Ενώ υπάρχει πλήθος μελετών την τελευταία δεκαετία για την Αντίσταση (αλλά και τη συνεργασία με τους κατακτητές) στην ύπαιθρο, η Αθήνα της Κατοχής παραμένει ένα κεφάλαιο σχετικά άγνωστο. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η μελέτη του Μενέλαου Χαραλαμπίδη που επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στις ανατολικές συνοικίες (κυρίως στην Καισαριανή, στον Βύρωνα και στον Υμηττό). Η επιρροή του ΕΑΜ στις ανατολικές συνοικίες ήταν απαράμιλλη. Υπολογίζεται ότι το 20% έως 30% των κατοίκων της Καισαριανής και του Βύρωνα ήταν ενταγμένοι σε εαμικές οργανώσεις τις ημέρες της Απελευθέρωσης. Το ερώτημα είναι γιατί και με ποιον τρόπο το ΕΑΜ κατόρθωσε να γίνει η μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση στις ανατολικές συνοικίες αλλά και γενικότερα στην Αθήνα. Εάν ένα μέρος της πρόσφατης ιστοριογραφίας για να ερμηνεύσει την ανάπτυξη του ΕΑΜ τόνισε τον ρόλο της βίας που άσκησε η Αριστερά κατά των ένοπλων συνεργατών των Γερμανών ως εργαλείο εκφοβισμού και ελέγχου του πληθυσμού, η μελέτη του Μενέλαου Χαραλαμπίδη έρχεται να δώσει μια πολύ διαφορετική προσέγγιση. Η ανάπτυξη της εαμικής αντίστασης δεν είναι το αποτέλεσμα της επιβολής μιας αποφασισμένης μειοψηφίας στον πληθυσμό αλλά μια σύνθετη διαδικασία, που θα μπορούσε να περιγραφεί ως η «συνάντηση» της συλλογικής αυτενέργειας με την ετοιμότητα της Αριστεράς να οργανώσει ένα πολυσχιδές, μαζικό, εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Σε συνθήκες πρωτοφανών στερήσεων και εξαθλίωσης, οι άνθρωποι δημιούργησαν δίκτυα επικοινωνίας και αλληλεγγύης που καλλιέργησαν το συλλογικό πνεύμα και πρακτικές επιβίωσης, τα οποία συνδυαζόμενα με την προπολεμική τεχνογνωσία του ΚΚΕ στη δημιουργία παράνομων μηχανισμών οδήγησαν στην εμφάνιση του ΕΑΜ. Η ανάπτυξη του ΕΑΜ στη συνέχεια δεν ήταν αποτέλεσμα της πετυχημένης δράσης κάποιων ικανών στελεχών, αλλά του γεγονότος ότι η δράση του ΕΑΜ συναντούσε την αποδοχή της πλειονότητας του πληθυσμού, ο οποίος έβλεπε τον αντιστασιακό αγώνα του ΕΑΜ ως δίκαιο και απαραίτητο. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του ΕΑΜ δείχνει μια κοινωνία που υπό το βάρος των δεινών της Κατοχής αλλάζει και μέσα από την αντιστασιακή εμπειρία συνειδητοποιεί ότι είναι δυνατή όχι μόνο η απελευθέρωση της πατρίδας αλλά και μια διαφορετική κοινωνία.

Η επιβίωση

Η Αθήνα θα βιώσει πρώτη τα δεινά της Κατοχής. Η επισιτιστική κρίση τους πρώτους μήνες της Κατοχής εξελίχθηκε σε λιμό τον χειμώνα του 1941-1942, ο οποίος προκάλεσε τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της πρωτεύουσας. Απέναντι στην αδιαφορία των κατοχικών δυνάμεων και την ανικανότητα της δωσίλογης κυβέρνησης να αντιμετωπίσουν την πείνα, οι Αθηναίοι θα αποδυθούν κυριολεκτικά σε έναν αγώνα επιβίωσης. Η αυτενέργεια των πολιτών οδήγησε στην ανακάλυψη μιας σειράς στρατηγικών και πρακτικών επιβίωσης. Κάποιες ήταν στενά ατομικές, όπως η μαύρη αγορά ή η κλοπή τροφίμων και εμπορευμάτων από τις αποθήκες των κατακτητών. Ομως ακόμη και η κλοπή, όπως δείχνει ο Μ. Χαραλαμπίδης στη μελέτη του, στις συνθήκες της Κατοχής είχε αρχίσει να αποκτά διφορούμενο νόημα, δεν ήταν μόνο μια πράξη επιβίωσης, αλλά θα μπορούσε να είναι και μια ενέργεια αντίστασης, στον βαθμό που η κλοπή ενός εξαρτήματος θα μπορούσε να συνδυαστεί με σαμποτάζ ή να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες μιας αντιστασιακής οργάνωσης. Οπωσδήποτε κάποιες πρακτικές ήταν σαφώς πιο συλλογικές, όπως η δημιουργία προμηθευτικών συνεταιρισμών και η διοργάνωση συσσιτίων. Σε αυτές τις πρωτοβουλίες θα πρωταγωνιστήσουν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος για να συγκροτήσουν τους πρώτους πυρήνες του ΕΑΜ.

