Οι συγκεντρώσεις διαµαρτυρίας γυναικών στην καρδιά του Βερολίνου το 1943 αποτελούν µια από τις σπάνιες, και αξιοπρόσεκτες, πράξεις αντίστασης Γερµανών κατά του ναζιστικού καθεστώτος.


Το Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 1943 αστυνοµικοί, άνδρες των SS και της Γκεστάπο χτένιζαν το Βερολίνο για να συλλάβουν τους τελευταίους Εβραίους που είχαν αποµείνει στην πόλη για να τους εκτοπίσουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επρόκειτο για Εβραίους που είχαν κάνει «µεικτούς» γάµους (είχαν παντρευτεί «άριες» Γερµανίδες) ή είχαν κατηγοριοποιηθεί από το καθεστώς ως «µιγάδες» (Mischlinge) επειδή προέρχονταν από «µεικτούς» γάµους. Καθώς τα νέα για τις συλλήψεις διαδόθηκαν, εκατοντάδες Γερµανίδες, κυρίως σύζυγοί τους, άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το κτίριο που κρατούνταν, στην οδό Ρόζενστρασε στο κέντρο του Βερολίνου. Ηθελαν να µάθουν αν βρίσκονταν εκεί οι σύζυγοί τους, εάν ήταν καλά στην υγεία τους και πάνω απ’ όλα γιατί τους είχαν συλλάβει και τι σκόπευαν οι Ναζί να κάνουν. Συναντώντας την άρνηση των Αρχών να τους δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία, δεν διαλύθηκαν και δεν επέστρεψαν σπίτια τους. Αντίθετα, έµειναν εκεί και το βράδυ, όπως και την επόµενη ηµέρα. Επί µέρες το πλήθος των γυναικών όχι µόνο δεν διαλυόταν αλλά αντίθετα αυξανόταν και γινόταν όλο και πιο επιθετικό. Μπροστά από τους οπλισµένους φρουρούς φώναζαν οµαδικά «δολοφόνοι, δολοφόνοι!». Μπροστά στο κύµα αντιδράσεων, οι Ναζί υποχώρησαν. Στις 6 Μαρτίου ο Γκέµπελς διέταξε να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι Εβραίοι που είχαν κάνει µεικτό γάµο ή είχαν κατηγοριοποιηθεί ως Mischlinge.

O ιστορικός Νέιθαν Στόλτζφους στο βιβλίο του µε αριστοτεχνικό τρόπο ανασυνθέτει την προϊστορία αυτής της σηµαντικής διαµαρτυρίας. Αναζήτησε και πήρε συνεντεύξεις από γυναίκες που συµµετείχαν σε αυτή ή άνδρες που είχαν συλληφθεί και δόµησε την ανάλυσή του σε τρία επίπεδα: την εξιστόρηση της ζωής κάποιών συγκεκριµένων ζευγαριών ή περιπτώσεων Mischlinge, τις επιπτώσεις των αντισηµιτικών µέτρων στη ζωή των Εβραίων του Βερολίνου και, τέλος, τη συνολικότερη ναζιστική πολιτική για το φυλετικό ζήτηµα. Το προτέρηµα αυτής προσέγγισης είναι ότι εξετάζει την κλιµάκωση των αντισηµιτικών διώξεων από τη σκοπιά του τρόπου µε τον οποίο τα βίωσαν οι Εβραίοι και τις συνέπειες που είχαν στην καθηµερινή ζωή των ιδίων και των οικογενειών τους. Ηδη από την 1η Απριλίου 1933 («ηµέρα µποϊκοτάζ των εβραϊκών επιχειρήσεων») άρχισε να δηµιουργείται ένας κλοιός κατά των Εβραίων της Γερµανίας που σταδιακά γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός: απόλυση από το ∆ηµόσιο, απαγόρευση άσκησης επαγγέλµατος, απαγόρευση γάµου µε άτοµα της «άριας» φυλής, πογκρόµ κατά καταστηµάτων και συναγωγών, εξώσεις από σπίτια, απαγόρευση να επι σκέπτονται κινηµατογράφους, υποχρέωση να φορούν το άστρο του ∆αβίδ και να το τοιχοκολλούν έξω από τα σπίτια τους, και πολλά άλλα µέχρι την απόφαση της Τελικής Λύσης.

ΟιΕβραίοιπουείχανπαντρευτεί «άριες»Γερµανίδεςκαιοι Mischlinge δεν εξαιρέθηκαν από τα αντισηµιτικά µέτρα. Ασκήθηκαν πιέσεις να χωρίσουν από τους Εβραίους συζύγους τους (ώστε οι τελευταίοι να µείνουνεντελώς ανυπεράσπιστοι), ενώ οι Mischlinge βρέθηκαν στην ιδιόµορφη θέση αφενός να διώκονται απότους Ναζί και αφετέρου να µην µπορούν να στηριχθούν στην εβραϊκή κοινότητα επειδή δεν τους θεωρούσε µέλη της. Η τύχη αυτών των δύο κατηγοριών Εβραίων της Γερµανίας (όπως και συνολικά των Εβραίων) κρίθηκε στη ∆ιάσκεψη του Wansee τον Ιανουάριο του 1942. Οι Εβραίοι που είχαν µεικτό γάµο θα εκτοπίζονταν όπως και οι υπόλοιποι Εβραίοι της Ευρώπης, ενώ οι Mischlinge θα µπορούσαν να παραµείνουν στο Ράιχ µόνο εάν δέχονταν να στειρωθούν. Οι διαδοχικές συζητήσεις και διαφορετικές προτάσεις ειδικά γι’ αυτές τις δύο κατηγορίες, υποστηρίζει ο συγγραφέας, δείχνουν ότι οι Ναζί ανησυχούσαν για τον αντίκτυπο που θα είχαν αυτά τα µέτρα στη γερµανική κοινωνία. Οπως απέδειξαν οι κινητοποιήσεις των γυναικών στη Ρόζενστρασε, η ανησυχία τους ήταν βάσιµη.

Ο συγγραφέας τονίζει τον πολιτικό χαρακτήρα της διαµαρτυρίας. Οι γυναίκες βγήκαν στους δρόµους για να σώσουν τους συζύγους τους, όµως από τη στιγµή που αυτή η αντίδραση ήταν δηµόσια αποκτούσε πολιτικό χαρακτήρα και «παρ’ όλο που παρακινείτο από προσωπικά κίνητρα, το άτοµο που διαµαρτυρόταν είχε επίγνωση της κοινωνικής αδικίας και της πολιτικής ισχύος της διαµαρτυρίας» (σελ. 300). Ωστόσο, το περιστατικό της Ρόζενστρασε παρέµεινε µεµονωµένο. Η πλειονότητα των Γερµανών δεν αντέδρασε στις αντισηµιτικές διώξεις. Οπως δεν αντέδρασαν και οι άλλοι λαοί της κατεχόµενης Ευρώπης, µε αποτέλεσµα την εξόντωση εκατοµµυρίων εβραίων συµπατριωτών και γειτόνων τους.