Ο Πατρίκ Μοντιανό είναι ένας άνθρωπος «μάλλον ντροπαλός». Δεν νιώθει άνετα όταν μιλάει δημόσια, ταράζεται εύκολα και χάνει τον ειρμό του μπροστά στους δημοσιογράφους, κάτι που συνέβη σε υπερθετικό βαθμό όταν έγινε γνωστό ότι η Σουηδική Ακαδημία τον επέλεξε για το Νομπέλ. Σχεδόν τραύλιζε στην τηλεόραση και επαναλάμβανε τις ίδιες φράσεις.

Στις 10 Δεκεμβρίου, ωστόσο, που έγινε η επίσημη τελετή απονομής, ήταν ήρεμος και με αυτοκυριαρχία. Ο ίδιος το εξήγησε, μιλώντας στη «Λιμπερασιόν»: «Οταν βρίσκεσαι πάνω σε μια εξέδρα δεν είναι και τόσο δύσκολα τα πράγματα. Το πρόβλημα είναι όταν είσαι με πολλούς ανθρώπους σε ένα δωμάτιο και δεν μπορείς να μιλάς με όλους. Οταν πρέπει να κάνεις ομιλία είσαι υποχρεωμένος, πρέπει να το κάνεις, είναι σαν να πηδάς από αλεξίπτωτο, δεν πρέπει να διστάσεις».

Σε αυτή την αρκετά εκτενή συνέντευξη (στην Κλερ Ντεβαριέ) ο Γάλλος, που αιφνιδιάστηκε το ίδιο με όλους εμάς τους υπόλοιπους από την επιλογή του για το Νομπέλ 2014, μιλάει αρκετά για τους φόβους του και το πώς τους ξεπερνάει, για το πώς γράφει και βέβαια για το τι φοβάται όταν γράφει. Θα έλεγε κανείς ότι είναι ένας Γούντι Αλεν της λογοτεχνίας. Κυρίως όμως ως προσωπικότητα και λιγότερο ως προς το ίδιο το έργο του, καθώς εκεί ο συγγραφέας είναι πάντα λίγο-πολύ κυρίαρχος του κόσμου που δημιουργεί.

Η δημοσιογράφος επέμεινε αρκετά στο θέμα αλλά εκείνος είπε ότι όχι, δεν είχε τρακ ούτε στη διάρκεια της τελετής ούτε στο γεύμα με τη βασιλική οικογένεια της Σουηδίας, μετά. «Απαξ και μπαίνεις στον χορό… Είναι πράγματι περίεργο, δεν είναι στη φύση μου, είμαι μάλλον ντροπαλός» λέει. Και σχολιάζει πηγαίνοντας πιο μακριά: «Μεταξύ των ηθοποιών εκείνοι που είναι συχνά πολύ δειλοί είναι οι κωμικοί. Στα επαγγέλματα του θεάματος άνθρωποι που τραύλιζαν, ή ακόμα που έφθαναν σε κατάσταση μέθης, μόλις ανέβαιναν στη σκηνή όλα τούς περνούσαν. Είναι παράξενο πράγμα. Οι δειλές φύσεις πέφτουν κατευθείαν στα βαθιά».

Ο 70χρονος συγγραφέας, πάντα με μια επιχειρηματολογία που απεικονίζει την αυθεντικά δική του λοξή ματιά πάνω στα πράγματα, δηλώνει αισιόδοξος για το μέλλον της λογοτεχνίας: «Οταν ήμουν οκτώ ετών δεν υπήρχε τηλεόραση, υπήρχε μια ραδιοφωνική εκπομπή για τα παιδιά κάθε Πέμπτη, επρόκειτο για παιδικές ηλικίες ίδιες ακόμα με τις προπολεμικές. Ολα εκείνα που μας γοήτευαν, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι, η μυρωδιά των συνεργείων, η μυρωδιά των αυτοκινήτων στο εσωτερικό τους, με κάνουν να αναρωτιέμαι καμιά φορά: σήμερα, για τα παιδιά, τα αντικείμενα τα μαγνητίζουν λιγότερο, τα ωθούν λιγότερο στην ονειροπόληση».

