Στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης στην Αργεντινή, όταν η ανεργία είχε φτάσει στα ύψη, ο Πέδρο Μαϊράλ έζησε κάνοντας μια πολύ ασυνήθιστη δουλειά που χρηματοδότησε και το ξεκίνημα της συγγραφικής του καριέρας: συνεργαζόταν με μεγάλα δικηγορικά γραφεία και έκανε σεμινάρια… δημιουργικής αγόρευσης σε δικηγόρους και νομικούς! Και τα αποτελέσματα ήταν τόσο θεαματικά ώστε κράτησε αυτή τη δουλειά για 11 χρόνια!

Βραβευμένος από κορυφαίους συγγραφείς όπως ο Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, ο Αουγκούστο Ρόα Μπάστος και ο Χουλιέλμο Καμπρέρα Ινφάντε για το Μια νύχτα με τη Σαμπρίνα Λαβ, μυθιστόρημα ενηλικίωσης που γυρίστηκε και ταινία (σκηνοθ. Α. Αγκρέστι), ο Μαϊράλείναι πια αναγνωρισμένος ως συγγραφέας. Και σήμερα έχει μια σαββατιάτικη στήλη στην εφημερίδα «Περφίλ» όπου σχολιάζει την επικαιρότητα, αλλά εργάζεται και ως σεναριογράφος. Τελευταία μάλιστα πειραματίζεται με την «πολύ πιο αυθόρμητη και ζωντανή» λογοτεχνική γραφή στο Διαδίκτυο. Ενας συγγραφέας, λέει, πρέπει να ακονίζει διαρκώς τη δημιουργικότητά του. Ισως γι΄ αυτό, όταν μιλήσαμε για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, μου είπε:

«Στα δικά μου μάτια, αυτή η κρίση μοιάζει περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική. Και μας δείχνει πόσο αδύναμα είναι τα οικονομικά συστήματα. Αλλά σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι η κρίση ξυπνά την επινοητικότητα, την εφευρετικότητα, τη δημιουργικότητα. Αναγκάζεται κανείς να επεξεργαστεί καινούργιους τρόπους, διαφορετικούς, για να λύσει τα προβλήματά του. Και αυτό μπορεί να έχει ενδιαφέροντα αποτελέσματα».

Η βαρβαρότητα είναι σε ένα βήμα απόσταση.Κάτι τέτοιο φαίνεστε να μας λέτε με το μυθιστόρημά σας…

Ετσι είναι. Το 2001 στην Αργεντινή αισθανθήκαμε πόσο εύθραυστο είναι ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα. Καταλάβαμε ότι μπορεί να αποτύχει. Και τότε, τι γίνεται; Τότε η οικονομική κρίση γίνεται κρίση πολιτική και ηθική κι αυτό το καταλαβαίνεις όταν ο πυρήνας της κοινωνίας, η οικογένεια, αρχίζει να κτίζει νέες συμμαχίες. Το είδαμε με την παράνοια που έπιασε τη μεσαία τάξη ότι τάχα οι φτωχοί θα την κατακλύσουν· κάτι που οδήγησε στην περιχαράκωσή της- αυτό σχολιάζω στη Χρονιά της ερήμου με τις πολυκατοικίες-φρούρια. Και η «Κοσμοχαλασιά»,η αρρώστια που καταπίνει το Μπουένος Αϊρες,τι συμβολίζει πέρα από τις επιπτώσεις της κρίσης;

Θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν σχόλιο στη νοοτροπία των Αργεντινών και στη γοητεία που τους ασκεί η καταστροφή, η κατάρρευση. Πάρτε για παράδειγμα το τάνγκο, τις φιγούρες και τον θρήνο στους στίχους. Ομως δεν ξεκίνησα με αυτήν την πρόθεση. Υπάρχουν, όπως ξέρετε, δύο είδη μυθιστοριογράφων: αυτοί που θέλουν να περάσουν ένα συγκεκριμένο μήνυμα οπότε επινοούν μια πλοκή και χαρακτήρες για να το υπηρετήσουν· και οι άλλοι, στους οποίους ανήκω και εγώ, που λειτουργούν ανάποδα. Εμένα με ενδιαφέρει το βίωμα πριν από τη θεωρία. Πρώτα συνέλαβα λοιπόν την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ και τους χαρακτήρες που ήθελα να ζωντανέψω επηρεασμένος φυσικά από ένα ιδιαίτερο κλίμα κι έπειτα συζητώντας με αναγνώστες είδα τις συμβολικές αναγνώσεις που σήκωνε.

