Αξίζει μια στάση στην τελευταία φράση της, στο οπισθόφυλλο της ποιητικής της συλλογής «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» (εκδ. Καστανιώτη): «Αυτό το βιβλίο το χαρίζω σε όποιον αγωνίζεται ακόμη γιατί «La Vita e bella»». Για να καταφέρει να λέει συνειδητά στα 47 της χρόνια η Μυρτώ Τάσιου πως όντως «Η ζωή είναι ωραία» χρειάστηκε να παλέψει πολύ σκληρά με τις αναμνήσεις και το παρελθόν της. Και φυσικά με ό,τι αυτά περιλαμβάνουν: ναρκωτικά, χωρισμένους γονείς, θανάτους, απόρριψη, ενοχές, φυγή στο εξωτερικό για μια νέα αρχή.

Τα 31 ποιήματα της πρώτης συλλογής που υπογράφει η κόρη της ηθοποιού και «οργισμένης ποιήτριας των Εξαρχείων» Κατερίνας Γώγου και του κινηματογραφιστή Παύλου Τάσιου είναι «η έκφραση των συναισθημάτων της για την απώλεια της Κατερίνας» όπως εξηγεί η ίδια από την Ιταλία, λίγο έξω από το Λέτσε, όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία 20 χρόνια. Σε καθένα από αυτά η Κατερίνα (έτσι αποκαλεί στην κουβέντα μας τη μητέρα της) είναι παρούσα μέσα από σύντομες ιστορίες και φράσεις που μαρτυρούν τη σχέση των δύο γυναικών. Μια σχέση «σαν ομφάλιος λώρος», εξηγεί η ίδια, γεμάτη πληγές, ουσίες («και αφού καπνίζαμε κάνα τσιγάρο «γιατρικό», την έβλεπα, άλλαζε χιλιάδες πρόσωπα μια ομορφιά χωρίς φύλο, χωρίς ηλικία»), αλλά και αγάπη («Ανοίγω τα μάτια μου και είσαι εσύ που ξέρεις να αγαπάς, ξέρεις να περιμένεις να ξυπνήσω και να μου πεις: «Καλημέρα, πριγκίπισσα»»).

Οι διορθώσεις

Τέσσερα από αυτά («Δοκιμή για τραγούδι, Κατερίνα και Μυρτώ», «Μεσκαλίνα», «Στη χώρα των Θαυμάτων», «Κομμάτια από το βιογραφικό μου») τα έγραψε όσο ακόμη η Κατερίνα ζούσε. «Εγώ έγραφα και εκείνη έκανε τις διορθώσεις. Οταν, πάλι, έγραφε εκείνη τα ποιήματά της ήμουν εγώ η επιμελήτρια. Σε κάθε περίπτωση εγώ ήμουν πάντα ο πρώτος αναγνώστης της, αυτός που θα της έλεγε το τελικό «ναι» ή το τελικό «οχι»». Αν και λιγότερο «οργισμένη» ποιητικά από τη μητέρα της, η Μυρτώ είναι εξίσου αυτοαναφορική, εξομολογητική και ειλικρινής στη γραφή της.

Δεν κρύβεται. Μέσα από τα ποιήματα προσπαθεί να ξορκίσει τις ενοχές της. Ενοχές που, αν και παιδί, φορτώθηκε στις πλάτες της για την απώλεια της μητέρας της από τα ναρκωτικά. «Οσο ήμουν εγώ κοντά της την είχα υπό έλεγχο με κάποιον τρόπο. Χανόταν, έβρισκε διάφορους τύπους, έμπλεκε εδώ και εκεί, εγώ όμως νιώθω ενοχές που δεν κατάφερα να τη βγάλω από αυτόν τον κύκλο». Η ίδια, βέβαια, δεν ήταν η αιτία που η Γώγου έμπλεξε με τις ουσίες. «Ξέρεις, είναι αλληλένδετη αυτή η ιστορία. Εκείνη έμπλεξε εμένα και εγώ εκείνη. Το έδαφος όμως ήταν ήδη κατάλληλο για να κυλήσω. Ενα σωρό κόσμος ερχόταν στο σπίτι μας και έκανε τραγούδια, ζωγράφιζε, κάπνιζε τσιγάρα. Ηταν ένα περιβάλλον όπου οι ουσίες μπήκαν πολύ εύκολα. Δεν υπήρχαν σταθερές αρχές. Ηταν όλα ρευστά».

