Ο Βασίλης Βασιλικός είναι αναμφισβήτητα ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής λογοτεχνίας για το οποίο, κατά καιρούς, πέφτει ένα πέπλο σιωπής. Οχι αυτή την εποχή, βέβαια, καθώς η συμπλήρωση, το 2013, εξήντα ετών από τη δημοσίευση του πρώτου βιβλίου του («Η Διήγηση του Ιάσονα») αλλά και τα ογδοηκοστά του γενέθλια τον περασμένο Νοέμβριο έδωσαν αφορμή για πλήθος εκδηλώσεων και αναφορών.

Είναι επίσης ένα κεφάλαιο σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο. Το γεγονός ότι σε όλη του τη ζωή, από τα 15 του χρόνια και μετά, έγραφε συνεχώς και κρατούσε ημερολόγιο και σημειώσεις, μεταφράζεται σε ένα τεράστιο αρχειακό υλικό και μια εργογραφία που δεν έχουν ακόμη βρει τον άνθρωπο που θα τα δαμάσει.

Και είναι και ένα κεφάλαιο που έχει τουλάχιστον δύο λόγους να θεωρείται πολύ σημαντικό: ο ένας είναι ότι ο Βασιλικός είχε το ρεφλέξ να έρθει γρήγορα σε επαφή με ένα σχετικά καινούργιο είδος, τη λογοτεχνία του ντοκουμέντου. Μπόρεσε μάλιστα να το κάνει και κτήμα τού ευρέος κοινού, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κάτι που μοιάζει με κατόρθωμα. Πρόκειται για είδος δύσκολο, και στην Ελλάδα ειδικά έχει μεν υπόληψη αλλά όχι και αντίστοιχη αναγνωστική ζήτηση.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το εύρος των συγγραφικών και αναγνωστικών του εμπειριών. Εχουν καταμετρηθεί περί τα 120 έργα του –μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, θεατρικά, δοκίμια, ποίηση. Ομως και ως αναγνώστης-μελετητής με λίγους μπορεί να συγκριθεί. Πόσους έλληνες πεζογράφους γνωρίζουμε που να μπορούν να μιλήσουν ταυτοχρόνως και με στοιχειώδη επάρκεια για τον Μυριβήλη και τον Ζιντ, για τον Παπαδιαμάντη και τον Κέρουακ, για τον Καρυωτάκη και τον Καμί, για τον Παλαμά και τον Ντάρελ, για τη Νατάσα Χατζηδάκη και τον Κάφκα;

Βέβαια ένα μέρος της ευθύνης που τα πράγματα αυτά δεν έχουν επαρκώς εκτιμηθεί, ίσως βαρύνει τον ίδιο, καθώς ξαναβγάζει διορθωμένα παλιότερα βιβλία του ή γράφει άλλες εκδοχές τους, μπερδεύοντας κοινό και κριτικούς. Λίγοι ωστόσο θα θυμούνται ότι το είχε προαναγγείλει και δικαιολογήσει: σε συνέντευξή του στον Μιχαήλ Μήτρα το 1984 στο «Δέντρο», υπήρχε ο εξής διάλογος:

«Ποια είναι η σχέση σου με το βιβλίο, όταν πια έχει τυπωθεί και κυκλοφορήσει;

– Λοιπόν, εμένα το βίτσιο μου ήταν να διαβάζω το βιβλίο μου σαν τρίτος. (…) Κάθε φορά που τυπώνεται ένα βιβλίο μου, γίνεται ανεξάρτητο από μένα κι εγώ πια το διαβάζω με το μάτι του άλλου. Σ’ αυτό το στάδιο (…) μπορώ να κάνω τις απαραίτητες διορθώσεις ή αλλαγές.

Θέλεις να πεις ότι σε μια δεύτερη έκδοση του βιβλίου αυτές οι αλλαγές περνούν; Εχεις λοιπόν ξαναγράψει βιβλία σου;

– Οχι μόνον ένα. Πολλά. Και μάλιστα πρόθεσή μου είναι να το συστηματοποιήσω αυτό. Ηδη σε ορισμένα απ’ τα τελευταία μου βιβλία, αφού έκανα τις επεμβάσεις που ήθελα, άλλαξα ακόμη και τον τίτλο τους. Λ.χ. η συλλογή διηγημάτων «Οι ρεμπέτες» έγινε το «Παραβάν». Η νέα όμως μορφή που τους δίνω θέλω να είναι και η οριστική. Θα μου πεις, γιατί το κάνω αυτό; Ισως ένας λόγος να ‘ναι η οργανωτική ανεπάρκεια των εκδοτών στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει σε μας ο editor, ο επιμελητής σύνταξης που μεσολαβεί ανάμεσα στον συγγραφέα και τον εκδότη, συζητάει με τον συγγραφέα, τον συμβουλεύει. Και βέβαια δεν υπάρχει και κριτική. Οπότε ο συγγραφέας είναι ουσιαστικά αβοήθητος. Εγώ λοιπόν αποφάσισα να αναπληρώσω αυτές τις ελλείψεις μόνος μου, κι έτσι οδηγήθηκα στο ξαναγράψιμο των βιβλίων μου».

