Η αναφορά στον «Μάη του ΄68» συνήθως συνδέεται με συγκρούσεις και οδοφράγματα στο Παρίσι. Στην πραγματικότητα το κίνημα του ΄68 ήταν αρκετά πιο πολύμορφο και αντιφατικό.


Πολλοί, και όχι μόνο από τον συντηρητικό χώρο, θεωρούν το 1968 υπεύθυνο για την «ηθική κατάπτωση» και την «πολιτισμική κρίση» των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών (όπως, κατ΄ αναλογία, πολλοί στην Ελλάδα θεωρούν αιτία της σημερινής κρίσης την «κουλτούρα της μεταπολίτευσης»). Οπως συχνά συμβαίνει, τέτοιες διαπιστώσεις στηρίζονται σε χονδροειδείς απλουστεύσεις και ατεκμηρίωτες γενικεύσεις.

Πρώτα και κύρια, το ΄68 ήταν ένα κατ΄ εξοχήν διεθνές γεγονός που ανέδειξε τη νεολαία ως αυτόνομο κοινωνικό υποκείμενο, φορέα πολιτισμικής αμφισβήτησης και κοινωνικής αλλαγής και πρωταγωνιστή των πολιτικών εξελίξεων στο Δυτικό Βερολίνο, τη Ρώμη, την Πόλη του Μεξικού, το Ρίο ντε Τζανέιρο, την Πράγα, το Τόκιο, το Μπέρκλεϊ και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτό. Ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκαν οι Α. Σιλντ και Ντ. Ζίγκφριντ αναδεικνύει την ποικιλομορφία αυτού του κινήματος και τους διαφορετικούς, συχνά αντίθετους προσανατολισμούς που συνυπήρχαν στο κίνημα του ΄68. Ποικιλομορφία

Οι συγγραφείς εντάσσουν το 1968 σε μια ευρύτερη ιστορική περίοδο που ονομάστηκε long sixties, αρχίζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και φτάνει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στην αρχή αυτής της ιστορικής περιόδου δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την εμφάνιση του νεολαιίστικου κινήματος (π.χ. μαζικοποίηση της εκπαίδευσης), ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν πλέον διακριτοί οι διαφορετικοί προσανατολισμοί που προέκυψαν από το κίνημα του ΄68 (π.χ. φεμινιστικό και οικολογικό κίνημα). Αυτοί οι διαφορετικοί προσανατολισμοί μπορεί εν μέρει να ανιχνευθούν και στην ίδια τη «στιγμή» του ΄68. Ο συγκρουσιακός χαρακτήρας που σφράγισε τις κινητοποιήσεις σε Γαλλία, Δυτική Γερμανία ή Ιταλία, απουσίαζε από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τα κεφάλαια του τόμου που ασχολούνται με τις σκανδιναβικές χώρες επισημαίνουν την απουσία βίαιων συγκρούσεων μεταξύ φοιτητών και δυνάμεων καταστολής λόγω μιας ισχυρής παράδοσης πολιτικής συναίνεσης και ευέλικτων θεσμών διαμεσολάβησης. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται μια πρώτη διάσταση της ποικιλομορφίας του ΄68: ενώ το κίνημα είχε αδιαμφισβήτητο διεθνή χαρακτήρα, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε σε κάθε συγκεκριμένη χώρα συνδέεται με τις διαφορετικές, εθνικές, πολιτικές πραγματικότητες.

Καταναλωτισμός

Η δεύτερη διάσταση της ποικιλομορφίας του ΄68 αφορά αυτό που στη διεθνή συζήτηση έχει καθιερωθεί ως δίπολο ανάμεσα αφενός στην πολιτική- ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση και αφετέρου στον εναλλακτικό τρόπο ζωής: από τη μια οι επαναστάτες με το όραμα της αλλαγής της κοινωνίας, από την άλλη τα κοινόβια με τη λογική της προσωπικής απελευθέρωσης. Σε μεγάλο βαθμό ισχύει ότι το κίνημα εναλλακτικού τρόπου ζωής αναπτύχθηκε σε χώρες με μικρότερη πολιτικοποίηση. Ωστόσο, στις περισσότερες χώρες στα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι δύο τάσεις δεν ήταν αντιθετικές, αλλά συνυπήρχαν. Ο διαχωρισμός θα γίνει σαφής και έντονος όταν υποχωρήσει το κίνημα του ΄68. Τότε, από τη μια θα επικρατήσει ο δογματισμός ή η λογική της ένοπλης σύγκρουσης με το κράτος και από την άλλη η εναλλακτική σκηνή θα κατακλυστεί από τα σκληρά ναρκωτικά ή θα υποκύψει στον πειρασμό της εμπορευματοποίησης.

Εάν αυτά είναι λίγο- πολύ γνωστά, η καινοτομία του τόμου είναι ότι αλλάζει το πρίσμα της συζήτησης και τα εξετάζει μέσα από τις αλλαγές που φέρνει η εμφάνιση του καταναλωτισμού στις μεταπολεμικές κοινωνίες. Οπως γράφουν οι δύο επιμελητές στην εισαγωγή, η οικονομική ευμάρεια και η κατανάλωση έδωσαν τη δυνατότητα στους νέους να αποδεσμευτούν «από τους καταναγκασμούς του παρελθόντος και να επεκτείνουν τους κοινωνικούς και τους φαντασιακούς τους δεσμούς, καθώς και το εύρος των εμπειριών τους». Στη μεταπολεμική εποχή οι δεσμοί που συνείχαν τις διαφορετικές γενιές μεταξύ τους αποδυναμώθηκαν, η νεολαία έγινε διακριτή κοινωνική κατηγορία και οι κοινωνικές- ταξικές διαφορές επαναπροσδιορίστηκαν ως νεολαιίστικες υποκουλτούρες. Οι νεολαιίστικες υποκουλτούρες λειτούργησαν ως «φαντασιακές κοινότητες» χιλιάδων νέων από διαφορετικές χώρες με σημεία αναφοράς ενδυματολογικούς κώδικες, στέκια, περιοδικά και μουσικά ρεύματα, που πλέον αποτελούσαν παραγωγούς νοήματος. Ειδικά μετά τους Βeatles, η μουσική μετατράπηκε σε προνομιακό πεδίο έκφρασης της νεολαιίστικης υποκειμενικότητας αλλά και μια από τις πιο κερδοφόρες βιομηχανίες.

«Νάρκωση συνείδησης»

Παράλληλα ο καταναλωτισμός τέθηκε στο στόχαστρο της Αριστεράς, απηχώντας την παλαιότερη κριτική που είχε ασκήσει η Σχολή της Φρανκφούρτης στη μαζική κουλτούρα.

Η κατανάλωση αντιμετωπίστηκε ως «νάρκωση της συνείδησης» και εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και επιθυμιών. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πολυκαταστήματα αποτέλεσαν συχνά στόχο των ακτιβιστών, ενώ σε μεγάλο βαθμό η «αντικουλτούρα» βασίστηκε στην αμφισβήτηση του κυρίαρχου καταναλωτικού μοντέλου. Πάντως, το ενδιαφέρον θέμα που εγείρουν αρκετοί συγγραφείς του τόμου είναι ότι ο συντηρητισμός που κυριαρχούσε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1950 κλονίστηκε και λόγω της εμπορευματοποίησης- για παράδειγμα, η αλλαγή στα σεξουαλικά ήθη ήταν αποτέλεσμα τόσο της σεξουαλικής απελευθέρωσης που προώθησε το κίνημα του ΄68 όσο και της εμπορευματοποίησης του σεξ.