Οποιος έζησε την τηλεόραση και την Ε(Ρ)Τ1 της δεκαετίας του ’80 σίγουρα θυμάται τα πρώτα μάνγκα που είδαμε στην Ελλάδα. Τη «Χάιντι» και την «Κάντι – Κάντι», υβρίδια γιαπωνέζικης τεχνοτροπίας και ευρωπαϊκού περιεχομένου τα οποία ήρθαν να ταράξουν τους αισθητικούς κώδικες των δυτικών κινουμένων σχεδίων με την απλότητα των γραμμών τους και τον συχνά μελοδραματικό χαρακτήρα τους. Ποιος θα φανταζόταν τότε πως θα ερχόταν η μέρα που θα διαβάζαμε και το «Κεφάλαιο» του Μαρξ με όρους μάνγκα; Αλλά, μήπως αυτή δεν είναι τελικά και η μεγάλη δύναμη του καπιταλισμού; Η ικανότητα να εφευρίσκει διαρκώς πρωτότυπα και ελκυστικά προϊόντα.

Κάθε φορά που περνάει κρίση ο καπιταλισμός θυμόμαστε τον Μαρξ. Ο ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ δηλώνει πως είναι επιτακτική ανάγκη να αναλύσουμε εις βάθος τις περιοδικές κρίσεις μέσω των οποίων εξελίσσεται ο καπιταλισμός με όρους «Κεφαλαίου». Αντίστοιχα, ο πατριάρχης της κριτικής θεωρίας Τέρι Ιγκλετον πιστεύει πως είναι καιρός να παραδεχτούμε πως ο Μαρξ «είχε δίκιο». Η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου, που σε μια ενδιαφέρουσα βιβλιοκριτική της τα βάζει με τον Ιγκλετον, μεταφράζει παρ’ όλα αυτά την ίδια στιγμή ένα μίνι εγχειρίδιο του Μαρξ σχετικά με το χρήμα. Μέχρι και ο εμπορικός εκδοτικός οίκος «Λιβάνη» κυκλοφορεί βιβλίο γνωστού στελέχους του ΚΚΕ με τον Μαρξ φάτσα κάρτα στο εξώφυλλο. Ζούμε σε μια εποχή που ο Μαρξ πουλάει – όσο ειρωνικό και αν ακούγεται αυτό. Ετσι, στη μαστιζόμενη από την κρίση Ιαπωνία ένα μάνγκα που εξηγεί το «Κεφάλαιο» είναι πλέον best seller. Είκοσι χρόνια γραφής και 3.000 σελίδες διά χειρός Μαρξ και Ενγκελς συμπυκνώνονται σε δύο βιβλιαράκια τσέπης των 190 σελίδων. Στόχος του, να ανοίξει στους νεαρούς Γιαπωνέζους τα μάτια σε σχέση με μία από τις πιο σημαντικές αναλύσεις των σύγχρονων οικονομικών σχέσεων.

Το ενδιαφέρον είναι ο βαθμός συμφωνίας του μάνγκα με το πρωτότυπο, παρά τις ιδιομορφίες του είδους. Πέρα από κάποιες καραμπινάτες αστοχίες (η πιο κραυγαλέα είναι πως ο Μαρξ παρουσιάζεται στο τέλος του δεύτερου τόμου ως αρχάγγελος – πράγμα που ίσως παραπέμπει στον θρησκευτικού τύπου ασπασμό του μαρξισμού από τους οπαδούς του), είναι εντυπωσιακό πόσο έγκυρο είναι το συγκεκριμένο ανάγνωσμα.

Στο μεγαλύτερο κομμάτι του μάνγκα, αφηγητής είναι – όχι τυχαία – ο Φρίντριχ Ενγκελς, ο οποίος μας ξεναγεί στους βασικούς όρους – κλειδιά του βιβλίου (υπεραξία, ανταλλακτική αξία, βάση και εποικοδόμημα, εμπορευματικός φετιχισμός κτλ.) χωρίς εκπτώσεις, εκχυδαϊσμούς και υπεραπλουστεύσεις.

Πέρα όμως από την εξοικείωση στην οποία αποσκοπεί το μάνγκα με τη βασική ορολογία του «Κεφαλαίου», καταδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ έβλεπε τη μετατροπή του ανθρώπου σε σκλάβο των υλικών αντικειμένων και τον εξανδραποδισμό του από τον καπιταλισμό. Για να το πετύχει αυτό, ο γιαπωνέζος σχεδιαστής Γιουσούκε Μάρουο δεν δίστασε να προσθέσει ένα δικό του case – study σχετικά με έναν ταπεινό πωλητή τυριών τον 19ο αιώνα εν μέσω Βιομηχανικής Επανάστασης, ο οποίος σταδιακά μεταμορφώνεται σε καταπιεστικό «αφεντικό» χάριν του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας – όχι επειδή είναι εκ προοιμίου κακός αλλά επειδή αυτή ακριβώς είναι η διαβρωτική φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Στο τέλος, το μάνγκα διά στόματος Μαρξ καλεί τον αναγνώστη να αμφισβητήσει τον καπιταλισμό ως σύστημα, ενώ τον παροτρύνει και να ανακαλύψει το πρωτότυπο κείμενο.