Ο Ντίνος Σιώτης είναι ποιητής. Υπήρξε επίσης δημοσιογράφος στον Τύπο και στο ραδιόφωνο, ενώ υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως σύμβουλος Τύπου σε πρεσβείες και προξενεία του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών. Οπως υπήρξε ως νέος και ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος, μαρξιστής αλλά και ενταγμένος στο χίπικο κίνημα του Σαν Φρανσίσκο. Και μέλος του εκεί ΠΑΚ (αργότερα «πρασινοφρουρός», όπως λέει σήμερα ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος). Είναι συνεπώς άνθρωπος καλλιεργημένος και αεράτος, με άνεση τόσο στις φιλολογικές συζητήσεις όσο και στις επαφές με ανθρώπους κάθε φτιαξιάς, πεποίθησης ή κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Εξού και διακρίνεται ιδιαίτερα στον σχεδιασμό ποικίλων δραστηριοτήτων, από λογοτεχνικά φεστιβάλ (όπως αυτό της γενέτειράς του, της Τήνου) μέχρι την οργάνωση βραβείων –του περιοδικού «(δε)κατα» –ή πολιτιστικών εκδηλώσεων αλλά και βιβλιοφιλικών λεσχών και σωματείων: λ.χ. προχθές συντόνισε, ως εκπρόσωπος του «Κύκλου Ποιητών», εκδήλωση στο Megaron Plus με τίτλο «Πόλις – Ποίηση – Πολιτική» με τη συμμετοχή του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού Νίκου Ξυδάκη και των Δημήτρη Μαρωνίτη, Τίτου Πατρίκιου, Αναστάση Βιστωνίτη, ενώ σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, πάλι ο «Κύκλος Ποιητών», του οποίου ιδρυτικό μέλος είναι ο Σιώτης, συνεργάζεται στη Στοά του Βιβλίου με τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και με τη συμμετοχή δεκαέξι ποιητών σε μια εκδήλωση εορτασμού με τίτλο «Το βλέμμα του ποιητή».

Κατά καιρούς έχει φέρει στην Ελλάδα, στις εκδηλώσεις που οργανώνει, ποιητές διεθνούς φήμης όπως ο Τσαρλς Σίμικ και ο Ομέρο Αρίτζις –σε λίγο καιρό θα φέρει και τον Πολωνό Ανταμ Ζαγκαγέφσκι –με αποκορύφωμα την έλευση του Αλεν Γκίνσμπεργκ, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, τη δεκαετία του 1990, σε μια εκδήλωση που άφησε εποχή.

Κι όλα αυτά χωρίς ο ίδιος να σταματά να γράφει: έχει δημοσιεύσει κάπου δεκαπέντε βιβλία, από τα οποία «Η αυτοβιογραφία ενός στόχου» (Κέδρος 2006) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.Πιο πρόσφατη συλλογή του οι «Νέες αναρτήσεις» (Χαραμάδα, Δεκέμβριος 2014).

Και επίσης χωρίς να διακόπτει καθόλου μία άλλη του αγαπημένη δραστηριότητα, που είναι σίγουρα από τις πιο σημαντικές: αυτή της έκδοσης λογοτεχνικών περιοδικών.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Η επιλογή του για σπουδές ήταν η Φιλοσοφική Σχολή, ωστόσο η πίεση της οικογένειας τον οδήγησε στη Νομική, την οποία ποτέ δεν αγάπησε. Μετά ήρθε η δικτατορία και η λύση στα αδιέξοδα δόθηκε από μια γυναίκα: γνώρισε το 1969 μια Αμερικανίδα, μαθήτρια του ελληνιστή Κίμωνα Φράιερ, και το 1971 έφυγε με εξάμηνη βίζα για τις ΗΠΑ. Τους πρώτους τρεις μήνες μάθαινε εντατικά αγγλικά και αμέσως μετά γράφτηκε στο San Francisco State University για να σπουδάσει Συγκριτική Λογοτεχνία. Εκεί είχε καθηγητή τον Νάνο Βαλαωρίτη, η σχέση με τον οποίο έμελλε να διαρκέσει μέχρι σήμερα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά.

Στο εξάμηνο παντρεύτηκε την Τζάνις και πήρε πράσινη κάρτα, ενώ σχεδόν αμέσως έκανε δύο άλλα πράγματα: εντάχθηκε στα χίπικα κινήματα και έβγαλε ένα αντιχουντικό περιοδικό (το «Wire») με το ψευδώνυμο Ιάσων Κυκλαδίτης.

«Ηταν η εποχή του “Φράουλες και αίμα” και του “Ζαμπρίσκι Πόιντ”», λέει σήμερα στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Ντίνος Σιώτης. «Πιστεύαμε ότι από την Αμερική θα αρχίσει η επανάσταση».

Το περιοδικό, που το έβγαζε με την υποστήριξη του Νάνου Βαλαωρίτη, το έστελνε σε διάφορους αυτοεξόριστους παραλήπτες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, από τον Αρη Φακίνο μέχρι την Ελένη Βλάχου και τον Μάριο Πλωρίτη.

