Η απρόσμενη στροφή 180 μοιρών της Ελλάδας το 1999 στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, από την αντιπαλότητα στην προσέγγιση, έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών αναλύσεων. Το βιβλίο του διεθνολόγου Παναγιώτη Τσάκωνα αποτελεί την πρώτη σε βάθος μελέτη της
Πότε άρχισε να ωριμάζει η ιδέα στην ελληνική πλευρά για ανάγκη αλλαγής πλεύσης απέναντι στην Τουρκία κόντρα στη στείρα αντιπαράθεση; Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτή τη στροφή; Γιατί έγινε η στροφή στην πολιτική και, κυρίως, ποιο σκεπτικό πρυτάνευσε; Αραγε, η αλλαγή πλεύσης συνιστά ριζική αλλαγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής; Είναι τέσσερα βασικά ερωτήματα που τίθενται σχετικά με το «ελληνικό 1999».

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, ο Κώστας Σημίτης έχει υποστηρίξει (βλ.Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004) ότι είχε αρχίσει να ωριμάζει η ιδέα της ανάγκης στροφής ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 1996, δηλαδή μετά την κρίση των Ιμίων. Διευκρινίζω όμως ότι η αλλαγή πλεύσης καθυστέρησε σχεδόν τρία χρόνια, γιατί δεν έβρισκε έδαφος όσο τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής τα είχε ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος δεν βοηθούσε- τότε- στις προσπάθειες βελτίωσης των σχέσεων, είτε ελληνικές είτε τουρκικές. Ετσι, για να πάρει σάρκα και οστά η αλλαγή χρειάστηκε η κρίση Οτζαλάν τον Ιανουάριο του 1999, που έριξε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ναδίρ, η έλευση του Γιώργου Παπανδρέου στο ΥΠΕΞ και η κρίση στο Κόσοβο που έφερε Ελλάδα και Τουρκία κοντά προ του κοινού φόβου αλλαγής των συνόρων στα Βαλκάνια. Στη συνέχεια οι σεισμοί και η «σεισμική διπλωματία» κατέστησαν την προσπάθεια προσέγγισης Παπανδρέου- Τζεμ (που είχε αρχίσει ήδη τον Ιούνιο του 1999, με την οδό των συμφωνιών σε θέματα χαμηλής πολιτικής) πιο δημοφιλή στις δύο χώρες. Το επιστέγασμα όλων αυτών που «κλείδωσε» την ελληνική στροφή είναι η άρση του ελληνικού βέτο (στην τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε.), η οποία έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1999 στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στο Ελσίνκι.

Οι παράγοντες

Στις μέχρι σήμερα αναλύσεις για τους παράγοντες που προκάλεσαν την αλλαγή δεσπόζουσα θέση έχει ο παράγοντας Ε.Ε. και ο ρόλος της συγκεκριμένης πολιτικής ηγεσίας (Σημίτης, Παπανδρέου). Ορισμένοι αναλυτές (π.χ. ο Gilles Βertrand, η Ευγενία Βαθάκου και ο γράφων) έχουν μιλήσει και για έναν τρίτο παράγοντα, τον ρόλο μερίδας της κοινωνίας πολιτών στην Ελλάδα, η οποία για πρώτη φορά στα ελληνοτουρκικά τάχθηκε υπέρ της άρσης της αντιπαλότητας το 1996-99.

Σε ό,τι αφορά το σκεπτικό, κατά τους περισσότερους έλληνες αναλυτές η στροφή οφείλεται στη δυνατότητα που παρουσιάστηκε για «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας και στο να καταστούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές ευρωτουρκικές. Και τα δύο αυτά σημεία επικαλείται και ο Σημίτης για την αλλαγή πλεύσης. Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται το βιβλίο του διεθνολόγου Παναγιώτη Τσάκωνα. Ο συγγραφέας προτείνει ένα ενδιαφέρον θεωρητικό μοντέλο ανάλυσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και προσφέρει χρήσιμα στοιχεία προκειμένου να οδηγηθεί η αντιπαράθεση Ελλάδας- Τουρκίας στην οριστική επίλυσή της. Τα κύρια θεωρητικά εργαλεία στα οποία προτείνει το βιβλίο είναι οι έννοιες «στρατηγική κουλτούρα» και «κοινωνικοποίηση», η δεύτερη καινοφανής έννοια για τον κλάδο των Διεθνών Σχέσεων. Ο Π. Τσάκωνας παρουσιάζει θεωρητικά και θεμελιώνει εμπειρικά την αιτιώδη σχέση και διάδραση ανάμεσα στη στρατηγική κουλτούρα των κύριων πρωταγωνιστών και την ευρύτερη ελληνική εθνική κουλτούρα. Με τη χρήση πρωτογενούς υλικού και με σειρά συνεντεύξεων με πρωταγωνιστές της περιόδου αυτής (όπως ο Κ. Σημίτης, ο Χ. Ροζάκης, ο Ν. Θέμελης, Π. Μολυβιάτης κ.ά,), ο συγγραφέας καταδεικνύει ότι η στρατηγική που υιοθέτησε η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας το 1999 συνιστά μια ίσως μοναδική εμπειρική περίπτωση εφαρμογής της «κοινωνικοποίησης», όχι ως στρατηγικής ενός διεθνούς οργανισμού έναντι συγκεκριμένων κρατών, αλλά «ως η στρατηγική ενός κράτους που απειλείται έναντι ενός κράτους που το απειλεί».

Το εργαλείο

Ειδικότερα, ο συγγραφέας δείχνει πειστικά πως η Ελλάδα αναπτύσσοντας μια «ενεργητική στρατηγική κοινωνικοποίησης» της Τουρκίας πέτυχε να μετατρέψει τον ευρωπαϊκό παράγοντα σε καταλυτικό εργαλείο ικανό στην «εξισορροπητική προσπάθεια της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας». Στη συνέχεια, η εγκατάλειψη της παραπάνω στρατηγικής από την κυβέρνηση Καραμανλή που υιοθέτησε, κατά τον συγγραφέα, μια «παθητική στρατηγική κοινωνικοποίησης» οδήγησε- σε συνδυασμό με μία σειρά αρνητικών εξελίξεων τόσο εντός της Ε.Ε. όσο και εντός της Τουρκίας- στην αποδυνάμωση του ρόλου της Ε.Ε. και την απομάκρυνση της δυνατότητας επίλυσης της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και ανάλυσης συγκρούσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο