ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΟΙ ΕΥΠΟΡΩΝ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ
ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ,
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΤΟΥΝ
ΜΕ ΤΟ ΠΑΛΙΟ, ΓΙΑ
ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΟΥΝ
ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΤΗ ΝΕΑ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ
ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΟΝΤΟ ΤΗΣ
ΒΑΪΜΑΡΗΣ. ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ Ο ΓΚΕΟΡΓΚ
ΧΑΪΜ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟΟΡΟΣΗΜΟ
ΤΟΥ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΤΙΚΟΥ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα μια ομάδα νεαρών αστών που ένιωθαν να ασφυκτιούν κάτω από το βάρος των συμβάσεων και των αγκυλώσεων μιας κοινωνικής πραγματικότητας άκρατου συντηρητισμού κάνουν, χωρίς συνοχή αλλά και χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, την εμφάνισή τους στον καλλιτεχνικό χώρο της Γερμανίας με επίκεντρο τη νεότευκτη τότε μητρόπολη του Βερολίνου, το Μόναχο και τη Δρέσδη. Στον αντίποδα ενός νατουραλιστικού τρόπου θεώρησης των πραγμάτων που ήθελε τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη σε αρμονία με το εξωτερικό περιβάλλον και τη φύση, η νέα αυτή ομάδα καλλιτεχνών προπαγανδίζει ακριβώς το αντίθετο: η πραγματικότητα των πόλεων στις οποίες είναι πλέον αναγκασμένοι να ζουν δεν είναι παρά μια φρικτή πλάνη, η ίδια η πόλη ένας τόπος χωρίς αρχή και τέλος, ένα χωνευτήρι ψυχών και σωμάτων απέναντι στο οποίο ο άνθρωπος έχει να αντιπροτείνει μόνο την προσωπική επικράτεια του δικού του εσωτερικού κόσμου. Στη θέση της βουκολικής αθωότητας του 19ου αιώνα έχει εδραιωθεί για τα καλά ο μοντέρνος ζόφος, το αστικό ennui, η ανωνυμία του θα νάτου στο γκρίζο σκηνικό των μεγαλουπόλεων.

«Από τους ηλίθιους προτιμώ τους τρελούς· στους οποίους, αλίμονο, ανήκω και εγώ! Χωρίς αμφιβολία». Το μότο του Μποντλέρ που επιλέγει ο ποιητής για το ομώνυμο αφήγημα της συλλογής του δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ο Μποντλέρ είναι για τους εξπρεσιονιστές ένα μεγάλο πρότυπο· η λατρεία του κακού και η αισθητικοποίηση του θανάτου είναι και γι΄ αυτούς βασικό ζητούμενο. Η φιγούρα του τρελού διατρέχει τα κείμενα στοιχειώνοντας τον κόσμο τους. Ο τρελός είναι εδώ ένα είδος μοντέρνου προφήτη, φρικιαστικός στην ωμότητά του και μαζί αθώος σαν παιδί. Η τρέλα ως κατάσταση του νου και του σώματος, απότοκη της μοντέρνας συνθήκης, αποτελεί για τον Χάιμ τη νέα «αλήθεια» που οδηγεί στη λύτρωση, στην αποκάλυψη μιας άλλης δυνατότητας και εν τέλει σ΄ έναν εξυψωτικό θάνατο.

Στο αφήγημά του «Ο μανιακός» παρακολουθούμε την πορεία επιστροφής ενός βίαιου, αλλόκοτου σαλού στην παλιά του ζωή. Ο πρωταγωνιστής τού Χάιμ μοιάζει να είναι η λογοτεχνική ενσάρκωση του «Γκόλεμ», μια σκοτεινή, ογκώδης φιγούρα που ξετρυπώνει από τα χαρτονένια σκηνικά του γερμανικού εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου, έτοιμη να στραγγαλίσει οτιδήποτε σταθεί εμπόδιο στον δρόμο της. Η κατάληξή του δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τον θάνατο, που επέρχεται στο τέλος με τρόπο ιερά διονυσιακό. «Και καθώς το αίμα τιναζόταν από την πληγή, του φάνηκε σαν να βούλιαζε στον βυθό, ολοένα και πιο βαθιά, ανάλαφρος σαν πούπουλο». Αυτό που έχει να προσφέρει ο θάνατος στους νέους εξπρεσιονιστές από αισθητική άποψη είναι ένα είδος ανακούφισης, σε άμεση αντιδιαστολή προς την αόριστη, μονότονη, ασαφή ζωή της μεγαλούπολης.