Ηταν μέρες του Οκτωβρίου του 1961. Ελάχιστες εβδομάδες πριν από τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου, που έμειναν στην Ιστορία ως «εκλογές βίας και νοθείας», και συγκεκριμένα στις 9 Οκτωβρίου ο Γιάννης Μαρής άρχισε να δημοσιεύει ένα νέο αστυνομικό μυθιστόρημα (με τίτλο «Η τελευταία νύχτα») στην εφημερίδα «Απογευματινή», του οποίου η παύλα θα μπει τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.

Εκείνες τις μέρες της προεκλογικής εκστρατείας στις άλλες σελίδες της «Απογευματινής» μπορούσε κανείς να δει διαφόρων τόνων συνθήματα –ένα από τα πιο ήπια ήταν: «Η ΕΔΑ σημαίνει τυραννία, το Κέντρο ακυβερνησία, όσοι θέλουν ησυχία, σταθερότητα και πρόοδο ψηφίζουν Καραμανλή». Και ένας από τους πιο συχνά διαφημιζομένους ήταν ο υποψήφιος της ΕΡΕ στη Β’ Αθηνών Οθων Λέφας – Τετενές.

Στρατός και Αστυνομία ασκούσαν πιέσεις στο εκλογικό σώμα, διέλυαν προεκλογικές συγκεντρώσεις και δημιουργούσαν κλίμα τρόμου. Δεν έλειψαν ούτε και οι δολοφονίες.

Ωστόσο ο Μαρής δεν ασχολιόταν στα μυθιστορήματά του με όλα αυτά. Βρισκόταν σε κατάσταση συγγραφικού πυρετού. Εγραφε και δημοσίευε συνεχώς. Ακόμη και ανήμερα εκείνων των εκλογών, στις 29 Οκτωβρίου 1961, δημοσίευσε στο περιοδικό «Πρώτο» ένα «νέο αστυνομικό – αισθηματικό μυθιστόρημα» με τίτλο «Τα φώτα της νύχτας».

Ανακύκλωση

Οπως γράφει ο μελετητής του, συγγραφέας, κινηματογραφιστής και μεταφραστής Ανδρέας Αποστολίδης στην εισαγωγή της «Τελευταίας νύχτας», «κατά την περίοδο 1960-1962 ο Μαρής γράφει μανιωδώς, ενώ επαναδημοσιεύει ιστορίες του αλλάζοντας τα ονόματα των ηρώων του και ανακυκλώνει τμήματα από τις πλοκές του». Ο Βασίλης Βασιλικός πάλι στο άρθρο του «Δέκα συνιστώσες στο έργο του Γιάννη Μαρή», που συνοδεύει την έκδοση, λέει ως προς την πολιτική και τον Μαρή, για την προνομιακή σχέση του με τα κατοχικά χρόνια και αντίστοιχα για τη μηδαμινή αναφορά του στην επικαιρότητα: «Αμαρτίες γονέων επί γερμανο-ιταλικής κατοχής παιδεύουσι τέκνα τις επόμενες δεκαετίες. Δωσίλογοι, γερμανοτσολιάδες που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, εξακολουθούν να συνεργάζονται με μεταλλαγμένους «ναζιστές» από άλλες χώρες και ηπείρους, ψάχνοντας ακόμα για «κρυμμένους θησαυρούς» εξοντωθέντων από τους ίδιους Ελληνοεβραίων.

Στη συνιστώσα αυτή θα σταθώ λίγο περισσότερο για να εξηγήσω πώς αυτό τον «βολεύει» σαν συγγραφέα με αριστερή προέλευση, που δεν ασχολείται με το τραγικό παρόν της εποχής του (Εμφύλιος, κυνήγι ανελέητο αριστερών, εξορίες, αποστασίες, χούντα), αλλά βρίσκει στην περίοδο της Κατοχής τη δεξαμενή απ’ όπου αντλεί το απαραίτητο βάθος πεδίου που πρέπει να έχει ένα καλό μυθιστόρημα. Ολοι οι «κακοί» στα βιβλία του υπήρξαν κάποτε δωσίλογοι, μεταμφιεσμένοι σε «έντιμους» μετακατοχικούς πολίτες. Τέτοιο κόλαφο κατά του δωσιλογισμού στην Ελλάδα δεν συνάντησα σε άλλον έλληνα συγγραφέα, ούτε στους ακραίους της Αριστεράς».

