Εχετε προσέξει ότι όταν μιλάμε για τους Εβραίους της Ελλάδας συνήθως κάνουμε τη διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων; Ταυτίζουμε τους Ελληνες με τους χριστιανούς και κατ΄ αναλογία θεωρούμε τους Εβραίους μη Ελληνες.


Σε κάποιο σημείο του βιβλίου παρατίθεται ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που βρέθηκε στο κρεματόριο ΙΙΙ στο Αουσβιτς- Μπίρκεναου: «Στους αγαπητούς μου Δημήτριο Αθαν. Στεφανίδη, Ηλία Κοέν, Γεώργιο Γούναρη και στους αγαπημένους φίλους, Σμάρω Εφραμίδου από την Αθήνα, και τόσους άλλους που πάντα θυμάμαι. Και επίσης… στην αγαπημένη μου πατρίδα ΕΛΛΑΔΑ» (σ. 196). Αυτό το απόσπασμα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων Εβραίων και της ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία, λίγο πριν από την εξόντωσή τους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ωστόσο, η ιστορία που αφηγείται η Κάθριν Φλέμινγκ (καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης) είναι αρκετά πιο σύνθετη, διότι εξετάζει με ποιον τρόπο οι διάσπαρτες εβραϊκές κοινότητες κατέληξαν να αποκτήσουν μια ενιαία ταυτότητα και να αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνες Εβραίοι.

Η διαδικασία κατασκευής της εθνοτικής ταυτότητας των Εβραίων της Ελλάδας ήταν αρκετά αργόσυρτη και εγγράφεται σε έναν ευρύτερο μετασχηματισμό που συντελείται κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα: τη μετάβαση από τον οθωμανικό αυτοκρατορικό χώρο στο εθνικό κράτος. Καθώς τα σύνορα επεκτείνονταν, εβραϊκές κοινότητες που προϋπήρχαν, εντάσσονταν στο νεότευκτο ελληνικό κράτος. Εβραϊκές κοινότητες που είχαν αναπτυχθεί σε ένα προεθνικό πολιτικό πλαίσιο ξαφνικά βρίσκονταν σε ένα νέο κράτος που είχε θεμελιωθεί σε μια εθνική ιδεολογία, η οποία ταύτιζε την ελληνικότητα με την Ορθοδοξία. Οι Εβραίοι ως αλλόθρησκοι δεν θεωρούνταν «γνήσιοι» Ελληνες, και αντίθετα, ήταν ύποπτοι για «φιλοοθωμανισμό». Γι΄ αυτό και η επέκταση του ελληνικού κράτους χαρακτηριζόταν αφενός από ξεσπάσματα αντισημιτισμού και τη φυγή μεγάλου αριθμού Εβραίων προς τα οθωμανικά εδάφη ή τη Δυτική Ευρώπη. Αυτό, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, δεν οφειλόταν στον υποτιθέμενο «ανθελληνισμό» των Εβραίων, αλλά στο ότι «οι μειονότητες ανακάλυψαν ότι απολάμβαναν μεγαλύτερη προστασία από το νομικό σύστημα της Αυτοκρατορίας, το οποίο τους επέτρεπε να διαπραγματεύονται ειδικά προνόμια, παρά από τη συνταγματική δημοκρατία, η οποία διασφάλιζε θεωρητικά την ισότητα των πολιτών, αλλά στην πραγματικότητα δεν παρείχε κανέναν μηχανισμό για την ειδική νομική προστασία των μειονοτικών ομάδων» (σελ. 63).

Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο περίπλοκη με την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος το 1912. Η πλειονότητα του πληθυσμού της πόλης ήταν σεφαραδίτες Εβραίοι. Η τοπική ταυτότητα, η αίσθηση ιδιαιτερότητας και ανωτερότητας που τους έδινε η ιδιότητα του σεφαραδίτη Εβραίου της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε το συνεκτικό στοιχείο των διαφορετικών Εβραίων που είχαν συρρεύσει στην πόλη τους προηγούμενους αιώνες, αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκής την εποχή του εθνικισμού και της δημιουργίας εθνικά ομοιογενών κρατών. Στην εποχή της σύγκρουσης των εθνικισμών στα Βαλκάνια, οι Εβραίοι δεν είχαν αναφορά σε κάποιο εθνικιστικό κίνημα- ο σιωνισμός δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση επειδή η εδαφική αναφορά του βρισκόταν σε έναν μυθικό αλλά άγνωστο, μακρινό τόπο. Πολλοί αποφάσισαν να φύγουν από την Ελλάδα, οι περισσότεροι όμως αποφάσισαν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, οι οποίες γίνονταν όλο και λιγότερο ευνοϊκές.

Αρχικά, οι Εβραίοι υποστήριξαν την ουδετερότητα ή τη διεθνοποίηση της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια προσπάθησαν να διατηρήσουν τα ειδικά προνόμια που απολάμβαναν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο τέλος επιδίωξαν απλά να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους ως μειονότητας. Ο,τι κέρδισαν, το έχασαν μέσα σε λίγα χρόνια υπό τον αντίκτυπο δύο γεγονότων: της πυρκαγιάς του 1917 και της άφιξης των προσφύγων του 1922. Στην πραγματικότητα μέσα σε μια δεκαετία η εβραϊκή κοινότητα έχασε την κυρίαρχη θέση στην πόλη, δημογραφικά συρρικνώθηκε, και, το χειρότερο, βρέθηκε στο στόχαστρο του ελληνικού αντισημιτισμού, με αποκορύφωμα τον εμπρησμό της συνοικίας Κάμπελ. Ταυτόχρονα, όμως, για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ήταν η εποχή της γρήγορης προσαρμογής στη νέα ελληνική πραγματικότητα μέσα από τον δρόμο της αφομοίωσης, της εκκοσμίκευσης και του εξελληνισμού. Εξέλιξη που μας υποχρεώνει, υποστηρίζει η Κ. Φλέμινγκ, να αναθεωρήσουμε δύο βασικές υποθέσεις για την ιστοριογραφία του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης: την απομόνωση της εβραϊκής κοινότητας και την ισχύ του αντισημιτισμού.