Κουφάρια που έχουν αφεθεί σε μια τεράστια χρυσή αμμουδιά. Φτιαγμένα για να είναι γεμάτα ξέγνοιαστους παραθεριστές, στέκουν μοναχικά και η μόνη αντίσταση που φέρνουν στη μοίρα τους είναι ότι αρνούνται να παραδοθούν στη σήψη με την ταχύτητα που θα περίμενε κάποιος. Σαράντα χρόνια και χάσκουν εκεί, μάρτυρες μιας πληγής που δεν λέει να κλείσει: της διχοτόμησης της Κύπρου.

Το υποβλητικό αυτό σκηνικό της Αμμοχώστου, του πιο περιζήτητου, κάποτε, μεσογειακού θερέτρου, επέλεξε η αγαπημένη του ελληνικού αναγνωστικού και τηλεοπτικού κοινού συγγραφέας, η Βικτόρια Χίσλοπ, για το νέο της μυθιστόρημα «Η Ανατολή». Και μετά τις επιτυχίες που είχαν «Το Νησί» –με φόντο τη Σπιναλόγκα –και «Το Νήμα» που είχε ως σκηνικό του τη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα, δεν είχε λόγο να μην ακολουθήσει την επιτυχημένη συνταγή: έρωτας, αντιπαλότητα ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες και κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας.

Τα φώτα πέφτουν πάνω στην Αφροδίτη Παπακώστα, κόρη πλούσιας οικογένειας, παντρεμένη με τον φιλόδοξο Σάββα, που θέλει να κατακτήσει την παραλία με τα ξενοδοχεία του. Σε δεύτερο πλάνο το δεξί χέρι του, ο Μάρκος Γεωργίου. Φιλόδοξος επίσης, που όμως ξέρει να κρατά με δεξιοτεχνία τον ρόλο του πρώτου βιολιού και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να αρπάξει τη θέση του διευθυντή ορχήστρας.

Πολύ γρήγορα η απληστία του συζύγου –ιδιοκτήτη του περίφημου ξενοδοχείου «Η Ανατολή» –θα τον παρασύρει στη δίνη της δουλειάς και, όπως είναι απολύτως προβλέψιμο, η αντιπάθεια της Αφροδίτης προς τον Μάρκο θα εξελιχθεί σε ένα τυφλό ερωτικό πάθος με φόντο μια ζωή τόσο ψεύτικα λαμπερή και τυλιγμένη στη χλιδή που ο αναγνώστης, ακόμη και αν δεν γνώριζε τις ιστορικές συγκυρίες, θα καταλάβαινε πως επρόκειτο για τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.

Σε δεύτερο πλάνο δύο οικογένειες: οι Ελληνοκύπριοι Γεωργίου –οι γονείς του Μάρκου, Ειρήνη και Βασίλης, η άχρωμη αδελφή του Μαρία με τον σύζυγό της και ο μικρός αδελφός του, ο Χρήστος, που έχει στρατευτεί με όσους μάχονται τον Μακάριο. Και οι Τουρκοκύπριοι Οζκάν. Η Εμινέ, κομμώτρια στο ξενοδοχείο-κόσμημα της Αμμοχώστου (το «Ανατολή»), παντρεμένη με τον Χαλίτ και μητέρα τριών παιδιών: του Αλή, που έχει εμπλακεί αντιστοίχως σε τουρκοκυπριακή οργάνωση, του Χουσέιν και του μικρού Μεχμέτ.

Είναι εκείνοι που έρχονται σε πρώτο πλάνο όταν γίνεται η εισβολή. Οι δύο γυναίκες, φίλες από παλιά, αποφασίζουν να μην εγκαταλείψουν με τις οικογένειές τους την Αμμόχωστο επειδή ελπίζουν ότι θα επιστρέψουν τα δύο αγνοούμενα αγόρια. Οι επιδρομές στα ήδη λεηλατημένα μαγαζιά της άλλοτε ευημερούσας πόλης δεν θα προσφέρουν αποθέματα για πολύ και οι δύο οικογένειες θα βρουν ευκαιρία να μετακομίσουν στην εγκαταλειμμένη «Ανατολή», εκεί που ο Μάρκος πλέον θα αναδειχθεί σε αφεντικό.

Η γλώσσα μπορεί να παραμένει πολύ απλή, οι περιγραφές στοιχειώδεις και τα ιστορικά δεδομένα να παρατίθενται σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς να μοιάζουν αφομοιωμένα, η πλοκή όμως από τη στιγμή εκείνη αλλάζει ταχύτητα, χωρίζοντας το βιβλίο σε δύο ανισομερή τμήματα.

Η Αφροδίτη, παρασυρμένη από το πάθος της, επιστρέφει στην Αμμόχωστο όταν διαπιστώνει πως είναι έγκυος, ελπίζοντας να βρει τον Μάρκο, και πέφτει θύμα βιασμού από δύο τουρκοκύπριους στρατιώτες. Τη σκηνή παρακολουθεί ο αγαπημένος της κρυμμένος, ενώ έχει βγει, όπως κάθε βράδυ, για να πουλήσει τα όπλα της οργάνωσης που του είχε εμπιστευθεί ο αδελφός του και τα κοσμήματα που του είχε εμπιστευθεί εκείνη πριν φύγει για τη Λευκωσία.

Η Θεία Δίκη καραδοκεί ώστε το φινάλε να αφήσει μια γλυκόπικρη γεύση για να εξυπηρετήσει την ιδέα που διατρέχει όλο το βιβλίο –του μονοιάσματος των δύο λαών –χρόνια μετά στο Λονδίνο, όπου ο καθένας για τους δικούς του λόγους έχει βρει καταφύγιο. Η δικαίωση έρχεται με διαφορετικό, αλλά αναμενόμενο τρόπο. Και ο αναγνώστης γυρίζει την τελευταία σελίδα έχοντας την αίσθηση ότι δεν γνώρισε σχεδόν κανέναν από τους ήρωες σε βάθος, αλλά είδε μόνο μερικές από τις πτυχές του χαρακτήρα τους, υπό ακραίες ενίοτε συνθήκες.