«Και λένε οι κοινοί άνθρωποι: Μα, τόσα βάσανα στον κόσμο· γιατί να ‘ναι και μέσα στα μυθιστορήματα; Δεν τα θέλουμε εκεί. Ομολογουμένως κάτι τέτοια σε κάνουνε να βγαίνεις από τα ρούχα σου. «Βλέπουμε τόσα βάσανα ήδη στον κόσμο»! Τα βλέπουν; Αληθεύει αυτό; Οι άνθρωποι που αγοράζουν μυθιστορήματα είναι οι ευκατάστατοι. Ανήκουν σε μια τάξη που ο στόχος της ζωής της μοιάζει να ‘ναι αποκλειστικά το πώς θα αποφύγει καθετί δυσάρεστο. Τα βάσανα, οι μεγάλες καταστροφές, οι κοινωνικές συμφορές, ό,τι αφανίζει ολόκληρες κοινότητες ακόμη και ό,τι συνθλίβει μεμονωμένα άτομα, γι’ αυτούς είναι όλα τόσο μακρινά όσο οι σεισμοί και τα παλιρροϊκά κύματα. Αλλά ας υποθέσουμε, έστω, ότι ως εκ θαύματος, τούτα τα τυφλά μάτια άνοιγαν κι έβλεπαν τα βάσανα των φτωχών, τις τραγωδίες που συμβαίνουν στην παρακάτω γωνία. Αν υπάρχει τόσος πόνος στη ζωή, αυτό είναι ένας παραπάνω λόγος να δείχνεται σ’ ένα είδος λογοτεχνίας που στην υψηλότερή του μορφή είναι μια ειλικρινής αποτύπωση της ζωής».

Αυτά υποστήριζε το 1902 στο δοκίμιό του «Το μυθιστόρημα μ’ έναν «Σκοπό»» ο αμερικανός Φρανκ Νόρις. Εχοντας επηρεαστεί βαθιά από τα νατουραλιστικά μυθιστορήματα του Εμίλ Ζολά και θεωρώντας ότι «δεν υπάρχει φαντασία» και πως ο συγγραφέας «διαλέγει απ’ τη μεγάλη αποθήκη της ζωής τα πράγματα που θα πει και θα δείξει», ο Νόρις επέλεγε ως πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων τους εξαθλιωμένους της αμερικανικής κοινωνίας κατά τη στροφή της προς τον καπιταλισμό, ανθρώπους που καθώς προσπαθούν να επιβιώσουν σβήνουν ή μάλλον συνθλίβονται, κάτω από το βάρος της ίδιας της ζωής τους και των ανεξέλεγκτων δυνάμεων που την καθορίζουν.

Το πιο φιλόδοξο από τα σχέδιά του ήταν η συγγραφή μιας τριλογίας με τίτλο «Το έπος του σιταριού», στην οποία ο συγγραφέας επιθυμούσε να ακολουθήσει την πορεία του αμερικανικού σιταριού, από τα χωράφια της Καλιφόρνιας ώς το Χρηματιστήριο του Σικάγου και τις κερδοσκοπικές συναλλαγές για τη διανομή του, καταλήγοντας σ’ ένα χωριό της Ευρώπης όπου το σιτάρι μετατρέπεται σε ψωμί, σώζοντας τους κατοίκους του από λιμό.

Ομως ο Φρανκ Νόρις πέθανε νέος, από περιτονίτιδα, μόλις 32 χρόνων, δίχως να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του. Το 1901 κυκλοφόρησε το «Χταπόδι: Μια ιστορία από την Καλιφόρνια», στο οποίο περιγράφει την πάλη των καλλιεργητών σιταριού ενάντια σ’ ένα σιδηροδρομικό τραστ. Το 1903, έναν χρόνο μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε «Η σπέκουλα: Μια ιστορία από το Σικάγο» αλλά ο «Λύκος: Ιστορία μιας αυτοκρατορίας», το τρίτο μέρος της τριλογίας, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Νόρις, ωστόσο, είχε ήδη εκδώσει, το 1899, τον «ΜακΤιγκ», το πιο γνωστό από τα μυθιστορήματά του.

