Η εντυπωσιακή επιστροφή της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς ως απόλυτο πρότυπο στις τέχνες και στα γράμματα στηρίχθηκε στο κλασικό έργο του Βίνκελμαν που κυκλοφορεί στα ελληνικά με καθυστέρηση δυόμισι αιώνων
Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η αρχαία ελληνική τέχνη ήταν ένα θολό πεδίο που μπορούσε να προσεγγιστεί μόνο διά της τεθλασμένης οδού, μέσα από βιβλία δηλαδή και όχι σε μουσεία ή έστω σε συλλογές ιδιωτών. Οσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, η σύλληψη της ιδέας για την υπεροχή της ελληνικής τέχνης έναντι όλων των υπολοίπων συντελέστηκε στη Δύση και ολοκληρώθηκε στην Ιταλία μακριά από ελληνικά χώματα, αγάλματα και μνημεία. Πρωτεργάτης αυτού του «κινήματος», ιδρυτής ουσιαστικά της αρχαιολογίας και πιονέρος της ιστορίας της τέχνης υπήρξε ο γερμανός Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν, στο έργο του οποίου στηρίχτηκε κατά μεγάλο ποσοστό ο κλασικισμός που ακολούθησε. Το έργο αυτό, γραμμένο σε γλαφυρή γλώσσα, κυκλοφορεί επιτέλους στα ελληνικά, θαυμάσια μεταφρασμένο.

Ο Βίνκελμαν γεννήθηκε το 1717 σε μια μικρή πρωσική κωμόπολη και παρ΄ ότι γιος τσαγκάρη κατάφερε χάρη σε υποτροφίες να αποκτήσει εντυπωσιακή μόρφωση. Δάσκαλος αρχικά κι αργότερα βιβλιοθηκάριος στις διαταγές κάποιου εύπορου κόμη κοντά στην Δρέσδη, έφτασε ώς το αξίωμα του εφόρου αρχαιοτήτων στην Αιώνια Πόλη έχοντας προηγουμένως διατελέσει βιβλιοθηκάριος του Βατικανού. Η μετάβασή του στην Ιταλία τού έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσει από κοντά τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της και να προχωρήσει στην ολοκλήρωση του κορυφαίου έργου του «Ιστορία της αρχαίας τέχνης» μακριά από τις σκοτούρες του βιοπορισμού που τον βασάνιζαν τα πρώτα χρόνια στην Γερμανία. Κυνηγός της ομορφιάς, ο Βίνκελμαν έθεσε αισθητικούς όρους στην πρόσληψη και κατανόηση της τέχνης μελετώντας κυρίως τον τρόπο απόδοσης του ανθρώπινου σώματος από τους γλύπτες ορίζοντας την ανώτατη ομορφιά ώς την «απόλυτη συμφωνία του πλάσματος με τις προθέσεις του καθώς και των μερών μεταξύ τους και με το όλον του».

Σε ευθεία αντίθεση προς την τέχνη του μπαρόκ και του ροκοκό με τα φορτωμένα και γεμάτα πλουμίδια έργα, ο Βίνκελμαν προτείνει την «ευγενή απλότητα» και το «ήρεμο μεγαλείο» των αρχαιοελληνικών έργων τέχνης. Φέρνοντας ως παράδειγμα το άγαλμα που παρουσιάζει τον ιερέα Λαοκόοντα και τους δυο του γιους να θανατώνονται από τεράστια φίδια για την ανυπακοή τους προς τον Ποσειδώνα, ο συγγραφέας προτρέπει τους συγχρόνους του να μιμηθούν τους Ελληνες αν θέλουν να δημιουργήσουν κάτι πραγματικά σπουδαίο.