Κάπως αναπάντεχα, η πληρέστερη μέχρι στιγμής λογοτεχνική πραγμάτευση του θέματος της ελληνικής κρίσης ήρθε από ένα σχετικά μικρό road novel («μυθιστόρημα ασφάλτου» θα απέδιδα δοκιμαστικά το είδος που εγκαινίασε ο Κέρουακ με το «Στον δρόμο»). Το «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία» του Μιχάλη Μοδινού (Εστία) αφηγείται μια μοναχική νυχτερινή διαδρομή από την Αθήνα ώς την Κόρινθο, σε ένα ταξίδι με το οποίο ο πρωταγωνιστής και αφηγητής έχει αποφασίσει να κλείσει τη ζωή του. Βρισκόμαστε στο πολύ προσεχές μέλλον και η καταστροφή έχει ολοκληρωθεί με νομοτελειακή συνέπεια. Σε κάθε σταθμό του ταξιδιού προβάλλει και μια διαφορετική όψη της (οικονομική και περιβαλλοντική ερήμωση, διάλυση του κοινωνικού ιστού, κανιβαλική βία από ανθρώπινα απόβλητα κ.λπ.). Ο επίδοξος αυτόχειρας στοχάζεται πάνω στα απώτερα αίτια αυτού που βλέπει και βιώνει, παράλληλα ανακαλεί τη ναυαγισμένη οικογενειακή ζωή του, που οι ρίζες της αποτυχίας της συμπλέκονται με τις ρίζες της αποτυχίας της χώρας.

Εξαιρετικό το εύρημα του Μοδινού: συμπυκνώνει σε μια ολιγόωρη διαδρομή μέσα από έναν συγκεκριμένο και γνώριμο γεωγραφικό χώρο σχεδόν ολόκληρη την προβληματική της κρίσης (όπως δεν μας απασχόλησε όλα αυτά χρόνια). Η επιλογή της νύχτας, εκτός από τη συμβολική λειτουργία της, κάνει ακόμη υποβλητικότερες τις ζοφερές εικόνες και σκηνές που περιγράφονται. Αλλά, παρά το καταθλιπτικό θέμα του, το μυθιστόρημα του Μοδινού δεν είναι καθόλου καταθλιπτικό! Και όχι μόνο επειδή έχει «χάπι εντ». Το δροσίζει ο άνεμος της γρήγορης κίνησης του αυτοκινήτου, το αρταίνουν το χιούμορ και η ειρωνεία του, το αρωματίζουν τα τραγούδια που ακούει ο πρωταγωνιστής μέσα στη νύχτα από έναν ραδιοφωνικό σταθμό. Το «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία» είναι από τις ευτυχέστερες στιγμές στην ελληνική λογοτεχνία όπου η μυθοπλασία συναντάει το δοκίμιο, η πραγματολογία τον λυρισμό.

Καλογραμμένη και γλαφυρή η «Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας» του Βρετανού Τζον Σάδερλαντ (Πατάκης). Αλλά εγώ μελαγχόλησα διαβάζοντάς τη. Είδα τη σημερινή ηγεμονία της αγγλοσαξονικής γλώσσας και λογοτεχνίας να προβάλλεται στο παρελθόν και να το ξαναγράφει. Ο συγγραφέας πιστεύει ειλικρινά (αυτό είναι το χειρότερο) ότι αφηγείται την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αλλά στην αφήγησή του κυριαρχεί απόλυτα η αγγλόγλωσση λογοτεχνία, με κάποιους ρόλους κομπάρσου για άλλες. Ξεχωριστά κεφάλαια για τον Τσόσερ, τη Βίβλο του βασιλιά Ιακώβου, τον δρα Τζόνσον ή τον Τένισον (και, πιο εύλογα, για άλλους άγγλους δημιουργούς), αλλά τηλεγραφικές αναφορές π. χ. στον Δάντη, τον Θερβάντες, τον Ραμπελέ και (σκανδαλώδες!) en passant μνεία ονομάτων όπως Γκαίτε, Μπαλζάκ, Ντοστογέφκσι, Τολστόι, Τόμας Μαν. Ανύπαρκτη η γερμανόγλωσση λογοτεχνία (με εξαίρεση τον Κάφκα), το ίδιο η ρωσική, η γαλλική μοιάζει σαν υποσημείωση στην αγγλική, για να μη μιλήσουμε για μικρότερες γλώσσες. Το βιβλίο μεταφράζεται ήδη σε πολλές από αυτές. Μάλλον για να τις πείσει ότι δεν έχουν λόγο ύπαρξης.