Αμείλικτη ζωή

Ο ΜακΤιγκ, πρώην μεταλλωρύχος και νυν κομπογιαννίτης οδοντογιατρός στον Σαν Φρανσίσκο, παρά το τεράστιο μέγεθός του, είναι ένας υπάκουος, απλός και κουτός άνθρωπος. Μεθοδικός στη δουλειά του, προσπαθεί κυρίως να επιβιώσει, απολαμβάνοντας κάποιες μικρές χαρές της καθημερινότητας: φτηνό φαγητό, φτηνή μπίρα, φτηνό καπνό, τον ύπνο τα κυριακάτικα απομεσήμερα. Ομως η ζωή του αλλάζει άρδην όταν παντρεύεται την Τρίνα, μια μικροκαμωμένη και ευγενική αλλά εξαιρετικά φιλάργυρη νεαρή. Ο γάμος τους θα προκαλέσει την οργή του Μάρκους Σούλερ, φίλου του ΜακΤιγκ και εξαδέλφου της Τρίνας, ο οποίος θα ‘θελε να είναι στη θέση του γιγάντιου Γιατρού όπως αποκαλούν χαρακτηριστικά τον κομπογιαννίτη ΜακΤιγκ οι πελάτες του, οι νοικάρηδες και οι μικρομαγαζάτορες, οι μεροκαματιάρηδες και τα χασαπόπαιδα, οι πωλήτριες, οι εμποροϋπάλληλοι και οι τραμβαγέρηδες μιας γειτονιάς με πολυκατοικίες. Πέντε χιλιάδες δολάρια που κερδίζει η Τρίνα στη λοταρία αποτελούν την αφορμή για να καταδείξει ο Φρανκ Νόρις, πέρα από τη μικρότητα των ανθρώπων, το πόσο αμείλικτη είναι η ζωή.

«Το κτήνος ήταν εκεί. Επί μακρόν σε νάρκη αλλά τελικά είχε ξυπνήσει», γράφει σε κάποιο σημείο ο Νόρις αναφερόμενος στον ΜακΤιγκ. Και παρότι μέσα στον κομπογιαννίτη γιατρό «ένας δεύτερος εαυτός, ένας άλλος, καλύτερος ΜακΤιγκ πρόβαλε κι αυτός μαζί με το κτήνος, και ήταν δυνατοί και οι δύο, είχαν την τεράστια και ωμή δύναμη του ίδιου του άντρα» στη μάχη που ξέσπασε μεταξύ των δύο εαυτών –«μια τρομερή μάχη, τόσο παλιά όσο κι ο κόσμος· τόσο πλατιά όσο κι ο κόσμος» –επικράτησε τελικά το κτήνος.

Ο πληγωμένος εγωισμός του Μάρκους Σούλερ –δεν έχασε μόνο την εξαδέλφη του εξαιτίας του ΜακΤιγκ, αλλά και τα πέντε χιλιάδες δολάριά της –θα τον αναγκάσει να καταγγείλει τον φίλο του στον οδοντιατρικό σύλλογο του Σαν Φρανσίσκο. Ο ΜακΤιγκ δεν είναι επαγγελματίας, σπουδασμένος γιατρός αλλά ένας σκιντζής ο οποίος, όπως ακριβώς τρυπούσε βράχους όταν εργαζόταν ως μεταλλωρύχος, τώρα τρυπάει δόντια. Από εκείνη τη στιγμή και μετά το ζευγάρι θα ξεπέσει από την ασφάλεια και τη φτηνή αλλά πραγματική θαλπωρή του μικροαστισμού στην απόλυτη εξαθλίωση, με τελική κατάληξη τον θάνατο.