Το πιο δύσκολο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου είναι το χιούμορ, η σάτιρα, το καλαμπούρι, ο σαρκασμός, το «παιχνίδι» δηλαδή με τον θάνατο. Εδώ, ο Πλατής παίρνει άριστα! Επιστρατεύει τον Γκρούσο Μαρξ («Ή αυτός ο άνθρωπος είναι νεκρός ή το ρολόι μου σταμάτησε») και τον Ντίνο Ηλιόπουλο («κουνήσου απ’ τη θέση σου, χριστιανέ μου!»), τον Γιάννη Μαρή ή τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, κεφαλονίτικες παροιμίες, γαλλικές εκφράσεις, γελοιογραφίες του Κώστα Μητρόπουλου κ.ο.κ. Και βρίσκει τον σωστό τόνο: ούτε πληγώνει με το γέλιο τον πονεμένο ούτε κοροϊδεύει τον απελπισμένο.

Στο λήμμα «Μπισκότα σοκολάτας» μας μεταφέρει στο 1979 όταν πάει να ζητήσει (την τελευταία) συνέντευξη από τον Γιάννη Μαρή για το περιοδικό «Αντί» και ο άρρωστος πια συγγραφέας τού διηγείται ένα μακάβριο ανέκδοτο. Πρωταγωνιστής ένας 90χρονος που ενώ αργοπεθαίνει νιώθει τη μυρωδιά από τα αγαπημένα του μπισκότα, οπότε καταφέρνει να συρθεί μέχρι την κουζίνα όπου βλέπει τα σχετικά ταψιά και απλώνει το χέρι του να πάρει ένα, αλλά τον τσακίζει η γυναίκα του που τον χτυπά κατακέφαλα με μια σπάτουλα, φωνάζοντας: «Ασ’ τα αυτά! Είναι για την κηδεία!». Χαρακτηριστικό σχόλιο για το νόημα της ζωής που χάνεται στους τύπους. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η προσέγγιση του κορυφαίου ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα που χρησιμοποιεί τη γλώσσα του θανάτου για να γιορτάσει την ερωτική πράξη, με έναν σόκιν ελληνορθόδοξο γρίφο: «Νεκρός ιδών τον τάφον ανεστήθη/ αναστηθείς εισήλθεν του τάφου/ εισελθών του τάφου εδάκρυσεν/ δακρύσας εξήλθεν του τάφου/ και εξελθών του τάφου, απέθανεν. Τι είναι;».

«Δεν διακατέχομαι από τον φόβο του θανάτου μου», μου εξήγησε ο Πλατής. «Η αίσθηση την αναχώρησης με κάνει πιο ουσιαστικό και ικανό να χαίρομαι κάθε τι μικρό γύρω μου».