Μάιος του 1499. Ο ζωγράφος Αντώνιος Ταγιαπιέρας προσλαμβάνεται στο εργαστήριο ενός άλλου ζωγράφου για δυο μήνες με την υποχρέωση να ζωγραφίζει επτά πρόσωπα Παναγίας την ημέρα. Λίγους μήνες αργότερα –τον Ιούλιο –δυο έμποροι παραγγέλνουν σε τρεις ζωγράφους του φημισμένου Χάνδακα 700 εικόνες της Παναγίας. Λεπτομέρεια: η παράδοση πρέπει να γίνει μέσα σε 45 ημέρες.

Πώς μπορούσαν οι καλλιτέχνες του 15ου αιώνα να ανταποκρίνονται σε τέτοια μαζική παραγωγή, που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε σχεδόν φασόν; Και ποιο ήταν το μυστικό τους ώστε όλες οι μεταβυζαντινές εικόνες με το ίδιο θέμα να είναι σχεδόν πανομοιότυπες;

Ενα πακέτο από φθαρμένα φύλλα χαρτιού με λεκέδες και απώλειες, που κάποτε εκτός από σχέδια και καρβουνόσκονη κουβαλούσαν και τα δακτυλικά αποτυπώματα σπουδαίων ζωγράφων, έρχονται να δώσουν την απάντηση. Και των οποίων τα μυστικά ξεκλειδώνει ύστερα από μελέτη που κράτησε σχεδόν δύο δεκαετίες η καθηγήτρια στην Ιστορία της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης στοΠανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Μαρία Βασιλάκη, στον τόμο «Σχέδια εργασίας των ζωγράφων μετά την Αλωση. Ο φάκελος Ανδρέα Ξυγγόπουλου του Μουσείου Μπενάκη», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά και τα αγγλικά.

Τι είναι όμως τα σχέδια εργασίας ή ανθίβολα (από το ρήμα αντιβάλλω κατά μία εκδοχή) όπως είναι γνωστά στους ανθρώπους που ασχολούνται με τη ζωγραφική; Είναι τα «πατρόν» που είχαν οι ζωγράφοι από τον 15ο έως τα μέσα του 20ού αι., για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις μεγάλες παραγγελίες, αλλά και για να αποδίδουν με τον καθιερωμένο τρόπο τις αποκρυσταλλωμένες θρησκευτικές συνθέσεις των μεγάλων κρητικών ζωγράφων. Πολύτιμα εργαλεία των ζωγράφων για τα οποία υπάρχουν μαρτυρίες ότι ορισμένες φορές πωλούνταν πανάκριβα.

Μέσα στον φάκελο που κληροδότησε ο γνωστός βυζαντινολόγος Ανδρέας Ξυγγόπουλος στο Μουσείο Μπενάκη (κι άρχισε πρώτη να μελετά η πρόωρα χαμένη Λασκαρίνα Μπούρα) βρίσκονταν 452 διάτρητα και έκτυπα ανθίβολα, ζωγραφικά σχέδια και σκαριφήματα, που χρονολογούνται από τον 17ο αι. έως τις αρχές του 20ού. Και τα ονόματα των ζωγράφων που τα έφτιαξαν μπορεί να μην έχουν σωθεί, όμως η ώς τώρα έρευνα έχει αποδείξει ότι ορισμένα σχετίζονται με υπογραφές ονομαστών καλλιτεχνών της Κρητικής Σχολής, όπως ο Θεόδωρος Πουλάκης ή ο Εμμανουήλ Τζάνες.

Μέσα από την εμπεριστατωμένη μελέτη της Μαρίας Βασιλάκη δεν ανακαλύπτουμε μόνο ότι τα σχέδια εργασίας των ζωγράφων έχουν πάνω τους σημειωμένα τα χρώματα της πρωτότυπης σύνθεσης, ότι μπορεί να είχαν κάνναβο για να μπορεί να μεταφερθεί το σχέδιο σε μικρότερες ή μεγαλύτερες διαστάσεις ή ότι δεν χρονολογούνται βάσει του σχεδίου, αλλά από το υδατόσημο του χειροποίητου χαρτιού, το σήμα κατατεθέν δηλαδή κάθε μύλου παραγωγής χαρτιού που είχε διάρκεια εικοσαετίας, καθώς μπορεί το πατρόν να σχεδιαζόταν ακόμη κι έναν αιώνα μετά την παραγωγή της πρωτότυπης εικόνας.

Μαθαίνουμε ότι με μαύρο χρώμα και σκορδόζουμο ο ζωγράφος αντέγραφε πάνω στο χαρτί την έτοιμη παράσταση από μια εικόνα, ότι τρυπούσε το περίγραμμα των μορφών και ότι με καρβουνόσκονη δημιουργούσε τη νέα εικόνα πάνω σε μια επιφάνεια για να τη ζωγραφίσει, όπως έκαναν παλιότερα οι γυναίκες για να βγάλουν ένα σχέδιο πάνω στο ύφασμα και κατόπιν να το κεντήσουν. Κι ανακαλύπτουμε όχι μόνο σκηνές από τον βίο αγίων που δεν γνωρίζαμε ότι διαθέτουν συγκροτημένους εικονογραφικούς κύκλους για φορητές εικόνες –όπως ο άγιος Νεόφυτος –αλλά και με ποιον τρόπο σκηνές από τον βίο ενός αγίου χρησιμοποιούνταν με ελαφρές μετατροπές για την απόδοση του βίου ενός ή ακόμη και δύο διαφορετικών αγίων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αγίου Γεωργίου, οι παραστάσεις από τη ζωή του οποίου λίγο αλλαγμένες χρησιμοποιήθηκαν για τους βίους των αγίων Χαραλάμπους και Γοβδελαά.

Για ποιον λόγο όμως από τον 15ο αι. τα σχέδια εργασίας γίνονται απαραίτητα ιδιαίτερα στα εργαστήρια των ζωγράφων; «Για τρεις λόγους» εξηγεί η συγγραφέας. «Πρώτον, λόγω της μαζικής παραγωγής, δεύτερον, λόγω της αποκρυστάλλωσης πλέον των εικονογραφικών θεμάτων και τρίτον, λόγω της αθρόας παραγωγής χαρτιού», ενώ ως «χρυσό αιώνα» χαρακτηρίζει τον 17ο καθώς παρατηρείται ότι το «εγχάρακτο σχέδιο ανιχνεύεται σε όλες τις εικόνες της εποχής και αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της απόλυτης καθιέρωσης αυτής της πρακτικής».