητής δεν επέμεινε ιδιαίτερα σε αυτά, προκειμένου να φτάσεις στο «ζουμί» του βιβλίου, ανακαλύπτεις, έχοντας ολοκληρώσει το διάβασμα, πως το «ζουμί» ήταν ακριβώς αυτές οι αχνογραμμένες μέσα στις σελίδες του μορφές.

Αν για παράδειγμα τον Νίκο Καζαντζάκη (που υπήρξε ο πρώτος σύζυγος της αδελφής τού Λευτέρη Αλεξίου, της Γαλάτειας) τον συναντάμε μέσα στο βιβλίο με το όνομα Πέτρος Νίκας και τον ζωγράφο Τάκη Καλμούχο με το όνομα Τάσος Κάλμας, η δασκάλα Φωτεινή Βλάση, είτε πρόκειται για το πραγματικό της όνομα είτε για ένα όνομα που της το δίνει ο Λευτέρης Αλεξίου, αν και δεν εγείρει καμιά μνήμη, μεταβάλλεται σήμερα σε πρόσωπο απεράντως πιο μυθιστορηματικό σε σχέση με τον δημιουργό της «Ασκητικής» ή τον εικονογράφο της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης του Κ.Π. Καβάφη στα 1935.

Προσοχή στους «ανώνυμους»

Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς αν υπήρξε συνειδητή πρόθεση του Λευτέρη Αλεξίου να παραχωρήσει μια διακεκριμένη θέση στην τοιχογραφία του σε όσους αναγνώριζε πως θα καταλήξουν άγνωστοι στο μέλλον ή να συρρικνώσει τη σημασία όσων ήδη έλαμπαν στην εποχή που αναφέρεται (μέσα της δεκαετίας του ’20). Πάντως πρόκειται για ένα συμπέρασμα που σήμερα τουλάχιστον προκύπτει αβίαστα. Αφού χωρίς τη Φωτεινή Βλάση και τον Στέφανο Πρασώτη σου δημιουργείται η πεποίθηση πως κάτι πολύ σημαντικό θα σου είχε διαφύγει στην ιστορία που σου αφηγείται ο Αλεξίου, αλλά και κάτι εξίσου σημαντικό για την ίδια την ιστορία του κόσμου.

Αφού τόσο τη Φωτεινή Βλάση που, μαθήτρια δεκαεφτά χρόνων, πήρε δηλητήριο για να πεθάνει καθώς ο πατέρας της, θέλοντας να την εκδικηθεί για τη μάνα της που τον εγκατέλειψε, τη βασάνιζε ενώ ήταν δέκα ακόμη χρόνων, αφήνοντας σημάδια στο πρόσωπο και στο κορμί της, όσο και τον Στέφανο Πρασώτη που σπούδασε Θεολογία στα Ιεροσόλυμα, δούλεψε ως δάσκαλος στη Βηρυτό και το 1920 χειροτονήθηκε ιερέας, για να φύγει τον αμέσως επόμενο χρόνο για την Αμερική και να ζήσει εκεί ώς το τέλος της ζωής του με τη γυναίκα του και τα τέσσερά του παιδιά, τους συνειδητοποιούμε περισσότερο ως πρόσωπα του μύθου παρά ως υπάρξεις χειροπιαστές. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε μόνο ο ήρεμος αφηγηματικός τόνος του Αλεξίου σε κάνει να μην υποψιάζεσαι ένα είδος μεροληψίας, αφού οι «ανώνυμοι» διεκδικούν μια τέτοια προσοχή και πρωτοτυπία, ενώ ακόμη και ο παρ’ ολίγον πνιγμός του Νίκου Καζαντζάκη δεν δημιουργεί κανενός είδους αιφνιδιασμό.

Οσον αφορά τον τελευταίο μάλιστα, θα σημείωνε κανείς κάτι το φαινομενικά εντελώς παράδοξο αλλά και λίαν ευεξήγητο. Η οικογένεια Αλεξίου (τα αδέλφια δηλαδή Γαλάτεια, Ελλη, Λευτέρης και Ραδάμανθυς) να κινείται γύρω από τον δημιουργό του «Καπετάν Μιχάλη» με έναν τρόπο που θα τον χαρακτήριζες εκθειαστικό, ενώ στην ουσία ήταν άκρως υπονομευτικός. Η ίδια η Γαλάτεια, αν και μετά τον θάνατό του τύπωσε σε βιβλίο τα γράμματα που της είχε στείλει –πράγμα που σημαίνει ότι αναγνώριζε την αξία του –με το μυθιστόρημά της «Ανθρωποι και υπεράνθρωποι», ενώ ζούσε ακόμη ο Καζαντζάκης, τον είχε δεόντως «περιποιηθεί», χωρίς βέβαια να τον αναφέρει ρητά, αλλά όλοι γνώριζαν ποιον τοποθετούσε στην αντιπαθή για την ίδια κατηγορία του «υπερανθρώπου». Οσον αφορά τον Λευτέρη Αλεξίου, ο ίδιος γράφει στους «Αξέχαστους καιρούς» πως «τις γνώμες μου για τον Πέτρο Νίκα δεν τις εξεστόμιζα, παρά μόνο σαν μ’ ανάγκαζαν οι θαυμαστές του, θέλοντας και μη, να παίρνω τον αχάριστο λόγο της επίκρισης». Ενώ σε μαρτυρία της η Ελένη Καζαντζάκη (η δεύτερη σύζυγος του Καζαντζάκη) υπογραμμίζει: «Ο Λευτέρης Αλεξίου, συγγραφέας, ποιητής και καθηγητής, αδελφός της Γαλάτειας, με βεβαίωσε πως έκαψε ένα σάκο με επιστολές του Νίκου, γιατί, όπως ισχυριζόταν, δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον». Τέλος, όσον αφορά τον Ραδάμανθυ, που τον φωνάζαν Μίνω, δεν διστάζει ο Λευτέρης Αλεξίου να περιλάβει στην απαξιωτική κρίση του αδελφού του για τον Καζαντζάκη και τον ίδιο του τον εαυτό.

