Με τον δεύτερο τόμο της «Ιλιάδας» του, που εμφανίστηκε πριν από λίγες μέρες, ο Δημήτρης Μαρωνίτης τερμάτισε ένα αγώνισμα αδυσώπητης εσωτερικής δαπάνης και αποφασισμένης μοναξιάς
Στον νέον άντρα, γιε μου, του πρέπουν όλα, κι όταν/ ακόμη ο κοφτερός χαλκός στην άγρια μάχη τον σκοτώσει/ και τον αφήσει ολόγυμνο στο χώμα· ό,τι και να φανερωθεί/ στο σώμα του, τα πάντα είναι ωραία· όπου ωστόσο/ αναίσχυντα σκυλιά του σκοτωμένου γέροντα ντροπιάζουν / άσπρα γένια, τα λευκά μαλλιά και μαραμένα τ΄ αχαμνά του,/ πράγμα πιο θλιβερό στον κόσμο των θνητών δεν γίνεται. Ο Πρίαμος πασχίζει να κρατήσει τον Εκτορα μακριά από τον μαινόμενο και εκδικητικό Αχιλλέα, και η έκκλησή του αποτυπώνει τη ρυθμιστική αρχή του ιλιαδικού κόσμου, αυτήν που ο Δημήτρης Μαρωνίτης ονοματίζει «το ριζικό πάθος του πολέμου». Πάθος, στο όριο της «παρακμιακής» ηδυπάθειας, το σκοτωμένο παλικάρι, αλλιώς ωραίο· πάθος, μάλλον δυσνόητο και «ακατάλληλο» για τους «ανηλίκους» της προχωρημένης μας νεωτερικότητας, το γεροντικό λείψανο με τα «μαραμένα αχαμνά» που θα ριχτεί στα σκυλιά.

Πάθος πλοηγεί και τον νόστο του Οδυσσέα, αλλά η «Οδύσσεια», η οποία ξέρει από σώματα που έπαθαν, είναι κυρίως το έπος του σώματος που θυμάται και αφηγείται. Η Ιλιάδα, όμως, είναι κάτι σαν «breaking news» από το εξελισσόμενο μέτωπο- και ο Δημήτρης Μαρωνίτης, που ξόδεψε χρόνους πολλούς στοχεύοντας το ζωντανό νεοελληνικό ανάλογο του αφηγηματικού ήθους της «Οδύσσειας», δεν είχε ούτε ο ίδιος προβλέψει ότι το πρωθύστερο μεταφραστικό του δρομολόγιο θα τον έφερνε σε έσχατη, «εξ επαφής», ανάγκη απέναντι στον «άγριο θυμό του Αχιλλέα».

Θεωρητικά, στη φιλολογία, όπως και στη δημοκρατία, δεν υπάρχουν αδιέξοδα: αν οι συγκυρίες συμβεί να αντιστρέψουν τη φυσική χρονολογική τάξη (πρώτα η Οδύσσεια, μετά η προγενέστερη Ιλιάδα ), ο μεταφραστής θα επιλέξει ένα από τα εγκεκριμένα διαθέσιμα «software», με μικρές αναπροσαρμογές (αν αισθάνεται ότι χρειάζονται κι αυτές) στο τονικό περίγραμμα και, κυρίως, στην ανισοϋψή γραμμή που ορίζεται από το πολεμικό «ρεπορτάζ» από τη μια μεριά, και από τις προσωρινές υφέσεις της δράσης από την άλλη.

Δεν λέω ότι είναι εύκολο αυτό- λέω, όμως, ότι είναι πολύ πιθανό το πέρασμα από το ένα έπος στο άλλο να επιβεβαιώσει απλώς μια λίγο πολύ αμετακίνητη μεταφραστική ιδεολογία και ένα ενιαίο μεταφραστικό πρόσωπο- ιδίωμα.Δενείναι αυτή η περίπτωση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Το επίσημο φιλολογικό σινάφι έχει καλά επεξεργασμένες μεθόδους για να περιγράψει πώς κάποιος μπορεί να λάβει ως αφορμή τον Ομηρο για να δώσει μια κακή, καλή, μπορεί και εξαιρετική μετάφραση, αλλά μάλλον θα αμηχανήσει αν υποψιαστεί ότι κάποιος έχει μεταβολίσει την εξωτερική αφορμή σε εσωτερική ανάγκη και έχει κάνει το μεταφραστικό του αγώνισμα μια μαζική, εν προόδω, μετωνυμία βίου ο οποίος συναιρεί οχυρή φιλολογική τεχνολογία και αφύλακτες διαβάσεις «εμπάθειας», ώριμη βιοτική σύνεση και πλάνητες ενθουσιασμούς, ελλόγιμη πεποίθηση και ψυχαναγκαστικές αμφιθυμίες.Αυτήείναι η περίπτωση του Μαρωνίτη. Με αυτές τις διευκρινίσεις λέω ότι το μεταφραστικό του πρόσωπο, συνολικά αναγνωρίσιμο και ιδιωματικό από την πρώτη οδυσσειακή ώς την τελευταία ιλιαδική ραψωδία, έχει καθ΄ οδόν αλλάξει τόνους και επιτονισμούς· και με αυτές τις διευκρινίσεις λέω ότι το «εξ επαφής» της ιλιαδικής μετάφρασης (σφετερίζομαι τον δικό του όρο) δεν είναι ένδειξη τεχνικής αλλά τεκμήριο οριακής διακινδύνευσης όπου το πρωτότυπο βάζει στον κλήρο τα ιμάτια του μεταφραστή.

Ο αφηγητής της Οδύσσειας παρουσιάζει τα πιο εμπορικά του κομμάτια σε συσκευασία «flashback». Η Ιλιάδα, όπως την αφουγκράζεται ο Μαρωνίτης, είναι, αντίθετα, το σκληρό ροκ μιας εντατικής παροντικότητας που εντέλλεται ένα είδος αδιαμεσολάβητης απήχησης- δηλαδή το απόλυτο παράδοξο. Το πώς πραγματεύεται τούτο το παράδοξο ο Μαρωνίτης στο επίπεδο της συντακτικής ενορχήστρωσης, των τονικών ρυθμίσεων και των λεξιλογικών επιλογών είναι συναρπαστικό χρονικό που δεν χωράει εδώ. Και μόνο συντομογραφικά σημειώνω ότι ο μεταφραστικός λόγος οργανώνεται αδιάλειπτα ως δύσκολη σύνθεση διαλεκτικών αντιθέσεων ανάμεσα στο οικείο και το στυλιστικά σεσημασμένο, την υπολογισμένη αμεσότητα και τη φορμαλιστική περιωπή, η οποία, ωστόσο, προκύπτει κυρίως από ήπιες, μαστόρικες «λαθροχειρίες» κατά μήκος του συνταγματικού άξονα, ποτέ από ποιητικίζουσα υπερένταση.