ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ
ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΤ΄ ΕΥΘΕΙΑΝ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΩΡΑ
ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
ΑΛΛΑ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΙ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ. ΤΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΔΡΟ ΜΑΪΡΑΛ ΑΠΟΤΥΠΩΝΕΙ
ΜΕ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΤΗ ΔΥΣΤΟΠΙΑ ΤΩΝ
ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΑΠΝΕΥΣΤΙ
Το εύρημα του συγγραφέα είναι η «Κοσμοχαλασιά»: ένα φαινόμενο πέρα από φυσικό που σαρώνει τα περίχωρα του Μπουένος Αϊρες και πλησιάζει απειλητικά την πρωτεύουσα κατατρώγοντας τα κτίρια, ερημώνοντας τη γη και τις ψυχές, και διαβρώνοντας κάθε ίχνος πολιτισμού, σαν να γυρίζει πίσω ο χρόνος. Είναι το σύμβολο των οικονομικο-πολιτικών κρίσεων που την εικοσαετία 1983-2002 τίναξαν στον αέρα την πλέον εύρωστη και πλέον «ευρωπαϊκή» χώρα της Λατινικής Αμερικής, την Αργεντινή. Ωστόσο ο αναγνώστης δεν θα μάθει σχεδόν τίποτα γι΄ αυτό- η λέξη «κρίση» δεν υπάρχει πουθενά στο βιβλίο- παρά μόνο θα διαβάσει, ή μάλλον θα «δει» ανάγλυφες, τις αποκαλυπτικές συνέπειες της «Κοσμοχαλασιάς» μέσα από την αφήγηση και τις περιπέτειες της κεντρικής ηρωίδας του Μαϊράλ. Η καλλίγραμμη Μαρία με την πυρόξανθη χαίτη που ανάβει τους άντρες, είναι μια μικροαστή γραμματέας σε μια μεγάλη εταιρεία επενδύσεων. Ζει στο κέντρο με τον παραιτημένο πατέρα της, είναι ερωτευμένη με τον ωραίο Αλεχάντρο ο οποίος δουλεύει ως κούριερ, και θα καταλήξει σκλάβα σε φυλή ιθαγενών που θα επιτεθεί στον κατεστραμμένο ουρανοξύστη των αφεντικών της. Αυτή την αντίστροφη πορεία από τον πολιτισμό προς τη βαρβαρότητα- αλλά και προς την κάθαρση – παρακολουθεί ο αναγνώστης σαν να παρασύρεται σε μια σπείρα που τον βυθίζει όλο και πιο βαθιά σε μια πραγματικότητα που είναι-και-δεν-είναι σουρεαλιστική.

Λέκτορας αγγλικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες, ο οποίος τα παράτησε για να αφοσιωθεί στο γράψιμο, ο 39χρονος σήμερα Μαϊράλ είναι από τους καλύτερους αργεντινούς συγγραφείς της νέας γενιάς. Η Χρονιά της ερήμου το τρίτο από τα τέσσερα βιβλία του είναι βγαλμένο μέσα από την απειλητική επικαιρότητα των ημερών μας αλλά και την υπερβαίνει με τη φιλοσοφική του διάσταση και τη λογοτεχνική του δύναμη. Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης μάς λέει εδώ ο Μαϊράλ, είναι πολιτισμικές και υπαρξιακές, όμως γι΄ αυτό ακριβώς αποτελούν μια πρόκληση για ένα διαφορετικό αύριο.

Το 2001, ύστερα από τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις του 80 και πολυετή παρέμβαση του ΔΝΤ, η Αργεντινή βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η ύφεση κορυφώθηκε, οι τραπεζικοί λογαριασμοί δεσμεύτηκαν, η μεσαία τάξη γονατισμένη από μια μακροχρόνια πολιτική λιτότητας βγήκε στους δρόμους χτυπώντας κατσαρόλες, οι φωτιές έζωσαν το Μπουένος Αϊρες που κηρύχτηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Τέτοιες εικόνες ανοίγουν το μυθιστόρημα του Μαϊράλ και το εκτινάσσουν θα ΄λεγε κανείς σε έναν… θαυμαστό καινούργιο κόσμο που λες και ξεπήδησε από έναν εφιάλτη του Ιερώνυμου Μπος.

