«…Ο Πέτρος ήταν όμηρος του ριζοσπαστικού ψηλέα. Τον ζήλευε για τον απορρυθμιστικό αντίκτυπο των έργων του στους διανοητικά οκνηρούς και στους αυτοαποκαλούμενους διανοούμενους…». Ο «ψηλέας» είναι ο καλτ Αμερικανός συγγραφέας-φάντασμα Τόμας Πίντσον και ο «Πέτρος» είναι το alter ego του Μιχάλη Μιχαηλίδη στην Πινακοθήκη τεράτων (Πατάκης). Αυτό το καινούργιο, πέμπτο και αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του είναι η πιο γενναία ανατομία του μηχανισμού παραγωγής ελληνικής λογοτεχνίας που έχουμε διαβάσει έως τώρα- μια ολική αποδόμηση· είναι, παράλληλα, ένα μελαγχολικό σχόλιο για το σινάφι των προβεβλημένων Ελλήνων πεζογράφων· και, πάνω απ΄ όλα, είναι μια ρεαλιστική όσο και απελπισμένη ματιά στα αναπόδραστα όρια μιας μικρής χώρας με μεγάλο πρόβλημα παιδείας. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο 40χρονος συγγραφέας δηλώνει ότι η προσέγγισή του είναι συγκριτική και τα κριτήριά του αυστηρά. Αυτό, με τις παρατηρήσεις του για τους μεγάλους μάστορες στους οποίους μαθητεύει ο πρωταγωνιστής του:

Μπόρχες, Πίντσον, Μπέκετ, Χένρι Τζέιμς, Φλομπέρ, Τόμας Μαν, Γκομπρόβιτς, Κανέτι, Ναμπόκοβ- οι Έλληνες ελάχιστοι, όπως θα φανεί αργότερα, Ροΐδης, Βιζυηνός, Μητσάκης, Γρηγόριος Παλαιολόγος, Παπαδιαμάντης, Σκαρίμπας, Τσίρκας, Αλεξάνδρου, Καχτίτσης… Από εκεί και πέρα, ο Μιχαηλίδης αναπτύσσει το μυθιστόρημά του (και την κριτική του), εναλλάσσοντας αφηγηματικά είδη, γωνίες θέασης και ιστορίες-μέσα-στην-ιστορία. Η πλοκή χτίζεται σε 19+1 τριτοπρόσωπα κεφάλαια, όπου παρακολουθούμε τις παράλληλες πνευματικές και προσωπικές περιπέτειες του πρωταγωνιστή-ανερχόμενου συγγραφέα, από τα 27 του μέχρι τα 39 του. Ερωτοδουλειές από εδώ, διαπραγματεύσεις με εκδότες από εκεί, μικροπαραγοντισμός των διορθωτών, των μεταφραστών ή των ομοτέχνων, συγγραφικές εμμονές ή ιδεολογήματα και όνειρα κοινωνικής ανόδου, αρπαχτές, επαρχιωτισμός και συνδικαλισμός, δημόσια προβολή και παρερμηνεία, αγωνίες και διαψεύσεις- είναι ο καμβάς του μυθιστορήματος, το οποίο όσο προχωρά τόσο αποκτά περισσότερες αποχρώσεις και βάθος, καθώς στη ροή των κεφαλαίων παρεμβάλλονται διάφορα «τεκμήρια» για τα σημεία και τέρατα των λογοτεχνικών μας πραγμάτων. Και συγκεκριμένα, πέντε αλληγορικά διηγήματα του Πέτρου για το πώς προσεγγίζουν τη λογοτεχνία οι Έλληνες υπηρέτες της (λ.χ. ως τυμβωρυχία). Επίσης, οι σκόρπιες σημειώσεις του από φράσεις διάσημων συγγραφέων (Μπαλζάκ, Τζόις, Περέκ κ.ά.), οι οποίες θα μπορούσαν να εμπνεύσουν ολόκληρα βιβλία… της προκοπής· οι αναφορές του ως αναγνώστη εκδοτικού οίκου για την έκδοση, ή μη, διαφόρων μυθιστορημάτων- κάτι που μάς υπενθυμίζει (και) τον κυνισμό της αγοράς· και, τέλος, οι ηλεκτρονικές επιστολές που λαμβάνει από παράγοντες του χώρου όπως και οι ημερολογιακές εγγραφές του από επίσημα ταξίδια του στο εξωτερικό, που φωτίζουν το περιβάλλον στο οποίο κινούνται εντός ή εκτός των τειχών οι νέοι Έλληνες πεζογράφοι. Με αυτό τον τρόπο ο Μιχαηλίδης διαμορφώνει ένα μωσαϊκό, από όπου προκύπτει ανάγλυφα ένας πνευματικός κόσμος χωρίς υποδομές, χωρίς φρέσκες ιδέες, χωρίς όραμα. Ένας κόσμος που κουτσαίνει, ενώ η κατασκευή του τον προόριζε για άλματα.

