Τα φυτά διαθέτουν την εκπληκτική ικανότητα να χαρτογραφούν τον χωρόχρονο, να αντιλαμβάνονται το εξαιρετικά περίπλοκο φωτεινό και άλλο περιβάλλον τους και να ρυθμίζουν στη βάση τέτοιων δεδομένων το αναπτυξιακό και αμυντικό τους πρότυπο.


Είναι η πρώτη φορά που ο συγγραφέας, καθηγητής στον Τομέα Βιολογίας Φυτών του Πανεπιστήμιου Πατρών, εκτίθεται στο ευρύτερο ελληνικό κοινό μ΄ ένα βιβλίο που ξεπερνά τα στενά όρια της επιστήμης του. Θα πρέπει να αγαπάει πολύ τις νουβέλες και τα μυθιστορήματα ο Μανέτας. Αλλιώς δεν εξηγείται η επιλογή σε βαθμό εμμονής να γράψει ένα επιστημονικό βιβλίο σαν λογοτεχνικό, χωρίς «ενοχλητικές» σημειώσεις και βιβλιογραφικές παραπομπές, χωρίς εικόνες, πίνακες ή σχήματα. Στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», η εικονογράφηση παίζει κυρίαρχο ρόλο. Αντ΄ αυτής, στην «Αλίκη στη χώρα των φυτών» υπάρχει «ένα μικρό βιβλίο μέσα στο μεγάλο», φτιαγμένο από πλαγιότιτλους στον φαρδύ χώρο, δίπλα στο κυρίως κείμενο, που ορίζουν, υπενθυμίζουν, συμπεραίνουν, διασκεδάζουν, ερεθίζουν.

Οι ειδικοί λένε πως ο συγγραφέας της πρώτης, ο μαθηματικός Λιούις Κάρολ, σχολιάζει στο έργο του καταστάσεις και αντιλήψεις της εποχής του. Ανάλογα σχολιάζει κι ο Μανέτας, μεταφερόμενος με εξαιρετική άνεση από τη χώρα των φυτών στη χώρα των ανθρώπων, ακόμα και στην προσωπική του χώρα. Διατυπώνει λ.χ. σειρά συμπερασμάτων του τύπου «όταν οι καλοί εραστές σπανίζουν, επωφελούνται οι επιλαχόντες» ή «η αφθονία των πόρων παρασύρει σε πολυτελή και σπάταλη διαβίωση» και «η έντονη ζωή δεν συμβιβάζεται με τη μακροζωία» ή «όταν το μέτωπο καταρρεύσει, αλλάζει η αμυντική πρακτική». Επεξηγεί ότι «δεν είναι μια πλήρης κατάρρευση των ηθών (δηλαδή μια πλήρης κατάρρευση των χημικών απαγορεύσεων), αλλά μια επιλεκτική άμβλυνση», ότι οι σχέσεις που δημιουργούν τα φυτά μπορεί να είναι «έντιμη εμπορική συμφωνία», «ελεημοσύνη ή ψυχοπονιά», αλλά και «πόλεμος, καταστροφή και πλιάτσικο». Αποφαίνεται για την «κεντρική εξουσία και την αποκέντρωση», για την «αχαλίνωτη ανάπτυξη εις βάρος της αειφορίας», για τα «θηλυκά που δεν δέχονται όποιον κι όποιον», για τους «ακόλαστους γυρεόκοκκους» και για τα «γεννητικά όργανα μιας χρήσεως», αλλά και για τη «ρύθμιση των ενζυμικών μεταβολικών κύκλων από τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης». Ισχυρίζεται ότι «όταν όλα τα άλλα μαγαζιά είναι κλειστά, θα ψωνίσεις από το διανυκτερεύον, έστω κι αν ο πωλητής είναι αγενής, βρωμιάρης κι ακριβός» ή ότι «το ετερόφυλο σεξ κοστίζει, αν και στα φυτά την αμοιβή παίρνει συνήθως ο μεσάζων».

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι αναπαραγωγή, πόροι, οικονομία, άμυνα, σχέσεις, θάνατος, μακροζωία αποτελούν κεντρικά θέματα αυτού του βιβλίου για τα φυτά. Οπως και η εξελικτική τους ιστορία και οι διαφορές από τα ζώα, η αντίληψή του περίγυρου αλλά και οι παραβιάσεις του βιολογικού τους προτύπου. Ο καθένας, ως άλλη Αλίκη, μπορεί να θαυμάσει αλλά και να ξαφνιαστεί από τα πλάσματα που παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου: φυτά που τρώνε ζώα και σαλιγκάρια που φωτοσυνθέτουν, φυτά που δεν έχουν φύλλα κι έτσι δεν φωτοσυνθέτουν, φυτά με γρήγορες κινήσεις, φυτά που βρωμάνε σαν περιττώματα, φυτά που μιλάνε μεταξύ τους, φυτά-απατεώνες, φυτά που κρυφακούνε, φυτά που παθαίνουν εμβολή μα δεν πεθαίνουν- όλα πλάσματα της χώρας των φυτών, εξίσου παράδοξα με τα κινούμενα και ομιλούντα τραπουλόχαρτα, τη σκιά γάτας, την ψευτοχελώνα και τα άλλα συναφή της «χώρας των θαυμάτων». Στο 10ο κεφάλαιο, ο Μανέτας συνειδητά προκαλεί απευθύνοντας την ερώτηση «είναι τα φυτά ευφυείς οργανισμοί εν τέλει;». Οπου ευφυΐα για τον Μανέτα είναι η δυνατότητα ορθής αντίληψης του πραγματικού κόσμου. Με αυτό το κριτήριο ξεδιπλώνει γνωρίσματα και «δεξιότητες» των φυτών για να καταλήξει στο ότι τα αδικούμε όταν αποκαλούμε κάποιον «φυτό» κι ότι τα φυτά διαθέτουν την ευφυΐα που αρμόζει στις δικές τους ανάγκες. Θα συμφωνήσω με το πρώτο, υπενθυμίζοντας ωστόσο ότι η σύγχρονη νευροφυσιολογία αρχίζει κι αυτή να υποψιάζεται ότι οι άνθρωποι στους οποίους κατεξοχήν αναφερόμαστε με τον χαρακτηρισμό «φυτό» έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα αντίληψης του κόσμου απ΄ ό,τι νομίζαμε. Ως προς το δεύτερο, όμως, ανάλογη με τα φυτά ευφυΐα έχουν όλοι. Βακτήρια, πρωτόκτιστα και μύκητες έχουν κι αυτά την ευφυΐα που αρμόζει στις ανάγκες τους. Αλλιώς θα είχαν εξαφανιστεί πριν καλά καλά προλάβουν να δουν το φως της ημέρας. Αλλά, αν όλοι διαθέτουν ευφυΐα, τότε δεν υφίσταται ευφυΐα.

Το κείμενο του Μανέτα ρέει με ποιότητα λόγου και έντονη παραστατικότητα όπου χρειαστεί, σαν το «φωτεινό ποτάμι που ξεχειλίζει», η θεματική του ξεδιπλώνεται εύλογα και στοχευμένα, οι πληροφορίες του δεν πνίγουν και οδηγούν στη γνώση.

Η Δέσποινα Βώκου είναι καθηγήτρια Οικολογίας στο ΑΠΘ.