Μετριότατα πνεύματα

Γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα και ο Ραδάμανθυς να φαντάζει αντικειμενικός και ο Λευτέρης σημαντικός, μια και τοποθετείται στον ίδιο παρονομαστή με τον Καζαντζάκη. Με μόνο ουσιαστικά ζημιωμένο τον τελευταίο σε σχέση με την εικόνα που είχε γι’ αυτόν ο πολύς κόσμος. Αποδίδει λοιπόν στον αδελφό του Ραδάμανθυ τη φράση ότι «δεν εκτιμούσε καθόλου μήτε τον Πέτρο Νίκα μήτε εμένα. Μας θεωρούσε μετριότατα πνεύματα που κατά λάθος είχαμε πάρει τον δρόμο της συγγραφικής». Θα ήταν «άδικο» να εξαιρέσουμε από αυτή την κάθε άλλο παρά οργανωμένη συγχορδία την Ελλη Αλεξίου, που με το βιβλίο της –το συναρπαστικό, είναι αλήθεια –«Για να γίνει μεγάλος» χτυπάει μια στο καρφί και μια στο πέταλο όσον αφορά το φαινόμενο Καζαντζάκης. Ετσι ώστε να επιβεβαιώνεται η υποψία που έχει ανεπίσημα αλλά επίμονα κυκλοφορήσει ότι τα αδέλφια Αλεξίου δεν συγχώρησαν ποτέ το γεγονός ότι η Γαλάτεια συζούσε ήδη από δεκαετίες με τον κριτικό, μελετητή αλλά και ποιητή –«τον πάπα της μαρξιστικής κριτικής στην Ελλάδα», όπως δίκαια χαρακτηρίστηκε –Μάρκο Αυγέρη, όταν η δόξα στεφάνωσε τον Νίκο Καζαντζάκη. Εστω κι αν ήταν η ίδια που τον είχε εγκαταλείψει.

Η σημασία

Να έχει αρτυθεί Μεγάλη Τρίτη με μπιφτέκι…

Γιατί είναι «αξέχαστοι» οι καιροί εφόσον περιγράφονται ως καιροί επιφύλαξης, ζήλειας και ξεσυνέριας; Με τους «Αξέχαστους καιρούς» του ο Λευτέρης Αλεξίου, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο ενός γοητευτικού και σχολαστικού ταυτόχρονα αναδιφητή τις «γεωλογικές» στρώσεις μιας εποχής, είναι σαν να προσθέτει στη στιγμή της αποκάλυψης καινούργες στρώσεις, που με την ίδια ακριβώς συγκίνηση θα θελήσει να τις αποκαλύψει το μέλλον. Σάμπως τα άλλοτε αχνά σχεδιασμένα πρόσωπα αυτού του μυθιστορήματος – χρονικού να έχουν βαλθεί να μας πείσουν πως ό,τι συνέβαινε, πνευματικά και καλλιτεχνικά, στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1925, έστω κι αν καταχωρίζονταν σε μια προοπτική αθανασίας, ήταν τελικά πολύ μικρότερης σημασίας σε σχέση με ένα περιστατικό που θα συνέβαινε σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στον Νέο Κόσμο, με ήρωα τον παπα-Στέφανο Πρασώτη. Να έχει αρτυθεί Μεγάλη Τρίτη με μπιφτέκι και να μην μπορεί πια να σταθεί πουθενά, καθώς το περιστατικό έγινε γνωστό, αλλάζοντας συνέχεια ενορίες.

Λευτέρης Αλεξίου

Αξέχαστοι καιροί

Χρονικό

της Νιότης

Εισαγωγή – σχόλια: Νίκος Χρυσός

Εκδ. Καστανιώτης 2014, Σελ. 304

Τιμή: 17 ευρώ