Καθώς ο δημόσιος χώρος εξοβελιζόταν με γοργούς ρυθμούς από τη λογοτεχνία της περιόδου προς όφελος είτε της «ψυχικής ενδοχώρας» είτε φανταστικών κόσμων είτε ενός νοσταλγικά χρωματισμένου ιστορικού παρελθόντος, βρήκε καταφύγιο στην αστυνομική λογοτεχνία. Το αστυνομικό μυθιστόρημα υπήρξε πράγματι για ένα διάστημα ο αυθεντικότερος λογοτεχνικός εκφραστής μιας κριτικής στάσης απέναντι στη μεταπολιτευτική κοινωνία. Γρήγορα όμως παγιδεύτηκε από την επιτυχία του (που ήρθε κυρίως πάνω στα φτερά της δημοτικότητας του είδους στο εξωτερικό): έγινε μόδα, με συνέπεια να κατακλυστεί και αυτό από στερεότυπα και από έναν αφ’ υψηλού, αλλά ρηχό σχολιασμό με εντελώς προβλέψιμο περιεχόμενο.

Παρά το αντικομφορμιστικό και αντιιδεολογικό (ή «μεταϊδεολογικό») πνεύμα από το οποίο υποτίθεται ότι εμφορούνταν η μεταπολιτευτική λογοτεχνία, πολύ σπάνια αμφισβήτησε τα κυρίαρχα ιδεολογήματα αυτής της περιόδου, αριστερά ή εθνικιστικά, και όποτε συνέβη αυτό οι τολμητίες συγγραφείς δεν ανήκαν στα κύρια ρεύματά της. Προσέχοντας να μη προκαλέσει ένα κοινό που χόρευε στους ρυθμούς μιας μεταμοντέρνας καταναλωτικής φρενίτιδας κι ενός άκρατου ατομικισμού, αλλά ήθελε να πιστεύει ότι ήταν «προοδευτικό» και «πατριωτικό», απέφυγε επιμελώς να θίξει τους μύθους του. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα τους ευλόγησε. Έχουμε ξεχάσει ότι όχι λίγοι προβεβλημένοι «προοδευτικοί» συγγραφείς μας ανέβασαν αίφνης εθνικιστικό πυρετό, μαζί με τις μάζες, τη δεκαετία του ’90. Από την άλλη, δεν έχουμε ξεχάσει τις υστερικές αντιδράσεις που προκάλεσαν οι λίγοι συγγραφείς οι οποίοι τόλμησαν να πουν σχεδόν αυτονόητες αλήθειες, αλλά ανακηρυγμένες σε ταμπού από την Αριστερά ή την «εθνοπατριωτική» Δεξιά. Τη δεκαετία του ’80 η Άλκη Ζέη στοχοποιήθηκε από το ιδεολογικά πανίσχυρο τότε ΚΚΕ για ένα βιβλίο, την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», που ψέλλιζε κάτι για σταλινισμό, χωρίς μάλιστα ν’ αμφισβητεί κατά τ’ άλλα τη μυθολογία της ελληνικής Αριστεράς. Τη δεκαετία του ’90 ο Θανάσης Βαλτινός επέσυρε τη μήνιν σύμπασας τώρα της Αριστεράς για το «Ορθοκωστά» του, τη δεκαετία του 2000 ο Βασίλης Γκουρογιάννης προγράφτηκε από τους «ελληνόψυχους» για το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή». Και οι αντιδράσεις αυτές στηρίζονταν ή ήταν ανεκτές από ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.

Ενόψει τέτοιων διαθέσεων του πλατιού κοινού, με το οποίο φλέρταρε πάντοτε η μεταπολιτευτική λογοτεχνία, ανέλαβε να γίνει δραγουμάνος τους το ιστορικό μυθιστόρημα, η μεγάλη και διαρκής μόδα των τελευταίων δύο δεκαετιών. Σε άλλες χώρες το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από αναθεωρητική ματιά: μεταθέτει την έμφαση από την πρότυπη εξιστόρηση του παρελθόντος σε αγνοημένες πλευρές του, προτείνοντας μια διαφορετική ανάγνωση του ιστορικού δράματος. Σ’ εμάς, κάνει το αντίθετο. Είτε εικονογραφεί τις καθεστωτικές εκδοχές της Ιστορίας, διανθίζοντάς τες ίσως με κάποια δευτερεύουσας σημασίας ευρήματα από έρευνα των πηγών, είτε διαχειρίζεται με τον πιο ανώδυνο τρόπο ορισμένα καθοσιωμένα πλέον νεότερα αιτήματα, όπως π.χ. η διαπολιτισμική ή διεθνοτική συνύπαρξη, φροντίζοντας να τα προβάλλει σ’ ένα κλειστό παρελθόν και στην εικόνα ενός Άλλου που δεν ενοχλεί πια το κοινό αίσθημα (π.χ. οι Τούρκοι, ελέω και των τουρκικών σίριαλ). Πώς λοιπόν να μην είναι τόσο δημοφιλές;

Η λογοτεχνική κριτική έπαιξε τον ρόλο της στην κατίσχυση αυτής της λογοτεχνίας. Μένοντας προσηλωμένη στο επιμέρους, αποφεύγοντας αλλεργικά τις σφαιρικές θεωρήσεις και υπερτονίζοντας την αισθητική αυτονομία του λογοτεχνικού κειμένου, αποθέωσε την ομφαλοσκοπία, τη ναρκισσιστική καλλιγραφία, τον εστέτ μιζεραμπιλισμό, τις αυτιστικές ονειροδρομίες. Είναι χαρακτηριστική η συχνή, δήθεν ρεαλιστική δήλωση επιφανών εκπροσώπων της ότι αρκεί να έχουμε κάθε χρόνο δυο-τρία καλά μυθιστορήματα για να είμαστε ευχαριστημένοι από τη σοδειά. Καλά με ποιους όρους, με ποια προοπτική;

Η άξια λογοτεχνία βλέπει τον κόσμο χωρίς τα γυαλιά κοινόχρηστων μύθων, δοξασιών και συνηθειών. Αν είναι καθρέφτης μιας κοινωνίας, δεν είναι με την έννοια ότι της γυρίζει την εικόνα που θέλει να έχει για τον εαυτό της. Αλλά η λογοτεχνία της Μεταπολίτευσης λειτούργησε, δυστυχώς, σαν τον καθρέφτη της ματαιόδοξης βασίλισσας στη «Χιονάτη».