Στο μυθιστόρημα «Τα σακιά» μια οικογενειακή ιστορία εγγράφεται στο κοινωνικό πλαίσιο της όψιμης Μεταπολίτευσης, δηλαδή στον συλλογικό κλοιό της Ελλάδας που παρακμάζει από την πλαστή ευμάρεια και την πολιτιστική ευτέλεια
Το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Τα σακιά, επικεντρώνεται στη βαθιά τραυματική σχέση δύο δυστυχισμένων ανθρώπων με διαλυμένες ζωές, μιας μάνας και του γιου της. Η υπόθεση του βιβλίου συνοψίζεται προς το τέλος του, μέσα από την προοπτική της μάνας, «ορθά κοφτά»: «τρεις βιασμοί, ένας φόνος, κάρφωμα από τη μάνα, ισόβια» (σ. 350). Η Βιβή Χολέβα, 52χρονη το 2007, όταν διαδραματίζεται ο βασικός χρόνος της ιστορίας, κουβαλάει στην πλάτη της το σακί της ισόβιας καταδίκης της στη δυστυχία. Η κυρία αιτία της τα εγκλήματα που διέπραξε πριν από δέκα χρόνια, το 1997, ο τότε εικοσάχρονος μοναχογιός της Λίνος: τρεις βιασμοί νεαρών γυναικών, το τρίτο θύμα πνιγμένο με το κορδόνι του παπουτσιού του δράστη. Ακολούθησε ο επανειλημμένος βιασμός της ψυχής της μάνας: καθώς είχε βάσιμες ενδείξεις ότι ο βιαστής ήταν ο γιος της, τον κατέδωσε στην αστυνομία. Στη συνέχεια, η μεγάλη δημοσιότητα που προκάλεσε η σύλληψη, η δίκη και η καταδίκη του δράστη σε ισόβια ανάγκασε τη Βιβή να αλλάξει εντελώς ζωή, σχεδόν την ίδια την ταυτότητά της, για να μπορέσει να περνά απαρατήρητη από τα αδιάκριτα βλέμματα που θα αναγνώριζαν την επονείδιστη μητέρα του βιαστή.

Δραματική ένταση

Η Καρυστιάνη οργάνωσε την πλοκή του μυθιστορήματος έτσι ώστε να διατηρήσει υψηλή τη δραματική έντασή του. Ετσι στο πρώτο («Το σύννεφο») και στο πέμπτο κεφάλαιο («Το ντουβάρι») εξιστορείται η πενθήμερη εκδρομή μητέρας και γιου στους Δελφούς. Ο ισοβίτης παίρνει την πρώτη του άδεια και η Βιβή προσπαθεί απεγνωσμένα και ανεπιτυχώς να υλοποιήσει το ανεδαφικό σχέδιό της να του προκαλέσει θαυμασμό για τις ελληνικές αρχαιότητες, ώστε να έχει κάποιο ενδιαφέρον στην υπόλοιπη εντός της φυλακής ζωή του. Η επαφή, ωστόσο, των δύο προσώπων επιφέρει την κάθαρση στη σχέση τους, καθώς η σωρευμένη βία της μακρόχρονης σιωπηρής μεταξύ τους εχθρότητας ξεσπά στην αναγνώριση της βαθιάς ενοχής τους: εκείνου για τα εγκλήματα που διέπραξε, εκείνης για την εγκατάλειψη του Λίνου στην κρίσιμη εποχή της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Οταν πια χωρίζουν, με την επιστροφή του Λίνου στη φυλακή και της Βιβής στην αναπόδραστη ζωή της, έχουν συμφιλιωθεί με την προοπτική της δυστυχίας τους. Τα ενδιάμεσα τρία κεφάλαια του μυθιστορήματος αποτελούν μια μακρά αναδρομική αφήγηση σε όλα όσα προηγήθηκαν της τελικής πράξης του δράματος. Στο δεύτερο κεφάλαιο («Το ταχίνι») ανακαλείται η προηγούμενη ζωή της Βιβής και ανιχνεύονται τα αίτια των αποτυχιών της. Καταπιεσμένο παιδί μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας, κατόρθωσε να γίνει φοιτήτρια Ιατρικής στην αρχή της Μεταπολίτευσης, αλλά οδηγήθηκε εσπευσμένα, σε αποτυχημένο γάμο και στην εγκατάλειψη των σπουδών της. Υστερα και από τον θάνατο του αλκοολικού συζύγου της αφοσιώθηκε στη διαχείριση ενός μαγαζιού με διακοσμητικά είδη, εγκαταλείποντας συναισθηματικά το παιδί της για χάρη της οικονομικής της ευδοκίμησης. Στο τρίτο κεφάλαιο («Το φτυάρι») εξιστορούνται, στο καλοκαίρι του 1997, το ψυχικό αδιέξοδο του εικοσάχρονου πια Λίνου, το συναισθηματικό χάσμα που τον χωρίζει από την αδύναμη να τον βοηθήσει μητέρα του και τα εγκλήματά του. Στο τέταρτο κεφάλαιο («Το κορδόνι») το δράμα κορυφώνεται με την αποκάλυψη του δράστη, την κατάδοσή του από τη Βιβή και την καταδίκη του σε ισόβια.

Ταραγμένη ψυχή

Στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, στα τέσσερα κεφάλαιά του, ανατέμνονται η αποτυχημένη ζωή, η ψυχική διάλυση και η συναισθηματική αποστράγγιση του γυναικείου χαρακτήρα με τη σταθερή χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου (όπου ο τριτοπρόσωπος αφηγητής απηχεί σταθερά τις μη εκπεφρασμένες σκέψεις του προσώπου της μάνας). Μόνο στο τρίτο κεφάλαιο η αφήγηση απηχεί τις σκέψεις του Λίνου, προκειμένου να αναδειχθεί ο ταραγμένος ψυχισμός του κύριου ανδρικού χαρακτήρα καθώς γίνεται εγκληματίας.

Με την εκλεπτυσμένη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου η Καρυστιάνη προφυλάσσει το μυθιστόρημα από τον μελοδραματισμό, καθώς έτσι αφενός ψυχογραφεί το δίδυμο των καθαρά τραγικών χαρακτήρων της, ενώ περιγράφει και τις συναρτημένες με το εσωτερικό δράμα πράξεις τους, αφετέρου όμως επιτυγχάνει την ειρωνική αποστασιοποίηση από το δράμα χάρη στην υψηλής ποιότητας αφηγηματική μαεστρία της. Η μεγάλη δραματική ένταση του πρώτου κεφαλαίου, με τα δύο μέλη του τραγικού διδύμου να σφάζονται με το βαμβάκι, προδιαθέτει τον αναγνώστη για ένα αφήγημα που θα διαβάσει με αμείωτη προσοχή. Αλλά η μακρά αναδρομική αφήγηση των τριών κεφαλαίων που ακολουθούν δεν αποκλείεται να τον κουράσει με κάποια επαναλαμβανόμενα στοιχεία.