Ξέρει πάντα να ξαφνιάζει. Συνεχίζει να γράφει βιβλία που κερδίζουν τάχιστα μια θέση στις λίστες με τα ευπώλητα, ενώ συνάμα γίνονται αφορμή για να δεχθεί ο ίδιος πυρά για τις απόψεις του. Δεν διστάζει δε να παίρνει δημόσια θέση για όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως στην πολιτική σκηνή. Και όλα αυτά χωρίς να παραλείπει να βρίσκει χρόνο για τα εγγόνια του. Ανήσυχος λοιπόν και στα 83 του, ο Ουμπέρτο Εκο αυτή τη φορά τα βάζει με την κίτρινη δημοσιογραφία. Και τη στέφει ηρωίδα στο νέο του μυθιστόρημα «Φύλλο Μηδέν», που θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα εντός του Απριλίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Στο επίκεντρο της υπόθεσης μια μη υπαρκτή φυλλάδα που κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Domani» («Αύριο»), ιδιοκτήτης της οποίας είναι ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας που τη χρειάζεται για να εκβιάζει ένας Θεός ξέρει ποιον. Και ενώ μέσα στη λασπολογία και στα κουτσομπολιά ένας δημοσιογράφος αναβιώνει 50 χρόνια ιστορίας υπό το φως μιας σατανικής πλεκτάνης με επίκεντρο το πτώμα ενός ψευτο-Μουσολίνι σε αποσύνθεση, στις σκιές παραμονεύουν η μυστική δεξιά Επιχείρηση Gladio, η μασονική Στοά P2, η υποτιθέμενη δολοφονία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Α’, το πραξικόπημα του πρίγκιπα Τζούνιο Βαλέριο Μποργκέζε, η CIA και 20 χρόνια σφαγής και συγκάλυψης.

«Εμπνεύστηκα την ιστορία από ένα πραγματικό πρόσωπο που δεν αναφέρω στο βιβλίο, τον Μίνο Πεκορέλι, ο οποίος τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 είχε ένα πρακτορείο ειδήσεων με πολύ μικρή κίνηση, αλλά ήταν συνδαιτυμόνας υπουργών και βουλευτών. Διέσπειρε υποψίες και φήμες κι είχε καταστεί τόσο επικίνδυνος που δολοφονήθηκε το 1979 καθώς το μικρό ψευδοενημερωτικό δελτίο του λειτουργούσε ως μέσο εκβιασμού» εξηγεί ο συγγραφέας του διάσημου βιβλίου «Το όνομα του ρόδου».

Γιατί επέλεξε να τα βάλει με τη δημοσιογραφία και μάλιστα τώρα; «Εχω γράψει άρθρα και δοκίμια για τις δυσλειτουργίες του ιταλικού Τύπου από το 1960. Γράφοντας και ο ίδιος σε εφημερίδες είναι σαν να ασκώ κριτική εκ των έσω. Είχα την ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο εδώ και 10 χρόνια, αλλά όλο ανέβαλλα την υλοποίηση. Μέχρι τώρα» λέει ο γνωστότερος εν ζωή ιταλός συγγραφέας στην εφημερίδα Ελ Παΐς (σε συνέντευξη, μέρος της οποίας αναδημοσιεύεται σήμερα στο «Βιβλιοδρόμιο»), με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του στα ισπανικά, το οποίο μάλιστα ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρομπέρτο Σαβιάνο (που με τα «Γόμορρα» τα έβαλε με την Καμόρα) χαρακτήρισε «εγχειρίδιο σύγχρονης επικοινωνίας».

«Δεν πιστεύω ότι είναι εγχειρίδιο, όμως είπε ότι θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές δημοσιογραφίας. Και ίσως να έχει δίκιο, αλλά ως εγχειρίδιο κακής δημοσιογραφίας, για να μαθαίνουν οι σπουδαστές τι δεν πρέπει να κάνουν» σχολιάζει ο συγγραφέας.

Ο Ουμπέρτο Εκο έχει τοποθετήσει την υπόθεση τού «Φύλλου Μηδέν» στο 1992. Ο λόγος; «Εκείνη τη χρονιά συντελέστηκε μια στροφή. Τα πολιτικά κόμματα πέρασαν μια κρίση, άρχισαν οι δίκες περί διαφθοράς και υπήρχε η ελπίδα ότι όλα θα άλλαζαν. Δύο χρόνια μετά όμως εμφανίστηκε ο Μπερλουσκόνι. Με ενδιέφερε να παρουσιάσω στο βιβλίο το μέλλον που μας επιφυλασσόταν και που τότε μας ήταν άγνωστο –γι’ αυτό, επί παραδείγματι, ο διευθυντής της εφημερίδας λέει ότι τα κινητά τηλέφωνα είναι μια μόδα που θα περάσει».

