Το 1922 ανακαλεί εικόνες και αφηγήσεις βίας, πόνου και δυστυχίας: οι σφαγές, ο ξεριζωµός 1,5 εκατοµµυρίου Ελλήνων, η άφιξη στην Ελλάδα, η εξαθλίωση των προσφύγων, και µετά το προσφυγικό «θαύµα». Κοινοί τόποι, όπου διασταυρώνονται χωρίς όµως να συµπίπτουν µνήµη και ιστορία.


Η θέση του 1922 στην ελληνική ιστοριογραφία είναι ιδιαίτερη. Ηδη, από τον Μεσοπόλεµοέχει µελετηθεί κυρίως η εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και η τραγική κατάληξή της και λιγότερο οι άνθρωποι που υπέστησαν τις συνέπειες της ήττας, οι πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες αντιµετωπίστηκαν ως ένα νοµικό πρόβληµα (ιδιαίτερα µετά την ανταλλαγή των πληθυσµών) και βέβαια ένα τεράστιο κοινωνικό ζήτηµα και πολύ λιγότερο ως ένα θέµα ιστορικής έρευνας. Για δεκαετίες αυτοί που ασχολήθηκαν µε την ιστορία και την κουλτούρα των προσφύγων ήταν οι ίδιοι οι πρόσφυγες και τα σωµατεία τους, και πολύ λιγότερο οι ιστορικοί και οι κοινωνικοί επιστήµονες. Αυτή η ιδιόµορφη συνθήκη επηρέασε τη θέση που έχουν τόσο το 1922 όσο και οι πρόσφυγες στη σύγχρονη ιστορική κουλτούρα. Μια θέση στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η καλλιέργεια της προσφυγικής ταυτότητας και µνήµης και λιγότερο η ιστορική γνώση και κατανόηση. Η συλλογική µνήµη, όµως, δηµιουργεί ένα παρελθόν το οποίο δεν συµπίπτει πάντα µε την ιστορική πραγµατικότητα.

Για παράδειγµα, είναι κοινός τόποςηαναφορά στη «µακραίωνη παρουσία του ακµάζοντος Ελληνισµού στη Μικρά Ασία». Ο Χάρης Εξερτζόγλου παρουσιάζει µια αρκετά πιο σύνθετη εικόνα. Τα σηµαντικά αστικά κέντρα των µικρασιατικών παραλίων τα οποία έχουµε συνήθως στο µυαλό µας (Σµύρνη, Αϊβαλί, κ.λπ.) εµφανίζουν µια σηµαντική αύξηση του ελληνορθόδοξου πληθυσµού µόλις κατά τον 19ο αιώνα, η οποία τροφοδοτείται από την εσωτερική µετανάστευση αλλά και τη µετανάστευση από τον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα την ίδια εποχή αλλάζει και η ταυτότητα αυτού του πληθυσµού. Η χριστιανική ορθόδοξη κοινότητα (που περιέκλειε µια µεγάλη πολιτισµική και γλωσσική πολυµορφία) σταδιακά µετατράπηκε σε µια εθνική κοινότητα κάτω από την επίδραση των ιδεολογιών του εθνικισµού που εκείνη την εποχή σαρώνουν τα Βαλκάνια, όπως και την υπόλοιπη Ευρώπη. Επίσης εάν αποµακρυνθούµε από τα µεγάλα αστικά κέντρα της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και στραφούµε στην ύπαιθρο, θα διαπιστώσουµε ότι οι ταυτότητες ήταν αρκετά πιο ρευστές.