Οι ήρωες του Μιχαηλίδη είναι όλοι τους πρόσωπα αναγνωρίσιμα για τους επαγγελματίες του χώρου, όχι όμως απαραίτητα και για ένα ευρύτερο κοινό. Ο συγγραφέας έχει παραφθείρει τα ονόματά τους, κοντράροντας έτσι την τάση για αυτολογοκρισία που κυνηγάει τις μικρές αγορές όπως η ελληνική. Οι Λεπρέντη, Καρύτσης, Πλατάνη είναι οι εκδότες του Κέδρου, του Καστανιώτη, του Πατάκη, η διευθύντρια του Κέντρου Βιβλίου είναι η Λουίζ Βαλιάνου, ο εκπρόσωπος της Εταιρείας Συγγραφέων ονομάζεται Κηρουλάριος, η κριτικός της «Καθημερινής» Ξινοτρούλια, οι συγγραφείς Φάις, Βασιλικός, Κορτώ είναι οι Φρομ, Καλαμπόκης, Κοπετό, ενώ με αντίστοιχες ελαφρές μεταμφιέσεις παρελαύνουν δημοσιογράφοι, ατζέντισσες, επιμελητές και διορθωτές- με αυτούς ειδικά, όταν βλέπουν τον εαυτό τους ως συνδημιουργό του βιβλίου, ο Μιχαηλίδης γίνεται έξαλλος… Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, τα σχόλιά του είναι δηκτικά- όμως όχι κακεντρεχή, ο τόνος του είναι νηφάλιος και το ύφος του ελαφρά αυτοσαρκαστικό. Τα θετικά ή αρνητικά πρόσημα προκύπτουν υπαινικτικά από τις κλινικές περιγραφές ανθρώπων και πραγμάτων. Άλλωστε επιφυλάσσει αυστηρή μεταχείριση και στον εαυτό του, επισημαίνοντας επιπλέον ότι ο Πέτρος έχει τη φήμη «φαντασμένου», «ιδεολογικά ρηχού», που «εκμεταλλεύεται το παρουσιαστικό του» κ.ο.κ. Όλα αυτά θα ενοχλήσουν, εφόσον το βιβλίο διαβαστεί επιφανειακά. Ωστόσο δεν έχουμε εδώ ένα χολερικό μυθιστόρημα για τους λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά μια μαύρη σάτιρα για την αναπηρία του λογοτεχνικού συστήματος. Μια αναπηρία που όπως δείχνει η Πινακοθήκη τεράτων, έχει δυστυχώς να κάνει και με την ασφυκτική ελληνική συνθήκη. Χρειάζεται λοιπόν ένα πνευματικό πεδίο που θα καλλιεργεί την έμπνευση και την άμιλλα, χρειάζεται επαναδιαπραγμάτευση των οριζόντων του τόπου, χρειάζεται να υπάρξει μια κρίσιμη μάζα καθαρόαιμων δημιουργών. Αλλιώς γίνεται κανείς γραφικός, χάνει τον έλεγχο του έργου του, υπογράφει συμβόλαιο με τη λήθη. Αυτό μοιάζει να μας λέει ο Μιχαηλίδης ο οποίος, έχοντας δουλέψει ως αναγνώστης, έχοντας αλλάξει εκδότες, έχοντας μελετήσει ριζοσπαστικούς ξένους συγγραφείς, βλέπει- όπως ο πρωταγωνιστής του- ότι στη σημερινή Ελλάδα ο νέος δημιουργός που θέλει να κρατήσει την ακεραιότητά του, κινδυνεύει όλο και συχνότερα να σπάσει τα μούτρα του. Η μόνη ελπίδα του ίσως είναι να κωφεύσει στον μικρό ελληνικό κόσμο και να ανοίξει διάλογο με τον μεγάλο. Αλλά θα πρέπει να τα ρισκάρει όλα.

Ιδωμένο απ΄ έξω, το μυθιστόρημα του Μιχαηλίδη ενδιαφέρει εντέλει ένα κοινό πολύ ευρύτερο.

Διότι μιλά για τον καθένα μας που προσπαθεί να αναπτύξει μια δημιουργική δραστηριότητα. Και όλοι αποδεικνυόμαστε ανάπηροι.