Ό ταν στοιχεία αυτοβιογραφίας πολιτογραφούνται στην ελευθερία και στο αίσθημα που επιτρέπει η φαντασίωση, παράγεται ένα είδος μεικτό πλην νόμιμο, του οποίου η γοητεία μετέχει και των δύο κόσμων. Αυτή είναι η περίπτωση των ένδεκα διηγημάτων του πρόσφατου βιβλίου «Η γυναίκα που πετάει» τού Μένη Κουμανταρέα (Εκδ Κέδρος).

Μέσα σε μια ατμώδη αθηναιομανή ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας συνομιλεί με την παιδική του ηλικία ή τον χαμένο αδελφό του, με τον Καββαδία και τον Ταχτσή ή τους μετανάστες, με ξενοδοχεία- θέρετρα φερέτρων και τις αιφνίδιες μουσικές μεταφυσικές τους και, γενικά, με ακραίες γυναίκες, όπως η τυραννισμένη γιαγιά του που «πέταξε» ή η ιπτάμενη Μαρία Κάλλας.

Λόγος στέρεος, οικείος, συγκινημένος εν μέτρω, ενίοτε εύχαρις ή ειρωνικός. Ενοχικός ή ηδονικός κατά περίσταση.

Με διεισδυτική παρατήρηση ακριβολόγο ή υπαινισσόμενη περιγραφή, ο λόγος του Κουμανταρέα ασκείται και πρωτεύει με την ίδια δροσιά και ευκολία και στο διήγημα- το δυσκολότερο, νομίζω, είδος πεζογραφίας. Επαληθεύει έτσι τη σοφή ρήση: «Less is more».