Ποια είναι η σχέση λογοτεχνίας και πραγματικότητας; Η πραγματική πραγματικότητα λειτουργεί συνήθως ως ρεαλιστικό φόντο για τη σύγχρονη πεζογραφία. Χαρίζει αληθοφάνεια στη μυθοπλασία. Ο Μοβινιέ επιλέγει ένα ειδησάριο από τα ψιλά μιας εφημερίδας –ένα θέμα από το αστυνομικό δελτίο –και το χρησιμοποιεί ως συγγραφικό καύσιμο. Χτίζει τη μυθοπλασία του στο στέρεο έδαφος της βιωμένης καθημερινότητας.

Ο βραβευμένος γάλλος συγγραφέας αντιλαμβάνεται πως μια τριτοπρόσωπη αφήγηση του συμβάντος θα ηχούσε σαν (λογοτεχνικό) ρεπορτάζ. Δεν τον ενδιαφέρει αυτό: η τέχνη του προχωρεί πιο βαθιά. Σε ένα κείμενο με πολλά κόμματα και καμιά τελεία, που ξεκινά και τελειώνει in medias res, υφαίνει έναν μονόλογο, με τον αφηγηματικό φακό να μετακινείται από το θύμα στους θύτες και από τον αδελφό του θύματος στον κοινωνικό περίγυρο.

Παρασυρμένοι από τη δύναμη

«…και αυτό που είπε ο εισαγγελέας είναι πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, πως είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα που ο τύπος κράτησε στα χέρια του τόσο ώστε να μπορέσουν να τον κατηγορήσουν για ληστεία και να περηφανεύονται αργότερα πως τον εντόπισαν και τον ξεχώρισαν…» (σελ. 7). Αυτές είναι οι πρώτες φράσεις του αφηγήματος, οι οποίες κοινοποιούν με τελεσίδικο τρόπο την πράξη και το αποτέλεσμά της. Με μια αιφνίδια κίνηση προς τα πίσω ερχόμαστε στη στιγμή που όλα αυτά είναι παρόν, τη στιγμή που συμβαίνουν. Τότε που οι τέσσερις άνδρες της ασφάλειας –ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι από τον δράστη, άνθρωποι «με ραμμένες τις τσέπες», με άλλα λόγια χωρίς την οικονομική άνεση που σου επιτρέπει να χαρείς τη ζωή –συλλαμβάνουν τον δράστη επειδή κλέβει μπίρα και τον οδηγούν σε έναν απομονωμένο χώρο με σκοπό να τον τιμωρήσουν. Κι εκεί, παρασυρμένοι από τη δύναμη της στολής και την εξουσία που νομίζουν πως έχουν, τον χτυπούν μέχρι θανάτου. Κι όταν συνειδητοποιούν ότι ξεψύχησε, «όταν μένουν εμβρόντητοι από την ίδια τους τη βία» (σελ. 26), «οι τέσσερις τύποι έμειναν κόκαλο λες κι ήταν κολλημένοι ή δεμένοι σφιχτά μεταξύ τους με κάτι πολύ πιο δυνατό». Γιατί η αιώνια βία, η βία που ασκεί αυτός που θεωρεί ότι μπορεί να το κάνει, έτσι για την πλάκα του ή για να δώσει ένα μάθημα, όπως ίσως λέει από μέσα του, δεν σε γλιτώνει τελικά από τον φόβο: «θέλουν να συνεχίσουν να τον χτυπάνε, δικός τους είναι, αυτός ο γαμημένος ο νεκρός, οπότε θέλουν να τον χτυπάνε μέχρι να βάλει τις φωνές, μέχρι να ξυπνήσει και να πει φτάνει, όμως αυτό δεν πρόκειται να το πει, τίποτα δεν θα πει, θα τους αφήσει μ’ ένα πτώμα στα χέρια, γιατί η σιωπή του είναι το τελευταίο δικό του πράγμα, όπως πολύ σύντομα ο φόβος θα είναι δικός τους, όταν αλλάξει στρατόπεδο…» (σελ. 27).

Ο Μοβινιέ, με το ανθρωπογνωστικό έρμα που του χαρίζει η συγγραφική του ιδιότητα, η όραση του πεζογράφου που βλέπει αυτά που κρύβουμε κάτω απ’ το χαλάκι και τους δίνει όνομα, αποκαλύπτει μέσα στη ροή αυτής της ψιθυριστής αφήγησης γιατί έγινε όλο αυτό: «αυτός ο φόνος, ένας φόνος, τους έδωσε χαρά, αυτό είναι, η ουσία της υπόθεσης είναι πως η ηδονή που αισθάνθηκαν τους καθιστά ένοχους κι όχι η αδικία του θανάτου του, αυτό που ούτε ο εισαγγελέας ούτε οι δημοσιογράφοι ούτε η αστυνομία ούτε κανείς δεν πρόκειται να παραδεχθεί ποτέ» (σελ. 37).

Ομως η ζωή έχει τη φόρα της, η είδηση θα ξεχαστεί, ο αδελφός θα πρέπει να τα αναλάβει όλα, να πάρει άδεια από τη δουλειά, τη στιγμή που όλοι κάνουν ότι καταλαβαίνουν αλλά κανείς δεν γυρίζει να δει. Γιατί αυτή η πλευρά της ζωής είναι οι ειδήσεις που βλέπουμε την ώρα που τρώμε το φαγητό μας και αναστενάζουμε, κρίμα βρε, πριν τσιμπήσουμε την επόμενη μπουκιά: «χαμήλωσαν όλοι το βλέμμα γιατί έχουν δουλειές που τους περιμένουν και ένα γκαζόν να κουρέψουν ή τρένα που πρέπει να πάρουν και παιδιά που πρέπει να πάνε να παραλάβουν στην έξοδο του σχολείου…» (σελ. 49).

Ο καθρέφτης μπροστά μας

Αφήγηση που εισχωρεί στο σώμα και το μυαλό

Αυτό που καταφέρνει ο Μοβινιέ με τη μουρμουριστή του αφήγηση, την αναπνοή της οποίας και τον βουβό κυματισμό αποδίδει η μετάφραση, είναι να κάνει το όνομα στο ειδησάριο (Μισέλ Μπλεζ) πρόσωπο με σάρκα και οστά, σκέψεις, αισθήματα, παρελθόν. Είναι να δείξει ποιος ήταν και τι έγινε σ’ εκείνο το δωμάτιο με την κλειστή πόρτα, όχι με την κλινική ή εισαγγελική έννοια –αυτό άλλωστε είναι δουλειά του δικαστηρίου. Η αφήγησή του εισχωρεί στο σώμα και το μυαλό των ανθρώπων, ζωντανεύει αισθήσεις και συναισθήματα, θέτει ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη, για τη δύναμη και την αδυναμία του σώματος, την ισχύ και τον φόβο, τις συνθήκες που αποφασίζουν τα πάντα. Τη γεωγραφική και την οικονομική μοίρα των ανθρώπων, τον θάνατο που δεν αφήνει περιθώρια για επανορθώσεις. Αυτό που κάνει ο Μοβινιέ με την τέχνη του, κεντώντας την τεχνική του, όπως διαφαίνεται και στο επίμετρο του μεταφραστή, είναι ότι διασώζει την κραυγή του Μισέλ Μπλεζ. Βάζει τον καθρέφτη μπροστά μας και μας δείχνει το θηρίο που είμαστε. Οποιος αντέχει βλέπει.

Laurent Mauvignier

Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη

Μτφ.: Σπύρος Γιανναράς

Εκδ. Αγρα 2015, Σελ. 76,

τιμή: 8,50 ευρώ