«Υπήρχαν πολύ λίγα αντικείμενα στην εποχή μας», συνεχίζει ο Πατρίκ Μοντιανό, «γι’ αυτό και ήταν πιο σημαντικά. Αλλά ταυτόχρονα μου φαίνεται ότι μπορεί να αναπτυχθεί ένα φαντασιακό με τα κινητά τηλέφωνα, τις νέες τεχνολογίες, παρ’ όλο που θα είχαμε την τάση να πιστέψουμε ότι αυτές ψαλιδίζουν τη φαντασία. Ο κίνδυνος είναι όλα αυτά να σου αποσπούν συνέχεια την προσοχή. Τα παιδιά και οι νέοι έχουν τη συνήθεια του ζάπινγκ. Αλλά οπωσδήποτε μερικοί θα είναι γοητευμένοι, προσηλωμένοι στα αντικείμενα του σήμερα. Ακόμη και από την οπτική γωνία του μυθιστορήματος, ίσως το Ιντερνετ να προκαλέσει έναν παράξενο καινούργιο κόσμο. Η λογοτεχνική δραστηριότητα μέχρι τώρα ήταν αρκετά μοναχική, είχε ανάγκη μια προσοχή παρατεταμένη. Μπορεί να είναι επικίνδυνο το γεγονός ότι η προσοχή αυτή είναι τώρα πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Αλλά ταυτόχρονα θα παραχθούν άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, στην πόλη είχα πάντα ερεθίσματα που χρονολογούνταν από την εφηβεία μου, αλλά υπάρχουν μερικές γειτονιές στο Παρίσι αρκετά πρόσφατες, γύρω από τη Βιβλιοθήκη Φρανσουά Μιτεράν ή από την άλλη πλευρά του Σηκουάνα, στο Μπερσί, που μπορούν να προκαλέσουν νέα. Κάνοντας ένα περίπατο προς τα εκεί μια μέρα, είπα στον εαυτό μου: υπάρχει ένα μυθιστορηματικό υλικό που μπορεί να είναι το ίδιο δυνατό με αυτό που με εντυπωσίασε στην εφηβεία μου, είμαι βέβαιος ότι οι 25άρηδες μπορούν να βρουν εδώ ένα φαντασιακό. Να γιατί είμαι αισιόδοξος».

Ο Πατρίκ Μοντιανό μιλά πολύ και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας όταν είναι αντιμέτωπος με το γραπτό του.

«Η ευκολότερη και πιο ευχάριστη φάση για μένα είναι η αρχική ονειροπόληση. Οταν πρέπει να γίνεις συγκεκριμένος, υπάρχει μια στιγμή που πρέπει να βουτήξεις και είναι λίγο δυσάρεστο. Μετά δεν είσαι σίγουρος αν βαδίζεις στο σωστό δρόμο. Για έναν μήνα τουλάχιστον συνεχίζεις να γράφεις, υπάρχουν στιγμές αποθάρρυνσης. Αλλά συνειδητοποιείς ότι αρκεί μια μικρή μετατροπή, να σβήσεις κάτι, και ξαναπαίρνει μπρος. Ολα σου φαίνονται άμορφα και αίφνης αρκεί να βγάλεις τρεις λέξεις. Αυτή είναι η πιο δύσκολη περίοδος. Οταν πια έχεις τελειώσει, συμβαίνει το αντίστροφο, λες ότι δεν ανέπτυξες το πράγμα αρκετά, έχεις την εντύπωση ότι έχεις δουλέψει τμηματικά ενώ θα έπρεπε να έχεις εμπλουτίσει ένα και μοναδικό πράγμα. Δεν μένεις ποτέ ικανοποιημένος».

Οταν πια έχει τελειώσει ένα βιβλίο και δεν έχει ξεκινήσει το επόμενο, κάνει διάλειμμα και δεν συνεχίζει να κάθεται στο γραφείο του κάθε πρωί. «Πρέπει να περιμένεις μια στιγμή ώστε να ξαναπροβάλει κάτι, κάτι που έγραψες ήδη σε προηγούμενα βιβλία αλλά που το ξέχασες και που το ξαναπιάνεις επιχειρώντας να το αναπτύξεις».

