ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ

ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΧΘΡΩΝ,

ΟΠΩΣ ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΓΑΛΛΩΝ- ΓΕΡΜΑΝΩΝ

(1800- 1945), ΣΕΡΒΩΝ- ΑΛΒΑΝΩΝ Ή

ΙΣΡΑΗΛΙΝΩΝ- ΑΡΑΒΩΝ. ΙΣΩΣ ΜΑΛΙΣΤΑ Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ

ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η

ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΕΡΗ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΔΙΕΘΝΗΣ

ΔΙΕΝΕΞΗ. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΑΥΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΕΞΗΓΕΙ

ΤΟ ΓΙΑΤΙ

Για να κατανοήσει κανείς τη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα των δύο εθνώνκρατών και των λαών τους μία γόνιμη οδός είναι η συγκριτική μελέτη της διαμόρφωσης των δύο αυτών εθνικών κρατών, οι εκατέρωθεν εθνικές ταυτότητες όπως αποκρυσταλλώθηκαν, η εθνική ιστορία-αφήγηση καθώς επίσης και ο αντίστοιχος εθνικισμός. Αυτό ακριβώς επιχειρεί σε μεγάλο βαθμό ο αξιόλογος αυτός συλλογικός τόμος.

Το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το βιβλίο αυτό είναι η «μακριά σκιά της Ευρώπης», στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού κυρίως με την ευρωπαϊκή ιδέα περί εθνικών κρατών- η οποία οδήγησε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- και, σήμερα, με την εμπλοκή της Ευρώπης (κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στα ελληνοτουρκικά (Κυπριακό κυρίως και εν μέρει Αιγαίο και μειονότητες) η οποία αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για μία τελική ελληνοτουρκική προσέγγιση.

Όπως σημειώνεται ειδικότερα, η ιστορία- όχι η έγκυρη επιστημονική έρευνα για την ακρίβεια, αλλά η ιστορία ως στρατευμένη «εθνική ιστορία» και ως ιστορική μνήμη γεγονότων όπως μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, ειδικά στο σχολείο- οδηγεί Έλληνες και Τούρκους στο συμπέρασμα ότι έχουν να κάνουν με έναν αδυσώπητο εχθρό που αποτελεί και την κύρια απειλή ακόμη και σήμερα.

Θα σταθώ σε ορισμένες άλλες καίριες επισημάνσεις στα έξι από τα δεκαπέντε κεφάλαια του τόμου.

Ο Ηρακλής Μήλλας (ο πρώτος μελετητής που εισήγαγε τη συγκριτική μελέτη Ελλήνων- Τούρκων ως νέο γνωστικό πεδίο) παρουσιάζει τον καίριο ρόλο των αντιλήψεων στην ελληνοτουρκική διένεξη. Στην ελληνική περίπτωση οι Τούρκοι δαιμονοποιούνται ενώ το ελληνικό έθνος θεωρείται το ανώτερο στον κόσμο. Αντίστοιχες απόψεις έχουν και οι Τούρκοι. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει φόβος ότι κινδυνεύει η εθνική κυριαρχία. Οι Έλληνες διακρίνουν απειλή από έναν ισχυρό γείτονα ο οποίος στο παρελθόν είχε «καταλάβει τα ελληνικά εδάφη». Οι Τούρκοι πάλι διακρίνουν μία δυνητική απειλή από το γεγονός ότι οι Έλληνες μιλούν για περιοχές που τους ανήκαν ιστορικά στη Μικρά Ασία και στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Η ελληνική ταυτότητα συνδέεται με την αίσθηση ενός χαμένου μεγαλείου (αρχαίου και βυζαντινού), ενώ η τουρκική με ένα μεγαλείο εν πολλοίς παρεξηγημένο (στη Δύση αλλά και στον κεμαλισμό), το οθωμανικό.

Το μεγάλο ζήτημα της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών που αποφασίστηκε στη Λωζάννη εξετάζεται από την ανθρωπολόγο Ρενέ Ιρσόν (Ren e Ηirschon). Η απάνθρωπη αυτή η λύση θεωρήθηκε τότε η καταλληλότερη, με δεδομένο τον ελληνοτουρκικό πόλεμο που είχε μόλις προηγηθεί (1919- 1922). Στη συνέχεια όμως, με την πάροδο δεκαετιών χωρίς επικοινωνία μεταξύ των δύο λαών, ο χωρισμός αυτός σε συνδυασμό με τις εκατέρωθεν επιλεγμένες μνήμες και αφηγήσεις (σχολείο, επέτειοι, κ.λπ.) οδήγησε στο να μη γνωρίζει η μία πλευρά την άλλη, και να αρκείται στην αμοιβαία δαιμονοποίηση (χαρακτηριστική η περίπτωση των Ελλήνων Ποντίων σήμερα).

