Αν με το να γράφεις απνευστί φαίνεται να διατρέχεις τον κίνδυνο να παραλείψεις πολλά που θα ήθελες να πεις, στον Παύλο Ηλ. Αγιαννίδη και στο πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Καπετάν Αγρα και Παραμυθίας γωνία», μοιάζει ο τρόπος αυτός να λειτούργησε θετικά. Κάτι ακόμη περισσότερο: να συσπείρωσε δίκην βροντής περιστατικά που θα παρέμεναν δευτερεύουσας σημασίας ώστε για τα φύσει και θέσει πρωταγωνιστικά να ηχεί ως κάτι φυσικό ο κεραυνοβόλος τους χαρακτήρας.

Εμπνευσμένα συχνά τα διηγήματα αυτά από ένα γεγονός που ως δημοσιογράφος το είχε καταγράψει κάποτε ο Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης, φαίνεται την επεξεργασία του τώρα ως αφηγηματικού υλικού να την πλουτίζει μια πολύτιμη «ενοχή» για ό,τι είχε αγνοηθεί την ώρα τής εν βρασμώ αποτύπωσής του. Μοιάζει τώρα ο πεζογράφος να κολυμπάει στα βαθιά της τέχνης του με πολλαπλάσια ηδονή, σε σχέση με την ηδονή που του έδινε η ευσυνειδησία του όταν δοκιμαζόταν στα ρηχά της δημοσιογραφίας. Ευγνωμονεί βέβαια την ιδιότητά του ως δημοσιογράφου γιατί χάρη σε αυτή διατήρησε ατόφια την ύπαρξη αυτή καθαυτήν των γεγονότων, όμως στο μεταξύ έχει εκπαιδευτεί σε μια πολύτιμη αλήθεια: τα γεγονότα δεν μας αποκαλύπτονται ποτέ την ώρα που συμβαίνουν. Τα γεγονότα είναι κυρίως η προοπτική τους τόσο προς το μέλλον όσο και προς το παρελθόν, όταν έχουν αρχίσει να μεταλλάσσονται σε μύθο. Γι’ αυτό και η δυναμική και η πρωτοτυπία των πιο «ειδυλλιακών» ή ανεκδοτολογικών περιστατικών στη διηγηματογραφία του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη φαντάζουν τόσο καταλυτικές όσο και στα πιο αποτροπιαστικά θέματά του.

Τελικά ο Αγιαννίδης κατορθώνει να παραμένει εξίσου ανατριχιαστικός είτε περιγράφει πενήντα απανθρακωμένα σώματα ανθρώπων είτε το φεγγάρι είτε τη συνάντηση δύο ερωτευμένων σε ένα μπαρ. Στην ουσία πρόκειται για μια αμφίδρομη κίνηση, μια μυστική, θα ισχυριζόταν κανείς, συνεννόηση ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. Περίπου σαν να λέει η δεύτερη στην πρώτη ότι «θα με αναγνωρίσεις και θα με σεβαστείς προσφέροντάς μου το εξαιρετικό και το αδιανόητο, ενώ εγώ με τη σειρά μου θα παραδεχτώ πως, ό,τι κι αν συμβεί, όση διάρκεια κι αν σου χαρίσω, εσύ θα παραμένεις πάντα η πρωταρχική αξία. Θα με τροφοδοτείς με θέματα, έστω κι αν χρειαστεί να προκαλέσεις εκατόμβες νεκρών. Ετσι όμως θα αξιωθούν να υπάρξουν ως λογοτεχνικοί ήρωες, γεγονός που θα ήταν αδύνατον να συμβεί στην πραγματική τους ζωή».

Τόσο περισσότερο που ο Αγιαννίδης, όσο κανονική κι αν είναι η ζωή των ηρώων του –πράγμα σπάνιο άλλωστε -, την απεικονίζει σαν να στέλνει ανταποκρίσεις από το πολεμικό μέτωπο.

Οποιος θα διατεινόταν ότι τα διηγήματα του ομώνυμου βιβλίου είναι αποκυήματα μιας νοσηρής φαντασίας, δεν έχει παρά να προσέξει τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας στήνει τα σκηνικά του. Πρόκειται για χώρους αποκλειστικά εξωτερικούς, πόλεις, δρόμους, πλατείες, μπαρ, που όσο πιο πολυθόρυβοι και χαοτικοί φαντάζουν τόσο ουσιαστικότερο αναδεικνύεται το εσωτερικό τους αντίκρισμα. Αλλά και τη λεπτομέρεια που κυρίως συνιστά το σύνολο των διηγημάτων, αφού όση σημασία διατηρεί αυτή στο ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα, σε σχέση με την έγκυο με το καρφωμένο στην κοιλιά ψαλίδι, άλλη τόση αποπνέει το σκούτερ το παρκαρισμένο μπροστά σε ένα μαγαζάκι με ψιλικά. Ή ο Σαράντος Αγαπηνός από τους Γαργαλιάνους, ο αντάρτης του Μακεδονικού Αγώνα που τον απαθανάτισε στα «Μυστικά του βάλτου» η Πηνελόπη Δέλτα.

Φαίνεται πως η δημοσιογραφία μπορεί να μεταποιηθεί, για έναν ταλαντούχο άνθρωπο, σε έναν αναβαθμό ώστε να κατακτήσει χώρους που διαφορετικά θα του παρέμεναν άγνωστοι. Με το να επικεντρώνεται ο δημοσιογράφος στο περιστατικό ή στον σχολιασμό του, με αναφορά, όπως συνήθως γίνεται, σε έναν αόριστο ανθρωπισμό, του δημιουργείται σταδιακά ένα συγκινησιακό αποθεματικό που συνιστά ένα πρώτης τάξεως λογοτεχνικό υλικό.

Κάτι έχουν να μας πούνε γι’ αυτό δημιουργοί όπως ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ και ο Νόρμαν Μέιλερ και από ελληνικής πλευράς ο Ιωάννης Κονδυλάκης και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, κυρίως όσον αφορά τη δημοσιογραφική εκδοχή της γνήσιας πεζογραφικής τους στόφας. Με το να κινούνται παράλληλα σε δύο χρόνους, τόσο όμοιους αλλά και τόσο ριζικά διάφορους, όπως είναι η «στιγμή» της δημοσιογραφίας και η «αιωνιότητα» της λογοτεχνίας, οφείλουν προκειμένου να γεφυρώσουν την απόσταση που τους χωρίζει να φτάσουν σε ένα ακόμη μεγαλύτερο βάθος. Τουλάχιστον σε σχέση με το βάθος που θα τους χρεωνόταν αν παρέμεναν μόνο δημοσιογράφοι ή μόνο πεζογράφοι.

Με συνέπεια πολλές φορές μια καταγραφή τους, όταν συμπλέκονται οι ιδιότητες του δημοσιογράφου και του πεζογράφου, αν και γίνεται στο φτερό, να έχει μια δύναμη που ο καθαρόαιμος με τη μια ή με την άλλη έννοια δημιουργός θα ήταν αδύνατον να κατορθώσει. Γεγονός που γίνεται έντονα εμφανές στα διηγήματα του βιβλίου «Καπετάν Αγρα και Παραμυθίας γωνία».