Ο αναγνώστης ακούει σήμερα τη Μαρία να κάνει φλας-μπακ στην ολοκληρωτική ανατροπή της ζωής της που συνέβη εκείνη τη χρονιά. Η νεαρή αφηγήτρια αποξενώθηκε σταδιακά από τον εαυτό της, όπως η χώρα της αποξενώθηκε από την ταυτότητά της. Οι εικόνες του μυθιστορήματος είναι ολοζώντανες αλλά η ματιά της αφηγήτριας αποστασιοποιημένη. Δεν υπάρχει χώρος για μελό, εδώ· μόνο για αντίδραση.

Ολα ρευστά

Η Μαρία γίνεται νοσοκόμα, καθαρίστρια, πόρνη, αγρότισσα, λάφυρο και σκλάβα ιθαγενών, προστατευόμενη των επαναστατών, αγαπητικιά ενός ινδιάνου και σιγά σιγά τα χάνει όλα: οικογένεια, δουλειά, σπίτι, έρωτα, δεσμούς με το παρελθόν, κουλτούρα, δικαιώματα, όνομα, φωνή… Αλλά και απογυμνώνεται από τις δεσμεύσεις και τις εξαρτήσεις της, μαθαίνει να υπερασπίζεται τον εαυτό της και ανακαλύπτει τη συντροφικότητα. Την ίδια ώρα ο Αλεχάντρο μετατρέπεται σε μύθο καθώς τον συλλαμβάνουν σε μια διαδήλωση, τον στρατολογούν, λιποτακτεί και αναλαμβάνει τον ρόλο του εκδικητή… Τελικά, η γενική κατάσταση θα αρχίσει να εξομαλύνεται αλλά η προσωπική ζωή της Μαρίας- και της γενιάς της- θα μείνει τραυματισμένη. Το μήνυμα του Μαϊράλ είναι σαφές…

Ωστόσο η δύναμη αυτού του μυθιστορήματος βρίσκεται στο πώς θεμελιώνει την κοινοτοπία του Κακού, που θα έλεγε και η Χάνα Αρεντ. Στο τέλος της αφήγησης ο αναγνώστης, όπως και η Μαρία, δεν εκπλήσσεται με τίποτα. Παρακολουθεί αποσβολωμένος τον εκβαρβαρισμό της κοινωνίας που εκδηλώνεται σταδιακά. Αρχίζει με τις εκρήξεις της βίας μεταξύ των πρωτευουσιάνων καθώς προελαύνει η «Κοσμοχαλασιά». Τα ανεξέλεγκτα πλήθη προκαλούν γρήγορα φόβο ο οποίος τυφλώνει τους πολίτες οδηγώντας τους να περιχαρακωθούν στα σπίτια τους για να κλείσουν απ΄ έξω τον κίνδυνο. Τα οικοδομικά τετράγωνα μετατρέπονται σε φρούρια με αυστηρή πειθαρχία, δελτίο τροφίμων και νερό, αλλά η ασφυξία του εγκλεισμού φουντώνει τα μίση. Ωσπου η απελπισία, η πείνα, η ανεργία σπρώχνουν μια μερίδα του πληθυσμού να επιχειρήσει την έξοδο προς την επαρχία ή και τη μετανάστευση. Ομως οι κοινωνικές προτεραιότητες και οι φορείς της εξουσίας έχουν αλλάξει, οπότε όλοι με τον έναν η τον άλλο τρόπο εκπορνεύονται, οι ανθρώπινες σχέσεις διαλύονται, οι προκαταλήψεις και ο πουριτανισμός φουντώνουν. Την ίδια ώρα μαίνονται οι συγκρούσεις μεταξύ κρατικών δυνάμεων και επαναστατών αλλά ξυπνούν και οι ιθαγενείς φυλές της ενδοχώρας. Ολα πια είναι ρευστά, τίποτα δεν είναι δεδομένο, άρα η κοινωνία πρέπει να διαμορφώσει από την αρχή τους κανόνες της.