Αυτό που πάντα «ξεχνιέται» στις αφηγήσεις για το 1922είναι ηάλλη πλευρά, οι µουσουλµάνοι που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια. Η Αθανασία -Μαρίνα Τσέτλακα εξετάζει την περίπτωση των ελληνόφωνων µουσουλµάνων της ∆υτικής Μακεδονίας. Επρόκειτο για χριστιανούς που είχαν ασπαστεί µια ιδιαίτερη εκδοχή της µουσουλµανικής θρησκείας, τον µπεκτασισµό. Ενώ ήθελαν να παραµείνουν στην Ελλάδα, συµπεριλήφθηκαν στους «ανταλλάξιµους» και όταν έφτασαν στην Τουρκία περιθωριοποιήθηκαν λόγω της γλώσσας και των ιδιαίτερων θρησκευτικών πρακτικών τους. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτοί, όπως και όλοι οι υπόλοιποι µουσουλµάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, τέ θηκαν στο περιθώριο και της τουρκικής ιστοριογραφίας. Οι τούρκοι ιστορικοί, όπως δείχνει η Ayse Ozil σε ένα πολύ διαφωτιστικό κεφάλαιο, προτίµησαν να ασχοληθούν µε την κατασκευή ενός ένδοξου παρελθόντος: ο στρατός συνεγείρει το ταπεινωµένο τουρκικό έθνος εναντίον των χριστιανών και ειδικά των Ελλήνων που «πρόδωσαν» την εµπιστοσύνη και την ανοχή που τους είχαν δείξει οι Οθωµανοί. Η συγγραφέας αποδοµεί ένα – ένα τα συστατικά στοιχεία αυτής της κατασκευής. Ο «στρατός» ήταν κατά ένα µέρος άτακτοι, το «τουρκικό έθνος» ήταν µια νεωτερική κατασκευή, η οποία µάλιστα στηρίχθηκε σε προνεωτερικά στοιχεία (θρησκεία), ενώ η «ανοχή» ήταν µόνο η µια όψη του νοµίσµατος, η άλλη ήταν οι διακρίσεις και η ένταση (π.χ. µποϊκοτάζ κατά των Ελλήνων και των προϊόντων τους).

Ολοι οι συγγραφείς του τόµου υπογραµµίζουν ότι η χρήση του όρου «πρόσφυγες» µάλλον συσκοτίζει την πραγµατικότητα καθώς αναφερόµαστε σε έναν τεράστιο αριθµό ανθρώπων που έχουν σηµαντικές διαφορές µεταξύ τους, πολιτισµικές, κοινωνικές, ταξικές και άλλες. Κατ’ αρχάς, ο όρος αναφέρεται σε οµάδες ανθρώπων που φτάνουν στην Ελλάδα σε διαφορετικές χρονικές στιγµές (δεκάδες χιλιάδες πριν από το 1922) και υπό διαφορετικές συνθήκες. Ο ∆ηµήτρης Σταµατόπουλος κάνοντας µια «ανθρωπογεωγραφία της καταστροφής» εξετάζει τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες οι Ελληνες υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν την πρώην Οθωµανική Αυτοκρατορία, συνθήκες που εν πολλοίς εξαρτώνται από την πορεία του ελληνοτουρκικού πολέµου. Οσοι βρέθηκαν στο επίκεντρο των συγκρούσεων θα πληρώσουν βαρύ τίµηµα σε σφαγές και διώξεις, ενώ άλλοι (π.χ.στην Καππαδοκία) θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους µετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Στη συνέχεια, η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα θα ακολουθήσει διαφορετικές διαδροµές. Ο Κώστας Κατσάπης υπενθυµίζει ότι το ελληνικό κράτος θα δώσει προτεραιότητα στην αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων, ενώ δεν θα δείξει την ίδια µέριµναγια τους πρόσφυγες που θα εγκατασταθούν στις πόλεις, οι οποίοι σε µεγάλο βαθµό θα αφεθούν στην τύχη τους. Η ίδια η προσφυγική ταυτότητα θα προκύψει όχι µόνο από την εµπειρία του ξεριζωµού αλλά και από τις τριβές που θα δηµιουργηθούν µε τους γηγενείς λόγω πολιτισµικών διαφορών, πολιτικής συµπεριφοράς κ.ά.