ΟΧουάν Πέδρο Γκουτιέρες, που αυτοπροσδιορίζεται ως «μια ζωή αντιρρησίας», συνομιλεί με τον εαυτό του σε μια πρωτότυπη αυτοβιογραφία υπό μορφήν συνέντευξης στη λογοτεχνική σκιά του. Αφήγημα που μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

Η Κούβα της δεκαετίας του ’90 που σκιαγραφείται στα μυθιστορήματα του Χουάν Πέδρο Γκουτιέρες («Η βρώμικη τριλογία της Αβάνας», «Ο βασιλιάς της Αβάνας» κ.ά.), τα οποία τον κατέστησαν δημοφιλή πέραν των ορίων της χώρας του, συνιστά κυριολεκτικά έναν οχετό. Η Αβάνα, η άλλοτε γοητευτική αποικιακή αυτή πόλη, καταρρέει πλήρως, υποδομές και συγκοινωνίες δεν υφίστανται, τα βασικά αγαθά λείπουν, ακόμη και το σαπούνι πουλιέται στη μαύρη αγορά. Οι ήρωές του (και ο ίδιος, όπως εξιστορεί εδώ) τρέφονται με σκουπίδια, σνιφάρουν ό,τι λάχει, εκδίδουν ή εκδίδονται σε κάθε ευκαιρία, κοιμούνται ομαδικά σε μισογκρεμισμένες επαύλεις, ουρούν ή αποπατούν στην πόρτα του σπιτιού τους, πεινούν διαρκώς, δεν πλένονται σχεδόν ποτέ, πίνουν νοθευμένο ρούμι, τσακώνονται άνευ λόγου και δεν κάνουν τίποτα ολημερίς –δεν καταφεύγουν καν σε μια από τις ελκυστικές ακτές του νησιού. Το μόνο που ονειρεύονται είναι η απόδραση στη γειτονική Φλόριδα και στον αμερικανικό παράδεισο.

Παρά δε την οριακή κατάσταση της ύπαρξής τους, επιδίδονται σε αχαλίνωτο σεξ με μια ορμή δυσανάλογη προς τα λογής λογής νοσήματα, την χρόνια ασιτία, τις ψείρες και τη δομική βρώμα, στα οποία ο συγγραφέας παραδίδεται ηδονοβλεπτικά. Αυτή είναι κατά τον Γκουτιέρες, όπως εξηγεί και στο παρόν βιβλίο, η σύγχρονη πραγματικότητα για τον μέσο Κουβανό –και όχι απλώς για ένα περιθωριακό κομμάτι της κοινωνίας. Μια πραγματικότητα που, συνδυαζόμενη με το ενδιαφέρον που τραβάει εδώ και μισό αιώνα η Κούβα και ο τροπικός σοσιαλισμός της, τον έκανε διάσημο.

Μεγάλο μέρος του τελευταίου βιβλίου του Γκουτιέρες καταλαμβάνει η αιτιολόγηση της εμμονής του με αυτή την εικόνα του νησιού, σε αντιδιαστολή βεβαίως με την τουριστική έκρηξη, τα καμπαρέ, τις πόρνες πολυτελείας και την παράδοση στη γοητεία του δολαρίου, την εικόνα δηλαδή που αποκομίζει ο μέσος Ευρωπαίος όταν επισκέπτεται το νησί. Η λούμπεν κατάσταση είναι δομικό στοιχείο της σύγχρονης Κούβας, ισχυρίζεται. Οπως σε όλα τα βιβλία του, έχουμε κι εδώ μια αφήγηση που τσουλάει απρόσκοπτα. Ηρωας είναι ο ίδιος, η ζωή του, οι απόψεις του.

Κανείς δεν θα πλήξει. Γιατί ο κουβανός συγγραφέας επιζητεί πάντα τον εντυπωσιασμό και τον αποσπά με άνεση από τον μέσο ευρωαμερικανό αναγνώστη ή τον εν δυνάμει τουρίστα που αναζητεί το όνειρο (ή απλώς το ζει στη φαντασία του) στις καλά φυλασσόμενες παραλίες του νησιού, στο καρναβάλι του Σαντιάγκο, στην Τροπικάνα, στη μαύρη μαγεία, στο Βαραδέρο και στην Αβάνα Βιέχα.

Ο Γκουτιέρες καταφέρνει να περιγράψει τη ζωή του σαν μυθιστόρημα, από τα παιδικά του χρόνια στο Ματάνζας ώς την αιφνίδια καθιέρωσή του, τις περιοδείες του σ’ όλο τον κόσμο, τις απόψεις του για τους ομοτέχνους του και τη μυθοπλασία, την εμμονή του με το σεξ. Αιτιολογεί δε τη στάση του απέναντι στα πράγματα φιλοτεχνώντας μια περσόνα εξεγερμένη, χωρίς ιερό και όσιο, αυτοαναλωτική, καταραμένη, αν και διόλου πολιτικοποιημένη.

Για τον Γκουτιέρες η «άλλη Κούβα» δεν υφίσταται. Το ίδιο δεν υφίσταται και η πολιτική. Σε αντίθεση, ας πούμε, με το έργο του ομοτέχνου και συμπολίτη του Ντανιέλ Τσαβαρία ή παλαιότερα του ιερού τέρατος της κουβανέζικης λογοτεχνίας Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε, για τον Γκουτιέρες σχεδόν δεν υφίσταται η Επανάσταση, ούτε η κριτική της. Δεν υπάρχει ευρύτερη κοινωνία, δεν υπάρχει η Αμερική, η παγκοσμιοποίηση, ο καπιταλισμός. Υποκρίνεται επιτυχώς ότι είναι αορίστως εξεγερμένος κατά των πάντων, ένας καταραμένος που έχει μεταφερθεί από την αριστερή όχθη του Σηκουάνα της δεκαετίας του ’60 στους Τροπικούς.

Η κουβανέζικη κοινωνία είναι στο έργο του ένας απέραντος σκουπιδότοπος όπου ο καθείς πορεύεται ανασύροντας αποφάγια, επιδιδόμενος σε αχαλίνωτο σεξ ή βγάζοντας απ’ την κωλότσεπη ένα μπουκάλι φτηνού αγουαρδιέντε. Καταφέρνει ωστόσο να εξηγήσει εδώ τη γοητεία αυτής της λούμπεν κατάστασης, να ιδεολογικοποιήσει τη στέρηση, να διασαφηνίσει τη σχέση του με τη λογοτεχνία, ενώ παράλληλα αιτιολογεί τη θεματική του και αναπτύσσει τις απόψεις του για τη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας, επιχειρώντας να αποδείξει ότι οι ήρωές του δεν είναι ο ίδιος.

Ο Γκουτιέρες νιώθει τυχερός που γεννήθηκε Κουβανός, παρά τα όσα καταμαρτυρεί στη χώρα του.

Οι οπαδοί του θα διαβάσουν αυτή την έντεχνη εξομολόγησή του με την ίδια βουλιμία που προκαλούν τα μυθιστορήματά του. Αλλά και όσοι τυχόν δεν τον γνωρίζουν μπορούν άνετα να διαβάσουν το βιβλίο σαν καλή εισαγωγή στη μυθοπλασία του.