Να γιατί η προσφορά της έκδοσης «Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων» είναι πραγματικά σημαντική. Οι Θανάσης Αγάθος και Αριστοτέλης Σαΐνης, ανθολογώντας κείμενα του Βασίλη Βασιλικού από όλη τη συγγραφική διαδρομή του, γράφοντας επίσης την εισαγωγή της έκδοσης, βάζουν σε τάξη ένα χαοτικό υλικό και μας προσφέρουν για πρώτη φορά μια συνολική εικόνα του Βασιλικού. Την ώρα που τα βιβλία του είναι διάσπαρτα σε πολλούς άλλους εκδοτικούς οίκους, ο Gutenberg αποφάσισε να δημοσιεύσει μια δουλειά υποδομής. Και επιπλέον, προσφέρει μια ανεκτίμητη αναγνωστική απόλαυση.

Περιλαμβάνονται, π.χ., κείμενα σε περιοδικά (λ.χ. για τον Θεοτοκά, τον Ταχτσή, τον Λόρκα), συνεντεύξεις του που έδωσε σε δημοσιογράφους αλλά και στον Μάνο Χατζιδάκι στο ραδιόφωνο, μέχρι οι μεγάλης πρωτοτυπίας «Εξι φανταστικές συνεντεύξεις» του. Οπου ο ίδιος, σε ρόλο δημοσιογράφου, συνομιλεί με νεκρούς (Ρήγας, Κάλβος, Βιζυηνός, Παλαμάς, Καβάφης, Καρυωτάκης), βάζοντάς τους να «αποκαλύπτουν» απρόσμενες πλευρές τους.
Ο Δεσποτίδης και η γέννηση του «Ζ»

Στο κείμενο «Δ. Δεσποτίδης. Οι τέσσερεις εποχές μιας φιλίας» (πρωτοδημοσιευμένο στη «Λέξη» το 1995) περιγράφει γλαφυρά την πνευματικά ερωτική σχέση του με τον θρυλικό αριστερό εκδότη Μίμη Δεσποτίδη, σχέση που οδήγησε και στη συγγραφή του «Ζ». «Κάθε συγγραφέας άξιος του ονόματος δεν είναι παρά το φερέφωνο εκείνου που αγαπάει, κι εγώ τον Δημήτρη Δεσποτίδη τον αγαπούσα, χωρίς να τον κρίνω, γι’ αυτό και υπάκουα, κι εκτελούσα τις επιθυμίες του σαν να ήταν εντολές» λέει εκεί. «Τη μέρα που σκοτώνεται στη Θεσσαλονίκη ο Λαμπράκης, τον συναντώ έξω από του Φλόκα. «Τι κάνεις εδώ;» με ρωτάει αυστηρά. «Τρέχα πάνω στη Θεσσαλονίκη»».

Στο μεταξύ ο δημοσιογράφος Κώστας Κουλουφάκος συνέλεγε δηλώσεις διανοουμένων. «Με παρακαλεί να μεσολαβήσω για να κάνει κι ο Ελύτης μια δήλωση. Εκείνη τη στιγμή ο Ελύτης μπαίνει στου Φλόκα. Μόλις αρνήθηκε στο Μπραζίλιαν να κάνει δήλωση στον Κουλουφάκο. «Ασ’ το σε μένα» του λέω. «Εσύ εξαφανίσου να μη σε δει» (…). «Οδυσσέα», του λέω, «πρέπει να πεις κάτι για το έγκλημα. Δεν γίνεται. Πρέπει». «Μα οι δηλώσεις, ξέρεις, δεν με εκφράζουν». «Τώρα όμως δεν γίνεται να αρνηθείς. Θα σημαίνει λιποταξία». Πιάνει τον στυλογράφο. Το χέρι του σα να τρέμει. Η φράση δεν βγαίνει. Και τότε μου έρχεται στο νου ένας στίχος του, για κάποιον βράχο καλόγερο που αντιστέκεται στο κύμα, κ.τ.λ., του τον λέω, χαλαρώνει και προσυπογράφει, αντί δηλώσεως, τον στίχο του για την εφημερίδα.

(…) Ο Δημήτρης Δεσποτίδης μου φέρνει τέσσερα δέματα ανακριτικού υλικού για την υπόθεση Λαμπράκη. Εγώ όμως, σαν τον Ελύτη, με το χέρι μου να τρέμει, δεν μπορώ να γράψω λέξη. Τότε κάθομαι και γράφω το «Ημερολόγιο του Ζ», ένα αφήγημα για το πώς δεν μπορώ να γράψω το βιβλίο. Εκεί μέσα ο Δημήτρης πρωταγωνιστεί με το ψευδώνυμο Ηρακλής. Εχοντας γράψει πως δεν μπορώ να γράψω, ελεύθερος πια, η πρώτη φράση μου έρχεται σαν επιφοίτηση (…). Σε δυο μήνες το βιβλίο ήταν τελειωμένο και περίμενα τον Δημήτρη να επιστρέψει από τα αιώνια ταξίδια του στις ανατολικές χώρες για να του το διαβάσω».

Βασίλης Βασιλικός

Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων

Ανθολόγηση-εισαγωγή

Θ. Αγάθος,Α. Σαΐνης

Εκδ. Gutenberg, 2014, Σελ. 368

Τιμή: 19 ευρώ