Αργότερα με τον Νάνο αποφάσισαν να αγοράσουν μια μηχανή όφσετ. «Για τις ανάγκες των εκδόσεων έγινα και τυπογράφος» εξηγεί. «Πρώτος ιδιοκτήτης αυτής της τυπογραφικής μηχανής ήταν ο ποιητής Τζορτζ Χίτσκοκ. Μετά αυτή η πρέσα πήγαινε από ποιητή σε ποιητή μέχρι που κατέληξε σε μας. Και αργότερα εμείς τη δωρίσαμε σε μια κοινότητα λεσβιών που έβγαζε περιοδικό κατά μιας λατινοαμερικανικής χούντας. Η Καλιφόρνια γενικά αλλά ειδικότερα το Σαν Φρανσίσκο ήταν είκοσι χρόνια μπροστά από την υπόλοιπη Αμερική».

Δεν είχαν όμως πολύ καιρό αγορασμένη την όφσετ και η ελληνική χούντα έπεσε. Το «Wire» δεν είχε πια λόγο ύπαρξης, οπότε άρχισε η ωραία περιπέτεια της έκδοσης λογοτεχνικών περιοδικών που διαρκεί μέχρι σήμερα. Εκείνη την εποχή έβγαλε το «The Coffeehouse» που κυκλοφορούσε από το 1975 μέχρι το 1982, ενώ ενδιάμεσα εξέδωσε και άλλα περιοδικά.

Μπόντιγκαρντ του Ανδρέα!

«Για μια δεκαετία περίπου δούλευα ως δημοσιογράφος σε περιοδικά, εφημερίδες και στο ραδιόφωνο», λέει ο Ντίνος Σιώτης. «Ημουν χίπης με μακριά μαλλιά και ταγάρι. Το 1978 ο Νάνος Βαλαωρίτης με έστειλε στον Λέοντα Καραπαναγιώτη, διευθυντή του «Βήματος» τότε, και ξεκίνησα μια συνεργασία με «Το Βήμα» που κράτησε τριάντα χρόνια. Το πρώτο μου κείμενο ήταν για τον Γκίνσμπεργκ. Στην Αμερική ασχολήθηκα με όλα τα ρεπορτάζ εκτός από αθλητικό και οικονομικό. Και επί χούντας ήμουν οργανωμένος στο ΠΑΚ. Μια φορά έγινα και άτυπος σωματοφύλακας του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Ανδρέας ζούσε στο Τορόντο και ερχόταν κάθε χρόνο στο Σαν Φρανσίσκο κάνοντας περιοδεία, κατά την οποία εκφωνούσε ομιλίες και μάζευε χρήματα για το ΠΑΚ. Στην Αμερική δεν επιτρέπονται παραρτήματα ξένων πολιτικών οργανώσεων, οπότε υπήρχαν οι Φίλοι του ΠΑΚ. Μια χρονιά λοιπόν μου ανατέθηκε να είμαι δίπλα του όπου πήγαινε. Μου έδωσαν και όπλο χωρίς σφαίρες. Λέω, “εγώ σωματοφύλακας; Εγώ περίστροφο;”. “Είναι άδειο” μου λένε. “Μα δεν έχω άδεια οπλοφορίας”. “Μη φοβάσαι” μου λένε. Ο Ανδρέας ερχόταν κάθε χρόνο. Ως γνωστόν, διάβαζε μόνο πολιτικά και οικονομικά βιβλία. Την τελευταία φορά που ήρθε, το 1973, του έδωσα ένα ποιητικό βιβλίο μου, το «So what». Πέρασαν δέκα χρόνια. Είχα γίνει από το 1982, επί Μαρούδα, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στην Οτάβα. Ερχεται πια το 1983 ως πρωθυπουργός και οργανώνεται μια συγκέντρωση του ΠΑΚ Καναδά στην οποία πήγα κι εγώ. Ο Περικλής Οικονομίδης κάνει μια κίνηση να μας συστήσει. Εκείνος του κάνει νόημα να σταματήσει και, αντί άλλου χαιρετισμού, μου απαγγέλλει δυο-τρεις στίχους από το βιβλίο!».

Αργότερα του έτυχε ένα άλλο περιστατικό με έναν διάσημο οικονομολόγο. «Ηταν το 1997 και υπηρετούσα στη Βοστώνη. Βλέπω μια πρόσκληση πάνω στο γραφείο του προξένου. Ηταν του Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. Τον τιμούσε για τα ογδόντα του χρόνια ένας βοστωνέζικος οργανισμός που προβάλλει τις μεγάλες προσωπικότητες της πόλης. Πήγα. Ηταν περίπου 800 άτομα, δεν ήξερα κανέναν. Πήρα ένα ποτήρι κρασί και κυκλοφορούσα. Τον βλέπω που κάθεται σε ένα τραπέζι με τη γυναίκα του και υπήρχε και μια άδεια καρέκλα δίπλα. Μου κάνει νόημα δείχνοντάς μου την καρέκλα. Δεν πίστεψα ότι απευθύνεται σε μένα και συνέχισα τη βόλτα. Επιστρέφοντας, ξαναπερνάω μπροστά του. Μου ξαναδείχνει αυστηρά την καρέκλα. “Σε μένα απευθύνεστε;” του λέω. “Οταν βλέπεις μια άδεια καρέκλα να την παίρνεις” μου λέει. “Από πού είσαι;”. “Ελληνας”. “Το ήξερα!”. Και άρχισε να μου μιλάει με τις ώρες, μεταξύ άλλων, και για το πώς έβγαλε τον Ανδρέα από τη φυλακή. Τότε μόλις είχα φτάσει στη Βοστώνη».

