«Κι εμείς τώρα εδώ καθόμαστε σαν ναυαγοί που πιάστηκαν από ένα κούτσουρο στον ωκεανό, αντί για ξύλο μέταλλο κι αντί για νερό τσιμέντο, να περάσουμε ακόμη έναν δρόμο, να πατήσουμε ακόμη μια διάβαση, να εκνευρίσουμε ακόμη έναν οδηγό (…)».

Το ατόφιο ποιητικό στοιχείο, έτσι όπως μάλιστα το βρίσκει στην περιγραφή της μεγαλούπολης, δεν λείπει ούτε από το δεύτερο, μη ποιητικό βιβλίο του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Το πρώτο του, η ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» (εκδ. Πολύτροπον), έλαβε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013.

Ωστόσο δεν μένει στο ποιητικό στοιχείο. Και με το δεύτερο έργο του, μυθιστόρημα αυτή τη φορά, δείχνει σημάδια ενός έτοιμου συγγραφέα, επιβεβαιώνοντας την οξυδέρκεια της επιλογής της κριτικής επιτροπής.

Η περίπτωση του Γκέζου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από ποικίλες απόψεις. Μόλις 26 ετών, γεννημένος στη Χειμάρρα (ή Χιμάρα) το 1988, ήρθε δύο ετών στην Ελλάδα από την Αλβανία. Μεγάλωσε και ζει στη Σκάλα της Λακωνίας, έζησε και μερικά χρόνια στην Αθήνα σπουδάζοντας στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο (είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών).

Κάποιος που του αρέσουν οι ετικέτες θα μπορούσε να τον εντάξει στη μικρή ομάδα της ελληνόγλωσσης λογοτεχνίας που προέρχεται από την Αλβανία και που περιλαμβάνει και ελληνικής καταγωγής συγγραφείς (λ.χ. Τηλέμαχος Κώτσιας) και –πιο σπάνια –Αλβανούς που υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα από επιλογή (τέτοια είναι η περίπτωση του Γκαζμέντ Καπλάνι). Βέβαια ο Γκέζος διαφέρει γιατί σχεδόν γεννήθηκε στην Ελλάδα, ενώ λ.χ. ο Κώτσιας ήρθε στην Ελλάδα περίπου σαραντάρης.

Το ηπειρώτικο ιδίωμα

Αλλος θα σκεφτόταν να τον εντάξει στην παράδοση της ηπειρώτικης λογοτεχνίας και υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις γι’ αυτό, έστω και αν στην πραγματικότητα ο Γκέζος δεν έζησε στην Ηπειρο. Η πιο χτυπητή είναι η γνώση του ιδιώματος. Κάνει χρήση της σε όχι παραπάνω από 5-6 σελίδες του βιβλίου, αυτές όμως μοιάζουν να ξεπηδούν από τις σελίδες βιβλίων του Σωτήρη Δημητρίου όταν αναπλάθει τη γλώσσα της μάνας του.

Ωστόσο ο Γκέζος δεν φαίνεται, προς το παρόν, να διεκδικεί θέση σε τέτοιες σχηματικές κατηγοριοποιήσεις. Θέλει να μιλήσει ως άνθρωπος της γενιάς του, σαν οποιοσδήποτε άλλος νέος έλληνας πεζογράφος, χρησιμοποιώντας ωστόσο ως διαβατήριο εισόδου στον κόσμο της λογοτεχνίας τη διπλή του ταυτότητα. Την ταυτότητα ενός μετανάστη δεύτερης γενιάς που, παρ’ όλη την ελληνική καταγωγή, φέρει όλο το οικογενειακό βάρος της αλλαγής περιβάλλοντος και των κακών συνθηκών υποδοχής στη «μητέρα πατρίδα».

Θέλει να μιλήσει για τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε και ζει, τη σύγχρονη Ελλάδα, κυρίως τη σύγχρονη αστική ζωή με τα ηθικά και υπαρξιακά της αδιέξοδα, διαθέτοντας ένα έντονο κριτικό βλέμμα, χωρίς όμως να την απορρίπτει οριστικά, όπως ενδεχομένως έχει κάνει ο Δημητρίου, προκρίνοντας συνειδητά και αμετάκλητα τις αξίες της ζωής εκτός άστεως.

