Ιούλιος 1998, ένα σκάφος προσαράζει σε µια παραλία κοντά στο χωριό Ριάτσε της Καλαβρίας,γνωστό από τους περίφηµους Πολεµιστές του Ριάτσε, τα δύο χάλκινα ελληνικά αγάλµατα που είχαν βρεθεί εκεί το 1972. Το σκάφος µετέφερε γύρω στους 300 Κούρδους, άντρες, γυναίκες, παιδιά.

Οι ντόπιοι περιµαζεύουν τους ξένους και τους παραχωρούν τα εγκαταλειµµένα σπίτια στο ορεινό πάνω χωριό, που το είχαν αφήσει οι ίδιοι όταν κατέβηκαν στη θάλασσα. Έτσι κι αλλιώς, και το παραθαλάσσιο χωριό τους τώρα ήταν σε απόλυτο µαρασµό, ελάχιστοι κάτοικοι είχαν αποµείνει, καταστήµατα βασικών ειδών δεν υπήρχαν πια, το σχολείο κόντευε να κλείσει.

Ο δάσκαλος του χωριού και κατοπινός δήµαρχος Ντοµένικο Λουκάνο φτιάχνει σύλλογο µε τη χαρακτηριστική ονοµασία «Πόλη του Μέλλοντος» και σε συνεργασία µε την Ύπατη Αρµοστεία του ΟΗΕ παρέχει νερό και ηλεκτρικό στους µετανάστες, κι εκείνοι ανταποδίδουν µε προσωπική εργασία.

«Ένας άνθρωπος είναι άνθρωπος, µε νόµιµα χαρτιά ή όχι. Οι πιοφτωχοί κι απ’ τους φτωχούς θα σώσουν το Ριάτσε, και σε αντάλλαγµα θα σωθούν κι οι ίδιοι απ’ αυτό» ήταν το σύνθηµα µε το οποίο εκλέχτηκε ο Λουκάνο δήµαρχος το 2004 και ξανά το 2009, ενώ το 2010 ανακηρύχτηκετρίτος καλύτερος δήµαρχος στον κόσµο από το City Mayors Foundation.

Και όντως, οι µετανάστες έσωσαν το Ριάτσε και σώθηκαν απ’ αυτό. Οι άντρες δούλεψαν στην οικοδοµή, οι γυναίκες ραπτική και χειροτεχνία, δηµιουργήθηκαν δουλειές και για τους ντόπιους και για ανέργους από τις γύρω περιοχές, ανακαινίστηκαν σπίτια του 17ου αιώνα και νοικιάζονταν στους τουρίστες, άνοιξαν ταβέρνες µε κουρδική κουζίνα, οργανώθηκαν αποτελεσµατικές οµάδες δασοπροστασίας, κυρίως γέµισε το σχολείο.

Οι πρώτοι Κούρδοι έφυγαν κάποια στιγµή για τη Γερµανία. Στη θέση τους ήρθαν µετανάστες από την Ερυθραία, την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, τη Σοµαλία, το Ιράκ κ.ά. Η ζωή για το αναγεννηµένο πια Ριάτσε συνεχίστηκε.

Το πείραµα πέτυχε. Η «ρεαλιστική ουτοπία» προσέλκυσε και τον Βιµ Βέντερς, που γύρισε την «Πτήση», µια τριαντάλεπτη ταινία µε τους ίδιους τους µετανάστεςκαι τους ντόπιους κατοίκους.

Αυτήν τη συγκλονιστική ιστορία ενδέχεται να διάβασε ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος, µολονότι είδε το φως κυρίως στο διαδίκτυο και ελάχιστα έως καθόλου στον Τύπο. Του διέφυγε όµως το ουσιώδες. Ότι στην περίπτωση του Ριάτσε η κοινωνία αγκάλιασε από µόνη της τους µετανάστες κι έγινε ένα µαζί τους. ∆εν της επιβλήθηκαν από κάποιον κεντρικό σχεδιασµό, µέσα από τον κρατικό µηχανισµό µε τα όργανά του, την αστυνοµία κτλ., και έπειτα από περινούστατη υπόδειξη ενός οσοδήποτε µεγάλου µουσικού.

Όσο για τη ρεαλιστική ουτοπία, σκέτη ουτοπία θα µένει για µας. Ενώ η πραγµατικότητα, όλο και πιο εφιάλτης.

Στο Ριάτσε η κοινωνία αγκάλιασε από µόνη της τους µετανάστες, δεν της επιβλήθηκαν από κάποιον κεντρικό επιτελικό σχεδιασµό