Εθνικές αφηγήσεις

Οι εκατέρωθεν εθνικές αφηγήσεις, που στην Ελλάδα είναι κατά βάση μία- ο ελληνοχριστιανισμός (Παπαρρηγόπουλος, Ζαμπέλιος)- και στην Τουρκία τέσσερα ανταγωνιστικά αφηγήματα, έχουν κι αυτές καθοριστική σημασία. Την αναλύουν οι πολιτικοί επιστήμονες Σπύρος Σοφός και Ουμούτ Οσκερεμλί (Umut zkιrιmlι). Η μικρή Ελλάδα του 1830 σύντομα έγινε αλυτρωτική εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Μεγάλη Ιδέα). Όταν η Μεγάλη Ιδέα εγκαταλείφθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, προέκυψαν σταδιακά δύο άλλες γεωγραφικές-χωρικές αφηγήσεις. Η μία αφορά το Αιγαίο και εμφανίζει τη χώρα ως κατεξοχήν αιγαιακή, εξού και η ευρέως διαδεδομένη θέση ότι το «Αιγαίο είναι ελληνικό» (ελληνική θάλασσα) και η μεγάλη ευαισθησία όποτε η Τουρκία δείχνει να θεωρεί το Αιγαίο και δικό της (ως η άλλη παράκτια χώρα). Η άλλη γεωγραφικήχωρική αφήγηση είναι η Μακεδονία, στη στρεβλή λογική ότι η Ελλάδα έχει την αποκλειστικότητα στο όνομα, και απειλείται άμεσα. Από πλευράς Τουρκίας το αφήγημα του Κεμάλ που επικρατεί μέχρι σήμερα, ειδικά στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, είναι ότι η Τουρκία παραμένει στα υπάρχοντα σύνορά της και δεν αναζητεί επεκτατισμούς. Υπάρχουν ωστόσο, όπως σημειώνουν οι δύο συγγραφείς, και άλλες τάσεις πέρα από τον κεμαλισμό, όπως ο άκρατος εθνικισμός (τουρκισμός με στοιχεία εθνοτικού ρατσισμού) και ο παντουρκισμόςτάσεις που είναι μεν περιθωριοποιημένες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν και να προξενούν δυσανάλογη με το μέγεθός τους ζημία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η κοινωνιολόγος Αϊσέ Καντίγιογλου επισημαίνει τη σημασία της έννοιας του γένους (για την ελληνική περίπτωση) και του κράτους (devlet) για την τουρκική περίπτωση. Σε αυτή τη λογική οι Έλληνες είναι ένα έθνος μεγαλύτερο από το υπάρχον ελληνικό κράτος· οι Τούρκοι είναι ένα κράτος που επινόησε και επέβαλε το έθνος στον τουρκόφωνο λαό. Συνέπεια αυτής της ειδοποιού διαφοράς είναι ότι στην Ελλάδα οι διακρίσεις γίνονται εις βάρος αυτών που λογίζονται ως «αλλογενείς», είτε με το να μην τους δίδεται η ελληνική ιθαγένεια κι ας ζουν στην Ελλάδα επί δεκαετίες ή κι ας έχουν γεννηθεί στη χώρα, είτε με το να τους αφαιρείται η ελληνική υπηκοότητα (περίπτωση τουρκόφωνων Θράκης έως το 1998 με το απαράδεκτο άρθρο 19 του νόμου περί ιθαγενείας). Στην Τουρκία, αντιθέτως, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έχουν τουρκική υπηκοότητα, πλην όμως αυτό δεν τους εξασφαλίζει ίσα δικαιώματα αν δεν είναι εθνοτικά Τούρκοι.

Το Αιγαίο

Οι δυσκολίες που υπάρχουν σε σχέση με την επίλυση της διένεξης του Αιγαίου αναλύονται από τον Χάρη Τζημητρά. Νομικός διεθνολόγος, ο Τζημητράς επιχειρηματολογεί πειστικά πως δεν μπορεί η Ελλάδα να επιμένει, εξωπραγματικά, ότι υπάρχει μόνο μία διαφορά, η υφαλοκρηπίδα, και ότι αυτή μπορεί να επιλυθεί μόνο με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο (Δ.Δ.). Αν μη τι άλλο το Δ.Δ. έχει και αυτό τα μειονεκτήματά του ως οδός, και μπορεί μία απόφαση που θα κριθεί άδικη και μεροληπτική να επιδεινώσει το ελληνοτουρκικό κλίμα, κάτι που έχουμε επισημάνει και εμείς (βλ. Αλ. Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος», 2001 και Άσπονδοι γείτονες:Ελλάδα- Τουρκία, 2007). Ενδιαφέρουσα, τέλος, η επισήμανση του οικονομολόγου Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου που υποστηρίζει, με λεπτομερή επιχειρηματολογία, ότι η εντυπωσιακή αύξηση της οικονομικής συνεργασίας από το 2000 και μετά (εμπόριο, επενδύσεις, τουρισμός, κ.λπ.) δεν αρκεί για να επουλώσει τις υφιστάμενες διαφορές ή να εμποδίσει τυχόν επιστροφή στην αντιπαλότητα.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις και ανάλυση-επίλυση συγκρούσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.