Ο αγώνας για την επιβίωση θα λάβει από την άνοιξη του 1942 πιο συλλογικές και δυναμικές μορφές, με απεργίες οι οποίες θέτουν στο επίκεντρό τους ζητήματα διαβίωσης και επισιτισμού. Παράλληλα, το ΕΑΜ θα αρχίσει να εξαπλώνεται τόσο στους χώρους εργασίας όσο και στις συνοικίες της Αθήνας. Ο Μ. Χαραλαμπίδης εξετάζει από κοντά την ανάπτυξη και την εδραίωση του ΕΑΜ στις ανατολικές συνοικίες. Η ανάπτυξη του ΕΑΜ είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητα και τη ζωή των κατοίκων. Αντιστασιακοί πυρήνες νέων του ΕΑΜ (και αργότερα της ΕΠΟΝ) εμφανίζονται σε σχολεία, αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, προσκόπους· καφενεία και ταβέρνες μετατρέπονται σε στέκια, δηλαδή εστίες πληροφοριών και αντιστασιακής δράσης· παράνομα έντυπα και προκηρύξεις κυκλοφορούν στις γειτονιές· τα βράδια γίνονται εξορμήσεις με «χωνιά» και για αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους. Ως προς αυτά, η ιδιαιτερότητα των ανατολικών συνοικιών έγκειται στο ότι λόγω της προσφυγικής καταγωγής των κατοίκων δημιουργείται μια έντονη αίσθηση ιδιαίτερης ταυτότητας, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων αυτών των συνοικιών. Ιδιαίτερα για την περίπτωση της Καισαριανής, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, οι ίδιοι οι κάτοικοι αντιλαμβάνονται την αντιστασιακή δράση ως συνέχεια μιας «παράδοσης απείθειας» που τους διέκρινε τόσο στα Βουρλά της Μικράς Ασίας όσο και ως πρόσφυγες στον Μεσοπόλεμο. Η αντιστασιακή δράση, με αυτό τον τρόπο, έρχεται να ανανοηματοδοτήσει παλαιότερες εμπειρίες και πρακτικές και να συνδεθεί με μια ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα.

Αλλαγή τακτικής

Εάν η πείνα σημαδεύει τη ζωή των κατοίκων της Αθήνας στην αρχή τη Κατοχής, τότε η βία σημαδεύει το τέλος της Κατοχής. Ηδη από το 1943, η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων θα υποχρεώσει το ΕΑΜ να αλλάξει τακτική. Επιπλέον, η δημιουργία των ταγμάτων ασφαλείας αλλά και οι νέες δυνατότητες που έδινε στο ΕΑΜ η διοχέτευση του οπλισμού των Ιταλών μετά τη συνθηκολόγηση θα οδηγήσουν στην εμφάνιση της ένοπλης αντίστασης στις γειτονιές της Αθήνας. Η Αθήνα κατακερματίζεται σε ζώνες ελέγχου, κάποιες συνοικίες ελέγχονται από τις αντιεαμικές δυνάμεις ενώ άλλες από το ΕΑΜ. Από την άνοιξη του 1944 οι συγκρούσεις θα αποκτήσουν εμφυλιοπολεμικό χαρακτήρα, καθώς όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας, «η κυβέρνηση Ράλλη συνέδεσε τον αντικομμουνιστικό αγώνα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής με τον εσωτερικό αγώνα για την αποτροπή της επικράτησης του ΕΑΜ στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο». Παράλληλα, θα ανοίξει ένας κύκλος εκτελέσεων και αντεκδικήσεων μεταξύ ΕΑΜ και ταγμάτων ασφαλείας. Τίποτα όμως δεν μπορεί να επισκιάσει τη μαζική τρομοκρατία των γερμανικών δυνάμεων και των ελλήνων συνεργατών τους (τάγματα ασφαλείας, Ειδική Ασφάλεια, Μηχανοκίνητο Τμήμα Αστυνομίας κ.λπ.) Οι ανατολικές συνοικίες βρέθηκαν στο επίκεντρο της βίαιης δράσης των κατακτητών και των ένοπλων συνεργατών τους. Το καλοκαίρι του 1944 για τους κατοίκους αυτών αλλά και των άλλων λαϊκών συνοικιών της Αθήνας που ήταν προπύργια του ΕΑΜ είναι ένα «ημερολόγιο πολέμου», με συνεχή μπλόκα, εκτελέσεις και συλλήψεις ομήρων στην Καισαριανή, τον Βύρωνα, την Καλλιθέα, την Κοκκινιά, το Περιστέρι.

Μέσα από τις σελίδες αυτής της εξαιρετικής μελέτης ανασυντίθεται μια «άγνωστη» στις νεότερες γενιές Αθήνα. Αγνωστη, γιατί ακόμη και τα τοπωνύμια εξαφανίστηκαν μέσα από τον μεταπολεμικό «ευπρεπισμό» της Αθήνας που ήθελε να αποτινάξει τις λαϊκές και πολιτισμικά αναφομοίωτες ρίζες που υποδήλωναν ονομασίες όπως Γούβα, Κατσιπόδι, Δουργούτι ή Κουπόνια. Μια Αθήνα ταξικά διαιρεμένη και βίαια πολωμένη, η οποία δεν άργησε να εκραγεί λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση.