Το ελληνικό τοπίο κάτω από τις ακτίνες Χ μιας ιστορικής και θεωρητικής εξέτασης. Το επιχειρεί η μελέτη του Ηρακλή Παπαϊωάννου, επιμελητή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, υποστηρίζοντας ότι οι φωτογραφίες του ελληνικού φυσικού και πολιτισμικού τοπίου από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού εξυπηρέτησαν τον μηχανισμό κατασκευής του εθνικού φαντασιακού της χώρας στο πλαίσιο μιας επίσημης φωτογραφίας. Ενώ η ανεπίσημη φωτογραφία πρόβαλλε τις αντιθέσεις μεταξύ σκληρής ζωής στην ύπαιθρο και προβεβλημένης γραφικότητας του ελληνικού ηλιόλουστου τοπίου.

Από τα υπέροχα αρχαία ερείπια στα έργα ανάπτυξης που παρεμβαίνουν στη φύση, η ιστορία της φωτογραφίας στην Ελλάδα παρουσιάζεται με μια διαφορετική ανάγνωση.

Μιλά για ιδεολογήματα που εξυπηρετούν την ανάγκη εθνικής ταυτότητας και επιστρατεύει τις εικόνες των αρχαίων μνημείων ως ιδανικά τοπία που αποδεικνύουν τη σύνδεση του μετά την Επανάσταση νεοσύστατου ελληνικού κράτους με την αρχαία Ελλάδα και τη συνέχεια της Ιστορίας.

Η έρευνα

Ο θεωρητικός της φωτογραφίας και συγγραφέας του βιβλίου χτίζει τα επιχειρήματά του γύρω από την αρχειακή έρευνα εικόνων ελλήνων δημιουργών και ξένων περιηγητών. Οι εικόνες από τους πρώτους δαγκεροτύπες Φιλιμπέρ Περό και Φίλιπο Μαργαρίτη, τους φωτογράφους Αριστοτέλη και Κωνσταντίνο Ρωμαΐδη, Δημήτριο Κωνσταντίνου, Γουίλιαμ Τζέιμς Στίλμαν, Χέρμπερτ Λιστ και Φρεντ Μπουασονάς αντιπαραβάλλονται με τα ταξιδιωτικά κείμενα του Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ, συμβούλου του Οθωνα αλλά και του Γκιστάβ Φλομπέρ, λυρικού συγγραφέα του ρομαντισμού, που είδαν με τα μάτια τους μια χώρα να αναδύεται από τα ερείπια αναζητώντας ταυτότητα.

Το «τοπίο μετ’ ερειπίων» γίνεται το κλισέ που συνοδεύει τη λίστα των μνημείων που φιγουράρουν στις πρώτες ταξιδιωτικές καρτ ποστάλ και εντάσσουν την Ελλάδα στη διεθνή οικονομία των εικόνων που αναπτύσσεται παράλληλα με την τάση του τουρισμού, στα μέσα του 19ου αιώνα.

Μεταξύ τόπου και τοπίου, εξηγεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, υπάρχει ιδεολογική απόσταση. Η συνειδητοποίηση της διαφοράς του συμμέτοχου στον τόπο κατοίκου από τον περαστικό παρατηρητή του τοπίου καθυστερεί. Οι φωτογραφίες άλλωστε των τουριστικών κλισέ με αρχαία μνημεία, αστούς με φουστανέλες σε στούντιο φωτογράφων με φόντο αρχαίους κίονες εμποδίζουν την εξέλιξη της συζήτησης. Που αφορά τον εκσυγχρονισμό των αγροτικών περιοχών με τη δημιουργία σιδηροδρόμων και οδικών έργων ή κατασκευών υποδομής, τα οποία μεταβάλλουν το φυσικό τοπίο και μετατοπίζουν τον κοινωνικό και οικονομικό ρόλο των συμμετεχόντων γύρω από τον τόπο.

Η έμφαση στο Αιγαίο ως πνευματική μήτρα του ελληνισμού μετατρέπεται σε σημαντικό ιδεολόγημα που έχει τη ρίζα του στην αναζήτηση της ελληνικότητας από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της γενιάς του ’30, καθώς επίσης και στην προβολή των οικισμών του πελάγους ως προπλάσματος μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής. Μετά το «τοπίο μετ’ ερειπίων» και το αρκαδικό τοπίο του ρομαντισμού, έτσι όπως αναφερόταν σε αυτό ο Γκαίτε «με τα μάτια της ψυχής», η γραφικότητα του Αιγαίου και το φως του προβάλλονται ως πνευματικό σύμβολο αλλά και καταναλωτικό αγαθό.

Σε αυτό το πλαίσιο οι φωτογραφίες της Nelly’s νησιωτικών τοπίων και μορφών της υπαίθρου για λογαριασμό του Γραφείου Τύπου και Τουρισμού στα μέσα του 1930 έγιναν κολάζ με φωτογραφικές συγκρίσεις με αρχαία αγάλματα. Σε πρώτο επίπεδο βοηθούσαν την προβολή της χώρας το 1939 στο ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Εκθεση της Νέας Υόρκης. Σε δεύτερο, η άποψη του συγγραφέα που την υποστηρίζουν οι αναφορές σε ιστορικές πηγές της βιβλιογραφίας του, μιλά για τη σχέση της φωτογράφου με το καθεστώς Μεταξά και την ΕΟΝ.

Το ιδεολόγημα του Αιγαίου

Στο επίσημο ρεύμα της φωτογραφίας του τοπίου, η φωτογραφία του Αιγαίου τη δεκαετία του ’50 (βλ. χαρακτηριστικά τις φωτογραφίες του περιοδικού «Εικόνες») δημιουργούσε κλίμα αισιοδοξίας και συμμετείχε στη διαμόρφωση των πολιτικών ζυμώσεων –καθώς έπειθε ότι η ανασυγκρότηση της χώρας μετά τον Εμφύλιο βασίστηκε και στις αισθητικές παραμέτρους των θαλάσσιων περιοχών ως «φυσική παρακαταθήκη προς εκμετάλλευση».

Η έρευνα του θεωρητικού της φωτογραφικής τέχνης δεν παραλείπει τη συμβολή του αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη καθώς ο προβληματισμός του για τη μορφή και το πνευματικό περιεχόμενο του ελληνικού τοπίου πέρασε και στη φωτογραφική απεικόνισή του, αναζητώντας τη δεκαετία του ’60 «τη γύμνωση από καθετί περιττό και τη βύθιση στην αλήθεια της κατασκευής και την Αρχή του τόπου, μακριά από μνημεία, σκηνογραφίες και στολίδια».