Τα μούσια του Ασιμου

Ο Νικόλας Ασιμος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Ψωμόπουλος και πολλοί ακόμη καλλιτέχνες είχαν μετατρέψει το σπίτι τής Γώγου σε στέκι. Με μουσικές, γέλια και έντονες πολιτικές ανησυχίες. «Εκαναν πολλή παρέα όλοι αυτοί με την Κατερίνα» εξηγεί η Μυρτώ. Και θυμάται ακόμη τον φόβο που ως παιδί ένιωθε κάθε φορά που συναντούσε τους φίλους της μητέρας της. «Κάθε φορά που ο Ασημος ερχόταν σπίτι, κρυβόμουν στο δωμάτιό μου. Τα μούσια του με φόβιζαν. Εκείνη την εποχή, όμως, την εποχή της ΟΚΔΕ όλοι είχαν μακριά μαλλιά, μουστάκια και γένια. Κρυβόμουν στο δωμάτιό μου και αναρωτιόμουν «Ποιοι είναι όλοι αυτοί και τι θέλουν από τη μητέρα μου;»».

Εναν χρόνο προτού πεθάνει η Γώγου από κοκτέιλ χαπιών και αλκοόλ, το 1992, η Μυρτώ τη θυμάται σε κακή κατάσταση. «Ηθελε να πεθάνει, το κυνηγούσε» εξηγεί σήμερα και φέρνει στον νου της τα λόγια της μητέρας της. «Μου έλεγε: «Είσαι μικρή, πρέπει να ζήσεις. Εγώ έγραψα ένα βιβλίο, φύτεψα ένα δέντρο και έκανα ένα παιδί. Ο κύκλος μου έκλεισε. Τώρα είσαι εσύ»». Μπλεγμένη με τα ναρκωτικά για πάνω από 20 χρόνια, η Γώγου στα τελευταία της «είχε βρει έναν φίλο και τρέχανε μαζί στις Ομόνοιες μέσα στη νύχτα». Τα χρόνια εκείνα η Μυρτώ δεν έμενε στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα της. Ούτε όμως και με τον πατέρα της που, όπως χαρακτηριστικά λέει, «ερχόταν όποτε του κάπνιζε και έφευγε». «Μου έλειψε πολύ ο πατέρας μου. Η Κατερίνα μού έλεγε να τον αγαπώ αλλά αυτός δεν ήθελε να έχει επαφές μαζί της και κατ’ επέκταση μαζί μου. Αργησε να ασχοληθεί μαζί μου. Οταν πέθανε η Κατερίνα ξαφνικά μου είπε «μην ανησυχείς, είμαι και εγώ κοντά σου». Αποδέχθηκε όλα του τα λάθη και μου ζήτησε συγγνώμη που δεν ήταν καλός πατέρας».

Η λύτρωση

Ο θάνατος της μητέρας της παραδέχεται πως λειτούργησε λυτρωτικά για την ίδια. Οσο σκληρό και να ακούγεται στους απέξω, σε όσους δεν έζησαν από κοντά αυτή την ιστορία αυτοκαταστροφής. «Εκτοτε ξεκίνησα μια άλλη ζωή. Σε κοινότητα απεξάρτησης στο Παλέρμο βρέθηκα με παρότρυνση του πατέρα μου. Σκέφτηκα πως χειρότερα δεν μπορούσα να γίνω. Ηθελα να σώσω ό,τι απέμεινε. Αν και τα χρόνια στην κοινότητα ήταν σκληρά, εγώ τα κατάφερα. Στις 5.30 το πρωί κάναμε διαλογισμό και μετά τρέχαμε όλη τη μέρα για να απασχολούμε το μυαλό μας, να μη σκεφτόμαστε κανέναν και τίποτα. Εγώ δεν μιλούσα ούτε ιταλικά καλά καλά. Ζορίστηκα, ζορίστηκα αρκετά, αλλά τα κατάφερα. Ο τότε σύντροφός μου –τον είχα πάρει μαζί μου στην κοινότητα –την κοπάνησε, πήγε σε ένα ξενοδοχείο, ήπιε και έπεσε από το μπαλκόνι. Εγώ δεν έφυγα. Ηθελα πολύ να ζήσω».