«O μέντοράς μου»

Την περίοδο εκείνη της Βοστώνης εξέδωσε και το «MondoGreco», ένα περιοδικό πολύ επαγγελματικό, με διανομή σε όλες τις ΗΠΑ. Νωρίτερα, το 1986, στη Νέα Υόρκη, είχε βγάλει το «Aegean Review», ενώ από το 1991 μέχρι το 1997 που ήταν στην Αθήνα έβγαλε τα περίφημα «Ρεύματα». Εχει εκδώσει συνολικά δώδεκα περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια βγάζει τα «(δε)κατα», το «Poetix», ενώ μόλις πριν από λίγες μέρες έβγαλε ένα ακόμη, το «tranz.ito»!

«Αυτό που πάντα ήθελα είναι να κάνω γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στους Αμερικανούς και την ξένη λογοτεχνία στους Ελληνες».

Πολλά, πάντως, από όλα αυτά δεν θα τα είχε επιτύχει αν δεν είχε συναντήσει τον Νάνο Βαλαωρίτη. «Είναι ο πνευματικός μου μέντορας. Πολύ καλός δάσκαλος. Μην ξεχνάμε ότι είχε σχέσεις με τον Πικάσο, τον Μπρετόν, τον Μαξ Ερνστ. Στο Σαν Φρανσίσκο τον εκτιμούσαν πολύ. Μεταξύ πολλών άλλων και ο Λόρενς Φερλινγκέτι» λέει.

«Δεν πιστεύω στην έμπνευση»

«Ο ποιητής πρέπει να γράφει κάθε μέρα» λέει ο Ντίνος Σιώτης. «Η ποίηση είναι σαν το ψάρεμα. Αν ψαρεύεις, ψαρεύεις κάθε μέρα. Μπορεί να βγάλεις παπούτσι, μπορεί να βγάλεις μπαρμπούνι. Ετσι και στην ποίηση. Ανάμεσα στις πολλές αρλούμπες που θα γράψεις, θα μείνει και κάτι. Ενα στα χίλια. Ορισμένοι με κατηγορούν που γράφω πολύ. Είναι για να μην ξεχνάς τη γλώσσα. Δεν πιστεύω στις εμπνεύσεις. Η ποίηση είναι δουλειά. Ο Ντόκτοροου λέει ότι όταν δεν ξέρει τι να γράψει, κοιτάζει συνεχώς έναν τοίχο μέχρι να του έρθει μια ιδέα. Το ποίημα βέβαια είναι πιο εύκολο από το μυθιστόρημα. Είναι της στιγμής. Το γράφεις σε δέκα λεπτά, άλλο μετά αν θα θέλεις ώρες να το επεξεργαστείς. Προσωπικά εμπνέομαι από τις ειδήσεις. Η ζωή είναι τόσο ενδιαφέρουσα στην Ελλάδα, που είναι γεμάτη ποίηση».

Στα εβδομήντα του σήμερα, κάτι που δεν του φαίνεται καθόλου, ο κοσμοπολίτης Ντίνος Σιώτης είναι σε θέση να συγκρίνει την ποίηση διαφορετικών γενεών εδώ και έξω. «Η ποίηση στην Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση» λέει. «Τόσο οι τριαντάρηδες όσο και οι ογδοντάρηδες ποιητές δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις αντίστοιχες γενιές σε Ευρώπη και Αμερική. Οι νέοι, διαβάζοντας Βαλαωρίτη, Πατρίκιο, Δάλλα, Δημουλά, μαθαίνουν πώς να γράφουν ποιήματα. Οι μεγάλοι δάσκαλοι είναι βεβαίως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σαχτούρης, ο Καρούζος. Τώρα βέβαια οι νέοι ξέρουν γλώσσες και επηρεάζονται και από ξένους».

Και η μεγάλη παραγωγή; «Τώρα έχουμε πιο μεγάλη παραγωγή. Αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Οπως γίνεται πάντα, από τα εκατό βιβλία τα δέκα είναι καλά και ένα πολύ καλό. Είναι και μια ματαιοδοξία. Τα βγάζουν από την τσέπη τους. Γιατί ποιήματα; Γιατί είναι πιο φτηνά στην έκδοση, γιατί οι ιδέες σού έρχονται περπατώντας. Η πεζογραφία θέλει 3-4 ώρες δουλειά τη μέρα».