Διαλέξατε ως πρωταγωνιστή στον αγώνα της επιβίωσηςμια γραμματέα που μεταμορφώνεται

σε θηλυκό Ροβινσώνα Κρούσο.Είναι πιο ανθεκτικές οι γυναίκες;

Ηθελα την οπτική γωνία των γυναικών επειδή στη διάρκεια του 20ού αιώνα αγωνίστηκαν σκληρά για να βελτιώσουν τη θέση τους και κατάφεραν πολλά. Σήμερα όμως βλέπω να ξαναγυρίζουν οι εποχές της βίας και της εκμετάλλευσης, και αυτή η οπισθοδρόμηση αντανακλάται όχι μόνο στις περιπέτειες της ηρωίδας μου αλλά κυρίως στο ότι χάνει ένα ένα τα δικαιώματά της, καθώς οι νέες συνθήκες ευνοούν, ή θρέφουν, τον σκοταδισμό. Η Μαρία χάνει από το δικαίωμα να ψηφίζει (γιατί πρέπει, λέει, να έχεις υπερασπιστεί τα σύνορα της χώρας σου για να το έχεις) μέχρι το δικαίωμα να διαλέγει σύντροφο. Στο τέλος, σοκαρισμένη, χάνει και τη φωνή της. Αυτό είναι συμβολικό φυσικά, αν και νομίζω ότι υπάρχει και μια ψυχολογική ερμηνεία που μου ταιριάζει. Οταν έγραφα το μυθιστόρημα, η μητέρα μου έπαθε μια αρρώστια και έχασε τη δυνατότητα της ομιλίας. Αυτό για να καταλάβετε πόσο σύνθετοι είναι οι μηχανισμοί που ενεργοποιούν τη φαντασία του συγγραφέα…

Δεν θα είναι και πολύ εύκολο να είσαι νέος συγγραφέας σε μια χώρα την οποία βαραίνει η σκιά ενός μεγέθους σαν τον Μπόρχες. Δεν αισθανθήκατε κι εσείς την ανάγκη να φωνάξετε, όπως ο υπέροχος Γκομπρόβιτς, «Σκο

τώστε τον Μπόρχες!»;

Ο Γκομπρόβιτς είχε δίκιο, διότι εννοούσε ότι οι νέες γενιές συγγραφέων πρέπει να βρουν τη φωνή τους και να απελευθερωθούν από τον τρόπο του Μπόρχες. Ομως εγώ δεν χρειάστηκα να «σκοτώσω» τον Μπόρχες διότι δεν «σκοτώνεις» τους παππούδες σου. Τους πατεράδες σου πρέπει να «σκοτώσεις». Μόνο που οι δικοί μου πατεράδες, ο Ροδόλφο Ουόλς, ο Αρόλδο Κόντι, ο Αντόνιο ντι Μπενεντέτο δεν υπήρχαν στα ράφια των βιβλιοπωλείων γιατί τους είχε σκοτώσει, φυλακίσει, βασανίσει, εξορίσει η χούντα στη δεκαετία του ΄70 επειδή ήταν αριστεροί. Δεν με επηρέασαν λογοτεχνικά, λοιπόν, αφού τους διάβασα αργότερα, για να κλείσω το τραύμα. Ως συγγραφέας ενηλικιώθηκα με τους παππούδες μου, τον Μπόρχες, τον Κασάρες κ.α, και αισθάνομαι πολύ τυχερός.

Διότι ο Μπόρχες λ.χ. είναι εκείνος που άνοιξε το παιχνίδι, απελευθέρωσε τη λογοτεχνία μας από τα δεσμά της λαϊκής της παράδοσης, από τα δεσμά της εθνικότητας. Δεν χρειάζεται, έλεγε, να πιεζόμαστε να υπογραμμίσουμε την εθνική ταυτότητά μας αφού είμαστε αναπόφευκτα Αργεντινοί. Επίσης απελευθέρωσε τη γλώσσα μας γιατί είχε ζήσει στην Ευρώπη, είχε μια κοσμοπολίτικη παιδεία, είχε έναν αγγλικό τρόπο να σκέφτεται τη γλώσσα και έτσι τα ισπανικά του είναι λιγότερο βαριά από τα ισπανικά της Ισπανίας (τα καστιλιάνικα) αλλά και πολύ πιο πυκνά…. Ευτυχώς που δεν έγραψε μυθιστορήματα με την κλασική έννοια του όρου, γιατί θα ήταν αφόρητα με τόση πυκνότητα!

Βλέπω να ξαναγυρίζουν οι εποχές της βίας και της εκμετάλλευσης. Η ηρωίδα μου χάνει ένα ένα τα δικαιώματά της, καθώς οι νέες συνθήκες ευνοούν, και θρέφουν, τον σκοταδισμό