Με τον κινηματογράφο, ως παιδί καλλιτεχνών μπροστά και πίσω από τις κάμερες, δεν είχε καμία επαφή. Ο πατέρας της άλλωστε δεν της επέτρεψε ποτέ να δοκιμαστεί. «Αν και απών –τον έβλεπα μία φορά στους τρεις μήνες –με έναν δικό του ιδιαίτερο τρόπο με προστάτευε από τις κακοτοπιές» εξηγεί η Μυρτώ. «Η μητέρα μου βέβαια ήθελε να μπω στον χώρο του κινηματογράφου. Ο πατέρας μου έλεγε όμως να με αφήσει ήσυχη, πως εγώ ήμουν για να ζωγραφίζω. Δεν ήθελε να με μπλέξει με τα κινηματογραφικά. Ηταν βρωμιάρηδες όλοι αυτοί του χώρου. Δεν ήθελε να μπλεχτώ με τα πουταναριά που παρακαλούσαν για ένα ρολάκι. Το περίεργο ήταν πως, παρά τις διαφωνίες τους, οι γονείς μου ήταν πολύ καλοί συνεργάτες». Στη ζωή όμως δεν τα βρήκαν, της λέω. «Ηταν νάρκισσοι. Και οι δύο. Με τη δουλειά και τον εαυτό τους».

Κληρονομιά

Ετοιμάζει τη βιογραφία της μητέρας της

Στην Ελλάδα δεν έχει ξανάρθει μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 2011. «Δεν έχω λόγο να έρθω» λέει. Δεν σου λείπει καθόλου; «Μου λείπει αλλά φοβάμαι τα συναισθήματα. Ο,τι άφησα πίσω μου είναι όλα κατεστραμμένα».

Στα 47 της, με έναν σύντροφο στο πλευρό της που, όπως λέει, τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της και δύο αγαπημένες γάτες, τον Νανί και τον Φουτούρο, παραδέχεται με ειλικρίνεια πως όσα έχει ζήσει, όσο τραυματικά και να ήταν, όσο και να τη στιγμάτισαν, δεν θέλει να τα τινάξει από πάνω της.

Σύντομα μάλιστα θα μιλήσει εκτενώς γι’ αυτά στη βιογραφία της μητέρας της και τη δική της που θα εκδώσει. «Μου αρέσει να τα κουβαλάω όλα αυτά. Είναι η κληρονομιά που μου άφησαν οι γονείς μου. Οπως γράφω και στο βιβλίο «κουβαλάω τον σταυρό της μητέρας μου και του πατέρα μου χωρίς να πονάω». Πόνεσα πολύ στη ζωή μου. Οχι πια όμως. Γι’ αυτό μπορώ πλέον να μιλάω για αυτά. Απελευθερώθηκα».

«Τα έβαλα όλα ένα ένα σε τάξη»

Για χρόνια η Μυρτώ Τάσιου ήταν θυμωμένη με τη ζωή της. Οταν όμως πέθαναν η Κατερίνα της, ο τότε σύντροφός της, οι αγαπημένες της γιαγιάδες –Ελλη και Γιούλα –που τη μεγάλωσαν, «όταν άρχισε να χάνει τον έναν μετά τον άλλον», όπως χαρακτηριστικά λέει, πήρε κουράγιο και αποφάσισε πως δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. «Ηθελα να θεραπευτώ και να ζωγραφίζω όπως όταν ήμουν παιδί. Οταν έγινα καλά τα έβαλα όλα ένα ένα σε τάξη. Πλέον στην Ιταλία ζωγραφίζω βυζαντινές εικόνες και τοιχογραφίες και συνεργάζομαι με τον σύζυγό μου τον Φραντζέσκο που είναι συντηρητής έργων τέχνης. Δεν είμαι πλούσια, ζω όμως από αυτό».

Μυρτώ Τάσιου

Η Αλίκη

δεν μένει πια εδώ

Εκδ: Καστανιώτη, 2014, Σελ: 48

Τιμή: 7,50 ευρώ