Ενας μονόλογος

Το μυθιστόρημά του με τον ωραίο τίτλο «Η λάσπη» είναι σχεδόν ένας μονόλογος διακοσίων σελίδων. Ο αφηγητής, ένας 28χρονος σαν τον ίδιο τον Γκέζο, γεννημένος σε χωριό της Νότιας Αλβανίας ονόματι Δρεπένι και εγκατεστημένος στην Ελλάδα πριν από τα πέντε του, εκκολαπτόμενος συγγραφέας, με δύο επίσης μικρά ονόματα, Αλέξανδρος και Σάντο, φέρεται να βρίσκεται στο ενδιάμεσο διάστημα δύο αποτρόπαιων πράξεων: αφήνει να εννοηθεί ότι έχει σκοτώσει τον πατέρα του (με μαχαίρι) και αφού έλειψε έναν χρόνο εγκαταλείποντας χωρίς προειδοποίηση μάνα, αδελφή και φιλενάδα, επανεμφανίζεται στην Αθήνα δύο μέρες πριν από τα γενέθλιά του. Κουβαλά όπλο και σκοπός του είναι, την ημέρα των γενεθλίων του, να αυτοκτονήσει θεαματικά μπροστά στη μητέρα και την αδελφή του.

Σε συμβολικό επίπεδο, οι δύο θάνατοι –ένας τετελεσμένος και ένας πιθανολογούμενος –λειτουργούν ως απεικόνιση ενοχών και ενός διπλού εγωισμού: η πατροκτονία σημαίνει καταδίκη εκείνου που έφερε τη βίαιη αποκοπή από τις ρίζες και ταυτόχρονα απόφαση για εξίσου βίαιη και οριστική αποκοπή από αυτές. Οσο για την αυτοκτονία, αυτή δεν αποτελεί παρά παραδοχή της αποτυχίας της πατροκτονίας να φέρει άρση της διπλής ταυτότητας και ψυχική γαλήνη και ταυτόχρονα αποτελεί μετάθεση της ευθύνης στις δύο γυναίκες του σπιτιού –τη μάνα και τη μεγάλη αδελφή –που δεν κατάφεραν ούτε αυτές (παρά τη μεγαλύτερη συναισθηματική τους σταθερότητα) να άρουν τις ανισορροπίες, οικογενειακές και κοινωνικές.

Τα δίπολα

Πατροκτονία – αυτοκτονία, καταναλωτισμός – νόημα

Εχει ειπωθεί ότι ο λόγος του Γκέζου είναι παραληρηματικός. Δεν είναι αυτό όμως ιδιαίτερα ακριβές. Πράγματι πρόκειται για λόγο χειμαρρώδη, μακροπερίοδο, που ενσωματώνει πράξεις, διαλόγους και εσωτερικές σκέψεις σε ενιαίο λόγο, αυτό όμως δίνει απλώς μια επίφαση συναισθηματικής αστάθειας, αποδίδει ένα κλίμα που ο ίδιος ο συγγραφέας θέλει να δημιουργήσει. Κατά τα άλλα, δεν είναι καθόλου παραληρηματικός. Αντίθετα, ενσωματώνει με ενάργεια ένα σύνολο παρατηρήσεων για την κοινωνία στην οποία έχει μεγαλώσει. Οι παρατηρήσεις αυτές, τις περισσότερες φορές καίριες, επίσης σαρκαστικές και αυτοσαρκαστικές, συγκροτούν ένα ολόκληρο σύμπαν και είναι στην πραγματικότητα το αληθινό θέμα του βιβλίου. Ο καταναλωτισμός, η αηδία που προκαλεί ο άνθρωπος που απλώς καταβροχθίζει και χωνεύει τροφές (αυτό σχεδόν εμμονικά) για να καλύψει τα κενά του, η μιζέρια της καφετέριας, η υποκριτική ψύχωση με το χωριό (όλα είναι καλύτερα στο χωριό), η αυταπάτη του ήλιου που προσφέρει στους Ελληνες ψευδαίσθηση ανωτερότητας και τους απαλλάσσει από ευθύνες, η αγωνία της ομορφιάς, αλλά και οι αυτοκτονίες της εποχής της κρίσης που στα μάτια τού αφηγητή ευτελίζουν τη δική του σχεδιαζόμενη αυτοκτονία που θέλει να έχει το κύρος, την ευγένεια και τη θεαματικότητα αυτοκτονιών λογοτεχνών που «έχουν αληθινό δαίμονα στο κεφάλι» (και όχι αυτών που στερήθηκαν την κατανάλωση) όπως ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Περικλής Γιαννόπουλος.

Αυτά τα δίπολα (πατροκτονία – αυτοκτονία, καταναλωτισμός – αναζήτηση νοήματος) έχουν εν τέλει ως κοινό παρονομαστή τον τίτλο του βιβλίου. Τη λάσπη που ενυπάρχει και στον ψυχισμό και στο εξωτερικό περιβάλλον του πρωταγωνιστή και που ο ίδιος επιθυμεί να την ανακατέψει μέχρι θανάτου.

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Η λάσπη

Εκδ. Μελάνι 2015, σελ. 208

Τιμή: 15 ευρώ