Η εικόνα που δίνει το βιβλίο σας για τον Τύπο είναι πολύ αρνητική. Παρουσιάζεται ως ένα εργαλείο συκοφαντίας.

Δεν υπηρετούν όλες οι εφημερίδες τη λασπολογία. Οι απογευματινές εφημερίδες στην Αγγλία, για παράδειγμα, με όλα τα κουτσομπολιά για τη βασιλική οικογένεια έχουν καταφέρει να πωλούν λίγο περισσότερα φύλλα. Στην Ιταλία ο ίδιος μηχανισμός χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο για τη δυσφήμηση του αντιπάλου.

Στο βιβλίο ένας ήρωας λέει ότι οι εφημερίδες καθοδηγούν τον τρόπο σκέψης του κοινού.

Εξαρτάται από το ποιος διαβάζει. Εμένα, ας πούμε, δεν μου λένε οι εφημερίδες πώς να σκεφθώ και επειδή δεν διαβάζω μόνο μία και επειδή είμαι ανοιχτός να ακούσω πολλές απόψεις. Ενας αναγνώστης όμως πιο αφελής ή λιγότερο προετοιμασμένος επηρεάζεται πολύ ευκολότερα και κυρίως από την τηλεόραση.

Πιστεύετε ότι οι εφημερίδες έχουν χάσει την υπερβολική δύναμη που είχαν κάποτε;

Αν μια σημαντική εφημερίδα σήμερα έχει συνέντευξη του πρωθυπουργού, εξακολουθεί να διατηρεί ένα βάρος και το θέμα μπορεί να συζητηθεί ακόμη και στη Βουλή. Στην εποχή αυτή πλέον δεν έχει σημασία η δύναμη επιρροής στο ευρύ κοινό, αλλά σε άλλο επίπεδο, πιο υψηλό. Ο πραγματικός εκβιαστής δεν ενδιαφέρεται να πει σε όλους ότι έχετε κλέψει, δεν τον ενδιαφέρει ο περαστικός που μπορεί να διαβάσει αφηρημένος την είδηση. Του αρκεί να στείλει το μήνυμα σε δύο – τρεις υψηλά ιστάμενους και να δείξει τη δύναμή του. Πώς εξηγείτε ότι υπάρχουν τόσο πολλές μικρές εφημερίδες με ελάχιστες πωλήσεις που δεν θα υπήρχαν αν δεν έπαιρναν επιχορηγήσεις; Η λειτουργία τους βασίζεται στο ότι στέλνουν ένα προσωπικό μήνυμα που λέει «ξέρω ορισμένα πράγματα και θα μπορούσα να πω κι άλλα».

Ποια είναι η γνώμη σας για την κρίση στον Τύπο;

Δεν άρχισε τώρα. Ξεκίνησε το 1954 με την εμφάνιση της τηλεόρασης. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι εφημερίδες έγραφαν όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη ημέρα. Από την εμφάνιση της τηλεόρασης και μετά ο κόσμος τα ήξερε ήδη. Κι αυτό είναι πρόβλημα. Επίσης όταν ήμουν παιδί υπήρχαν εφημερίδες με δύο σελίδες όλες κι όλες. Σήμερα έχουν 60 και πρέπει να τις γεμίσουν. Κι αν είσαι σοβαρή εφημερίδα μπορείς να βάλεις σχόλια κι αναλύσεις. Αν όχι, γεμίζεις με λασπολογία τις σελίδες και υποχρεώνεις τον αναγνώστη να νιώσει χαρά με τον πόνο του άλλου.

Ενας χαρακτήρας του βιβλίου σας λέει κάποια στιγμή ότι «η χαρά της ευρυμάθειας είναι για τους άχρηστους».