Στην ερώτηση αν του συμβαίνει να κάνει προσχέδια ή να ξεκινά βιβλία που μετά τα εγκαταλείπει απαντά κατηγορηματικά αρνητικά. «Ισως είναι στη φύση μου μια κάποια τεμπελιά που με διακρίνει και προτιμώ να συνεχίσω. Ακόμη και αν κάτι κλωτσάει, προτιμώ να συνεχίσω, γιατί αν τα παρατήσω, τελείωσε. Αλλοι έχουν αρκετή δύναμη ώστε να παρατάνε κάτι και να ξεκινούν κάτι άλλο. Υπάρχουν επίσης συγγραφείς που φτιάχνουν πολλές εκδοχές. Αυτό μου φαίνεται μια προσπάθεια πελώρια, να ξαναρχίζεις αντί να διορθώνεις, αντί να προχωράς βήμα προς βήμα, κάνοντας μικροχειρουργική. Αν ξεκινούσα από την αρχή, θα μου φαινόταν ότι έχω χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου». Δεν του συμβαίνει καν να πετάξει μια σελίδα ολόκληρη: «Αν πετάξω μια σελίδα ολόκληρη, σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσω ξανά. Προτιμώ να βρω έναν τρόπο, να διατηρήσω έστω μία πρόταση, αλλά να έχω την εντύπωση ότι συνεχίζω να προχωράω. Αλλοι μπορούν να πετάξουν δεκαπέντε σελίδες και να ξαναρχίσουν. Εγώ κάνω μάλλον δουλειά μυρμηγκιού, είναι σαν να κρατάω πάντα ένα νήμα, έστω και αν αφαιρέσω τα τρία τέταρτα της σελίδας. Τουλάχιστον, μένει κάτι που στηρίζει τη συνέχεια».

Το πρώτο βιβλίο

Οταν ήταν νέος, δεν είχε φανταστεί ότι στη ζωή του θα τον περίμενε τέτοιου είδους δουλειά. «Εγραψα ένα πρώτο βιβλίο, καμιά εκατοστή σελίδες, και ύστερα από λίγο καιρό το διάβασα με μια κάποια ψυχρότητα. Το ίδιο πράγμα συνέχεια: αντί να το παρατήσω, προσπάθησα να δω πώς μπορώ να το σώσω και κατάλαβα ότι αυτό ήταν δυνατόν αφαιρώντας κομμάτια. Είχα διαβάσει κάτι παράλογο που μου είχε μείνει στο μυαλό, ένα κείμενο του Χέμινγουεϊ όπου έλεγε ότι όταν έγραφε ένα βιβλίο, έβγαζε την πρώτη παράγραφο. Είπα στον εαυτό μου: αν εφαρμόσεις αυτό το σύστημα, κατά βάθος πρόκειται για ένα πρόβλημα αφαίρεσης.

Ημουν υποχρεωμένος να ξαναδιαβάσω τα πρώτα μου βιβλία όταν κυκλοφορούσαν σε έκδοση τσέπης, Folio. Ενα πράγμα μου έκανε εντύπωση: δεν ήξερα να τους δώσω αναπνοή, όλα ήταν το ένα μετά το άλλο, δεν υπήρχαν κενά. Ευτυχώς, ήταν μικρά βιβλία. Το γράψιμο είναι μια δραστηριότητα αντιφατική όταν είσαι πολύ νέος. Μόνο μερικοί ποιητές μπορεί να διαθέτουν μια πρόωρη μεγαλοφυΐα. Αλλά στην πρόζα τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Οταν είσαι πολύ νέος, πας κόντρα στην ηλικία σου, χρειάζεται πολλή συγκέντρωση, είσαι υποχρεωμένος να μη χαλαρώνεις καθόλου. Εγραφα τη μία φράση πάνω στην άλλη χωρίς να αφήνω καμία αναπνοή. Οταν είσαι νέος και γράφεις, έχεις την τάση να προκαλείς στον εαυτό σου συσπάσεις από την προσπάθεια, ενώ θα έπρεπε το πράγμα να είναι πιο χαλαρό. Κάπως έτσι τα βιβλία έπασχαν από μια ασφυξία, σαν να συσσωρεύονταν τα πράγματα το ένα πάνω στ’ άλλο».