Η «Τελευταία νύχτα» δεν είχε βγει ποτέ σε βιβλίο. Η Αγρα την ανέσυρε από τις σελίδες της «Απογευματινής» και από τη λήθη και την εξέδωσε επιμελημένα, κρατώντας την εικονογράφηση του Μ. Γάλλια για την εφημερίδα αλλά και κάποια μικρολάθη ή μικρές προχειρότητες της αρχικής εκδοχής. Η ταχύτητα της συγγραφής αλλά και η αποσπασματική δημοσίευση οδηγούσαν αναπόφευκτα σε λάθη. Διορθώθηκαν μόνο κάποια πολύ χτυπητά, όπως η αλλαγή ονομάτων, καθώς ο Μαρής καμιά φορά ξεχνούσε πώς είχε ονομάσει λ.χ. έναν λαθρέμπορο και τον εμφάνιζε μετά με άλλο όνομα μπερδεύοντας τους αναγνώστες. Δεν διορθώθηκε όμως λ.χ. άλλο πραγματολογικό λάθος, όπου ο Μπέκας τη μία φορά αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους συναδέλφους του στα κεντρικά γιατί το αυτοκίνητο που έχει πάρει δεν διαθέτει ασύρματο, μια δεύτερη φορά όμως, στην επόμενη σκηνή και με το ίδιο αυτοκίνητο, επικοινωνεί κανονικά.

Κατά τα άλλα, είναι ένας τυπικός Μαρής, με όλες του τις αρετές και τις ελλείψεις. Η πλοκή τρέχει, αρπάζει τον αναγνώστη από το μανίκι και τον κρατάει μέχρι τέλους. Από την άλλη, για οικονομία χώρου και χρόνου, ο συγγραφέας αποφεύγει τις πολλές περιγραφές που, παρ’ όλα αυτά, καμιά φορά είναι χρήσιμες. Ετσι, ενώ περιγράφει στοιχειωδώς τα διάφορα σπίτια στα οποία εκτυλίσσεται η δράση (σε Κολωνάκι, Πατήσια, Πειραιά κ.α.), σπάνια δίνει περιγραφές της γειτονιάς ή της περιοχής. Τα πρόσωπα, ενώ ανήκουν σε ποικίλους κοινωνικά χώρους (πλούσιοι κύριοι και κυρίες, υπόκοσμος με μπράβους του λιμανιού, καμπαρετζούδες, φτωχές καθαρίστριες, απατεώνες της «καλής κοινωνίας», έμποροι ναρκωτικών), σπάνια περιγράφονται αναλυτικά και το κείμενο μένει σε γενικές περιγραφές (ωραία γυναίκα, μεγαλόσωμος με όψη παλαιστή). Κάτι που δίνει έναν τόνο κλισέ στα πρόσωπα αυτά. Από την άλλη μεριά, ο Μαρής ενδιαφέρεται πολύ για τις σκέψεις και τα κίνητρα των πρωταγωνιστών, χωρίς και πάλι να επεκτείνεται υπερβολικά για να μη χαλάσει τον γρήγορο ρυθμό της αφήγησης. Ετσι όμως αποκτά κανείς μια αρκετά καλή εικόνα του τύπου του προσώπου, με τα υπόλοιπα να αφήνονται στη δικαιοδοσία της φαντασίας του αναγνώστη.

Η υπόθεση έχει να κάνει αρχικά με έναν εκβιασμό. Η Αννα, παντρεμένη πρόσφατα με πολύ ευκατάστατο γιατρό, αρκετά μεγαλύτερό της, πέφτει θύμα του εκβιασμού ενός ζιγκολό που έχει τη δυνατότητα να τινάξει τον γάμο της στον αέρα. Ο ζιγκολό βρίσκεται νεκρός, η Αννα είναι ύποπτη, αλλά ο σύζυγός της προλαβαίνει και ομολογεί ότι είναι εκείνος ο δολοφόνος. Την ιστορία αφηγείται ένας παλιός φίλος της Αννας, ερωτευμένος μαζί της, ο οποίος προσπαθεί άδολα να βοηθήσει και εκείνη και τον σύζυγό της. Αρχίζει και σκαλίζει την υπόθεση και σιγά σιγά βρίσκεται στο κατόπι μιας σπείρας εμπόρων ναρκωτικών. Εκεί πια αναλαμβάνει ο αστυνόμος Μπέκας, εμβληματική φυσιογνωμία των βιβλίων του Μαρή, που όμως εδώ εμφανίζεται μετά τα δύο τρίτα του βιβλίου. Η πλοκή εξελίσσεται γραμμικά και ο αναγνώστης ξέρει περίπου όσα και ο αφηγητής σε κάθε του βήμα. Από την εμφάνιση του Μπέκα και μετά αυτό αλλάζει, χωρίς να χάνεται ο ρυθμός. Οι ανατροπές είναι αρκετές και ευφυείς, ενώ από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνει κάθε καρυδιάς καρύδι. Στο τέλος υπάρχει χαπιέντ και, όπως λέει και ο Βασίλης Βασιλικός, ο αναγνώστης του Μαρή «γλυκαμένος αναζητά ένα άλλο μυθιστόρημά του να διαβάσει».

Γιάννης Μαρής

Η τελευταία νύχτα

Εισαγωγή: Ανδρέας Αποστολίδης

Εικονογράφηση: Μ. Γάλλιας

Εκδ. Αγρα, 2014, Σελ. 310,

Τιμή: 12,50 ευρώ