Ενα παλιότερο μυθιστόρημα του Βάργκας Λιόσα έρχεται στο προσκήνιο μετά τη βράβευση του περουβιανού συγγραφέα με το Νομπέλ. Αφηγείται τη ζωή ενός ανθρώπου που γίνεται «ιστορητής» σε μια φυλή του Αμαζονίου.


H αφήγηση ιστοριών είναι πρωτογενής ανθρώπινη λειτουργία. Από τα ομηρικά κείμενα, που αποτέλεσαν τη λογοτεχνική βάση του δυτικού πολιτισμού, ώς το σουμεριακό έπος του Γιλγαμές κι από τις ιστορίες των χωρικών γύρω από τη φωτιά ώς τα παραμύθια που λέμε στα παιδιά, η αφήγηση συγκινεί, τέρπει, διδάσκει. Μόνο αυτό; «Αγγίζει μια κρυφή χορδή και τέρμα», απαντά κοφτά ένας από τους ήρωες του Λιόσα. Γι΄ αυτόν η αφήγηση δεν είναι απλή διασκέδαση αλλά «κάτι πρωτογενές από το οποίο εξαρτάται η ίδια η ύπαρξη ενός λαού».

Η αφήγηση δίνει μορφή στον κόσμο, θα έλεγε κάποιος φανατικός της λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες έχει ως ήρωά του έναν περουβιανό εβραίο, τον Μασκοφόρο. Το παρατσούκλι του νεαρού οφείλεται σε «μια ελιά βαθυκόκκινη σαν μπρούσκο κρασί, απλωμένη σε όλη τη δεξιά πλευρά του προσώπου του». Ο Μασκοφόρος ζει στη Λίμα. Αντιμετωπίζει την ειρωνεία και την εχθρότητα των ξένων, δέχεται την καταπιεστική αγάπη του πατέρα του, απολαμβάνει τη φιλία του αφηγητή. Η μοναχική ζωή του Μασκοφόρου δεν παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα, ώσπου ο ήρωας μαθαίνει για τους Ματσιγκένγκα, μια ολιγομελή φυλή του Αμαζονίου. Οι ιστορητές της φυλής είναι άνθρωποι που γυρνούν από χωριό σε χωριό και αφηγούνται ιστορίες. Οι Ματσιγκένγκα μαζεύονται κι ακούν για ώρες. Αυτή είναι η διασκέδαση και η χαρά τους.

Ο Μασκοφόρος σπουδάζει ανθρωπολογία, φαίνεται πως μπορεί να εξελιχθεί σε ταλαντούχο επιστήμονα. Μελετά τη μειονοτική κουλτούρα των Ματσιγκένγκα. Γίνεται λάβρος ιθαγενιστής. Προσηλυτίζεται πολιτιστικά. Καταλήγει μονομανής: διαρκώς καταφέρεται εναντίον των δυτικών, γλωσσολόγων και ιεραπόστολων, οι οποίοι εκχριστιανίζουν ταχύρρυθμα τις φυλές του Αμαζονίου. Το αποτέλεσμα είναι το απότομο πέρασμα των ιθαγενών από τη νομαδική στη στατική ζωή, αν και ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός μοιάζει να είναι βιτρίνα. Κάποια στιγμή γίνεται γνωστό πως ο Μασκοφόρος μετοίκησε στο Ισραήλ με τον γέρο πατέρα του. Στην πραγματικότητα σβήνει τα ίχνη του.

Η ιστορία του Λιόσα αναπτύσσεται σε δυο παράλληλους αφηγηματικούς άξονες. Στον πρώτο μάς μιλά ο αφηγητής φίλος του Μασκοφόρου. Βρισκόμαστε στη Φλωρεντία το 1981. Ο αφηγητής βρίσκεται εκεί «για να ξεχάσει για λίγο το Περού και τους Περουβιανούς», όμως αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο. Με διάφορες αφορμές, η αφήγηση πηγαίνει προς τα πίσω, στο 1958, όταν οι δυο συμφοιτητές, ο αφηγητής και ο Μασκοφόρος σπούδαζαν στη Λίμα και έπαιρναν αποφάσεις για τη ζωή τους. Με τη μέθοδο του αφηγηματικού παζλ, η ιστορία του Μασκοφόρου συμπληρώνεται με παλίνδρομες κινήσεις στον αφηγηματικό χρόνο. Ο αφηγητής είναι καθαρός εκπρόσωπος του δυτικού κόσμου. Ο ορθολογισμός είναι η θρησκεία του. Η σκέψη του αναπτύσσεται με μικρές επαγωγές, σε ευθεία γραμμή. Οταν το 1981 αναλαμβάνει να γυρίσει ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές για την τηλεόραση της Λίμα, πέφτει πάνω στον Μασκοφόρο και τα καλά κρυμμένα μυστικά του.

Το δεύτερο αφηγηματικό νήμα αφορά τις ιστορίες που αφηγείται ένας ιστορητής των Ματσιγκένγκα, ο οποίος θα αποκαλύψει σταδιακά την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Οι αφηγήσεις είναι φυγόκεντρες, οργανώνονται με βάση τη μαγική σκέψη της φυλής, διέπονται από παγανισμό και ανιμισμό, που διακρίνονται και αποδίδονται στη μετάφραση. Η φυλή των Ματσιγκένγκα, κυνηγοί, συλλέκτες, τοξότες, νομάδες, παράλογοι, μάγοι, ανιμιστές, ένας αδάμαστος κόσμος ακόμα στη Λίθινη Εποχή, προστατεύει τον ιστορητή και αρνείται να μιλήσει γι΄ αυτόν στους απ΄ έξω. Η μαγικήθρησκευτική κουλτούρα της φυλής που αντικαθρεφτίζεται στη πολυεστιακή αφήγηση, μας μεταφέρει στη «χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας».