Τώρα που όλοι επιτέλους συμφωνούμε ότι έκλεισε οριστικά ο κύκλος της Μεταπολίτευσης, αφού τον κλείναμε και τον ξανανοίγαμε κάθε τόσο εδώ και 25 χρόνια, μπορούμε να ρωτήσουμε ποιον ρόλο έπαιξε η λογοτεχνία στην πορεία προς τη χρεοκοπία, χρεοκοπία που επίσης συμφωνούμε ότι δεν είναι μόνον οικονομική. Στάθηκε άραγε η λογοτεχνία μας απέναντι στη μεταπολιτευτική κουλτούρα ως ένας πόλος κριτικής συνείδησης, που ανέτεμνε με τα δικά της εργαλεία την καινούργια πραγματικότητα, επισήμαινε, προέβλεπε, προειδοποιούσε, κλόνιζε τους κυρίαρχους μύθους της περιόδου; Ή μήπως αφομοιώθηκε από αυτή την κουλτούρα κι έγινε ένα από τα συμπτώματα της παθογένειάς της;

Η εικόνα που προκύπτει αναδρομικά είναι τόσο ξεκάθαρη ώστε δεν γίνεται να καθυστερήσουμε την απάντηση για λόγους τακτικής. Με λίγες εξαιρέσεις, από εκείνες που υπάρχουν πάντα και παντού, η μεταπολιτευτική λογοτεχνία βρέθηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Στην καλύτερη περίπτωση έμεινε σε μονότονες, άχαρες, αβαθείς και κακεντρεχείς αναπαραστάσεις του «νεοβάρβαρου» μικροαστού, που κατέληξαν να κάνουν την ασχήμια από κοινωνικό φαινόμενο αισθητική επιλογή της. Στη χειρότερη περίπτωση, που ήταν και η πιο συχνή, παραδόθηκε ηδονικά στο τραγούδι των σειρήνων, στη στριγκή λαγνεία του lifestyle, με το φτενό πρόσχημα της «ρεαλιστικής» καταγραφής βιωμάτων αυτοβιογραφικού χαρακτήρα.

Στο μεγαλύτερο διάστημα της Μεταπολίτευσης δέσποσε επικοινωνιακά η λογοτεχνία της γενιάς του ’80 και της επόμενης, δηλαδή συγγραφέων που οι περισσότεροι είναι σήμερα ανάμεσα στα 40 και τα 55. Η λογοτεχνία αυτή πέρασε από έναν ανέμελο, λοίδορο κι εγωπαθή αμοραλισμό σε μια ψυχαναλίζουσα ενδοσκόπηση, που αναπαρήγε αδιάκοπα τα ίδια στερεότυπα, διογκώνοντας τα ιδιωτικά τρικυμίσματα ώς εκεί που δεν πήγαινε άλλο. Και στην πρώτη και στη δεύτερη φάση της, ένα ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της: οι ήρωές της παρέμεναν ψυχικά και πνευματικά νήπια, την ίδια στιγμή που ήταν παραμεστωμένοι, βουλιμικοί καταναλωτές των πάντων, από σεξ μέχρι επώνυμες μάρκες προϊόντων και ταξίδια ανά την υφήλιο, που και αυτά δεν ήταν παρά τροφές που καταπίνονταν αμάσητες, μόνο και μόνο για να κάνουν εντυπωσιακότερο τον κατάλογο των «εμπειριών».

Σπάνια μαθαίναμε πώς έβγαζαν το ψωμί τους, αλλά και όταν το μαθαίναμε δεν είχε σημασία, γιατί η δουλειά τους δεν επηρέαζε σχεδόν καθόλου τη ζωή τους και τη στάση τους. Το σημαντικότερο είναι ότι αυτά τα πορτρέτα δεν βγήκαν από κάποια λοξή ματιά πάνω στην πραγματικότητα που απεικόνιζαν. Οι δημιουργοί τους ήταν απόλυτα ταυτισμένοι με τους κεντρικούς χαρακτήρες τους, ήταν οι κεντρικοί χαρακτήρες τους, και οι όποιες πινελιές αυτοσαρκασμού χρησίμευαν ως άλλοθι (είμαι ένας αναίσθητος παλιοεγωιστής, αλλά δέστε με πόση παρρησία και προπαντός με πόση χάρη το λέω). Η περιλάλητη, υπερτιμημένη και παρεξηγημένη ειρωνεία αυτής της λογοτεχνίας δεν ήταν κριτική, ήταν απλώς επίδειξη κοκεταρίας.

Περισσότερα στη σελ. 24