Από τη μια η ανάδειξη του αρχαιοελληνικού ιδεώδους και οι ανατυπώσεις του Ζορμπά και από την άλλη η υπόθεση Μέρτεν και οι απειλές της γερμανικής διπλωματίας. Από τη μια οι γερμανικές υποτροφίες και από την άλλη η αδιαφορία για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα οι διακυμάνσεις στις σχέσεις Γερμανίας- Ελλάδας εξηγούν ίσως κάποιες ακραίες αντιδράσεις της κοινής γνώμης στις δύο χώρες.


Ηδεινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, το υψωμένο δάχτυλο του περιοδικού «Focus», οι παλινωδίες της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά με τον μηχανισμό στήριξης και οι σχεδόν ρατσιστικές δηλώσεις απέναντι σε καθετί ελληνικό από τη γερμανική κοινή γνώμη, έχουν εντείνει επικίνδυνα την ατμόσφαιρα, φέρνοντας τα δύο κράτη σε τέτοιο σημείο αντιπαράθεσης που όμοιό του έχουμε να δούμε από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια σειρά από άρθρα καταδεικνύουν το εύρος της διακύμανσης των σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας στην πορεία του χρόνου.

Από την εποχή που ο Βίνκελμαν ξανάφερνε στο προσκήνιο την αρχαία ελληνική τέχνη μπολιάζοντας τη σκέψη των κλασικών της γερμανικής διανόησης με τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη, από τότε που ο Χέρμπερτ Λιστ όργωνε με τη φωτογραφική του μηχανή ανά χείρας τα βουκολικά τοπία μιας Ελλάδας που απείχε έτη φωτός από τη χώρα του Περικλή και του Ευριπίδη, ώς και τις μέρες μας ακόμα, η Γερμανία αναζητάει μάταια να αναγνωρίσει στη μοντέρνα Ελλάδα ίχνη και ψήγματα ενός οριστικά περασμένου μεγαλείου. Δείχνει να γοητεύεται κάθε φορά που θεωρεί ότι ανακαλύπτει έστω και μια ασθενική του διάθλαση και θυμώνει απογοητευμένη όταν βλέπει να διαψεύδονται οι φουσκωμένες προσδοκίες της. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως εν έτει 2010 οι γερμανοί τουρίστες εξακολουθούν να αγοράζουν μετά μανίας τον ταξιδιωτικό οδηγό του Ερχαρντ Κέστνερ, ένα βιβλίο που πρωτογράφτηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής από έναν γραμματιζούμενο αξιωματικό της Βέρμαχτ προς ενημέρωση των γερμανών στρατιωτών. Αν προσθέσουμε σ΄ αυτό και τις συνεχείς ανατυπώσεις του «Αλέξη Ζορμπά», που παραμένει το ακλόνητο ελληνικό μπεστ σέλερ στον γερμανόφωνο χώρο, τότε έχουμε μια καλή εικόνα για το πώς συνεχίζουν να μας βλέπουν οι συνοδοιπόροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και να εξηγήσουμε (όσο γίνεται) πολλές από τις ακραίες τους αντιδράσεις.

Μια σφαιρική εικόνα για το πώς εξελίχτηκαν οι σχέσεις των δύο χωρών κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μάς προσφέρει το βιβλίο Ηellas Verstehen (Κατανοώντας την Ελλάδα) που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στη Γερμανία. Πρόκειται ουσιαστικά για τα πρακτικά ενός συνεδρίου που οργάνωσαν η Χρυσούλα Καμπά και η Μαριλίζα Μητσού, δύο εξαιρετικά δραστήριες καθηγήτριες στο Πανεπιστήμιο του Οσναμπρουκ και του Μονάχου αντίστοιχα. Από τα ταξιδιωτικά κείμενα του νομπελίστα Γκέρχαρτ Χάουπτμαν και άλλων γερμανών περιηγητών στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τη γερμανική πολιτιστική πολιτική κατά τη διάρκεια της Κατοχής ώς τα γερμανικά ινστιτούτα και την πρόσληψη της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη χώρα του Γκίντερ Γκρας, ο τόμος αυτός δίνει πλήθος στοιχείων που αφορούν τις σχέσεις των δύο κρατών.

Παλιές απειλές

Μόλις πρόσφατα η γερμανική Βουλή ενέκρινε τη συμμετοχή της Γερμανίας στον μηχανισμό στήριξης της χώρας μας μ΄ ένα ποσό που ξεπερνάει τα 22 δισ. ευρώ. Οι κακές γλώσσες λένε πως αυτό έγινε περισσότερο για τη διάσωση του κοινού νομίσματος παρά για τη σωτηρία της Ελλάδας και μάλιστα με το αζημίωτο: το επιτόκιο θα αποφέρει μεσοπρόθεσμα ένα καλό κέρδος στον σκληρό δανειστή. Διαβάζοντας το διαφωτιστικό κείμενο του Χάγκεν Φλάισερ σχετικά με τη γερμανική διπλωματία στην Ελλάδα παρατηρούμε ανατριχιαστικές αναλογίες με την περίοδο 1958-1960, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποχρεωνόταν να απελευθερώσει τον εγκληματία Μέρτεν υπό την απειλή αναστολής μιας γερμανικής βοήθειας εκατομμυρίων μάρκων. Η υπόθεση είναι γνωστή, όμως αυτό που ξενίζει είναι ο επιτακτικός τόνος της γερμανικής πλευράς που απειλεί με αντίποινα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ελληνικού κράτους, κι αυτό λίγα μόλις χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Η γερμανική διπλωματία έμεινε επί δεκαετίες προσκολλημένη σε μια παρελκυστική πολιτική με απώτερο στόχο τη λήθη, απορρίπτοντας σθεναρά κάθε σκέψη για μια ιαματική αναψηλάφηση των γεγονότων από κοινού με την ελληνική πλευρά. Αυτή η λύση θα απαιτούσε, βέβαια, τη συγγνώμη των κατακτητών, μια συγγνώμη που δεν έχει ξεστομιστεί μέχρι σήμερα.