Είναι παράδοξο, αλλά ισχύει. Μπορεί ένας φυσικός βραβευμένος με Νομπέλ να μη γνωρίζει καθόλου την Ιστορία της Λογοτεχνίας και ένας επιμελητής βιβλίων να ξέρει χιλιάδες πράγματα αλλά να διαπιστώνει ότι όλα αυτά δεν χρησιμεύουν σε τίποτα στη ζωή. Σήμερα επικρατεί το αμερικανικό σύνδρομο της υπερεξειδίκευσης.

Ολο αυτό που περιγράφετε έχει να κάνει μήπως και με τη δυναμική των πραγμάτων στην εποχή μας;

Εκείνη η κοπέλα που έκανε πεολειχία στον Μπιλ Κλίντον, πώς την έλεγαν, Μόνικα Λιουίνσκι, έχει επιστρέψει και μιλά γι’ αυτό και δίνει διαλέξεις. Θα περίμενε κανείς από αυτήν να παραμείνει σιωπηλή και να εξαφανιστεί; Οχι. Το ίδιο και ο κλέφτης και ο μαφιόζος. Πάνε στην τηλεόραση και λένε τι έχουν κάνει. Είναι ένα φαινόμενο ολοκληρωτικά καινούργιο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι σημαντικό να εμφανίζεσαι δημοσίως. Μέχρι τώρα αυτό συνέβαινε με τους κατά συρροήν δολοφόνους που ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή των μέσων ενημέρωσης και της αστυνομίας. Ενας κατά συρροήν δολοφόνος είναι ένας τρελός, αλλά σήμερα αυτή την ανάγκη την έχουν οι κανονικοί άνθρωποι. Είναι σαν να μοιράζεσαι μια κολονοσκόπηση με όλον τον κόσμο.

Πολλοί διανοούμενοι σήμερα σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Η δική σας διάθεση ποια είναι;

Να γράφω βιβλία. Να περιγράφω προβλήματα. Και να διατηρώ την ελπίδα ότι ο αναγνώστης θα σκεφθεί, επί παραδείγματι, ότι πρέπει να είναι πιο προσεκτικός την ώρα που διαβάζει εφημερίδα. Ο διανοούμενος πρέπει να αποδοκιμάζει τις αγριότητες της κοινωνίας. Αν όμως ξεσπάσει πυρκαγιά σε ένα θέατρο δεν μπορεί να κάθεται στην καρέκλα του και να απαγγέλλει ποίηση. Πρέπει να φωνάξει την πυροσβεστική, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος πολίτης.

Umberto Eco

Φύλλο Μηδέν

Μτφ. Εφη Καλλιφατίδη

Εκδ. Ψυχογιός, 2015, σελ. 248

Τιμή: 14,40 ευρώ

Κυκλοφορεί στις 23 Απριλίου

Ιντερνετ και ΜΜΕ

«Φάτε σκατά. Χιλιάδες μύγες δεν μπορεί να κάνουν λάθος»

Πώς επηρέασε το Διαδίκτυο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης;

Δεν είμαι σίγουρος ότι το Διαδίκτυο συνέβαλε στη βελτίωση της δημοσιογραφίας, διότι είναι πολύ πιο πιθανό να βρεις ψέματα στο Διαδίκτυο παρά σε ένα πρακτορείο όπως το Ρόιτερ. Με το facebook και το twitter ο καθένας πλέον μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του και τις ιδέες του. Στον Τύπο παλιότερα, όσο σιχαμερή κι αν ήταν μια εφημερίδα, υπήρχε έλεγχος. Σήμερα όμως όλοι όσοι ζουν σε αυτόν τον πλανήτη, περιλαμβανομένων των τρελών και των ηλιθίων, έχουν δικαίωμα στον δημόσιο λόγο. Με το Διαδίκτυο, το μήνυμα του οποιουδήποτε έχει την ίδια βαρύτητα με αυτό του κατόχου ενός βραβείου Νομπέλ ή ενός σοβαρού δημοσιογράφου. Το ίδιο γίνεται και με τους εκδοτικούς οίκους. Παλιότερα υπήρχε το φίλτρο του εκδότη που μπορεί να έκανε και λάθη, αλλά αποφάσιζε τι θα εκδοθεί και τι όχι. Τώρα όποιος θέλει μπορεί να εκδώσει το βιβλίο του στο Διαδίκτυο και επικαλείται ως κλειδί το αν αρέσει ή όχι. Κι εγώ θα θυμηθώ εκείνη την παροιμία που λέει: «Φάτε σκατά. Χιλιάδες μύγες δεν μπορεί να κάνουν λάθος».