Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ, ΉΑΛΛΩΣ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ
ΚΑΚΟΥ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΜΥΘΟ-ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ,
ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΡΕΑΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗ ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΙΣΧΥΡΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΟΜΕΡΤΑ» ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΗ ΝΑ ΓΕΝΝΑ ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ
ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΧΩΡΑ
Βασικό ζήτημα που αναφύεται μέσα από τις σελίδες του νέου μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη, είναι η χρήση των μύθων που τροφοδοτούν αλλά και συγκαλύπτουν το μέγιστο σύγχρονο κακό των δημοκρατικών κοινωνιών: τον κατατρεγμό και τη βία εναντίον ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού, μετά τον στιγματισμό και την περιθωριοποίησή τους με βαριές κατηγορίες, που ποικίλλουν, αλλά κοινό τους γνώρισμα είναι ότι στηρίζονται σε αυτό που ο Εντγκάρ Μορέν ονόμασε «μακρινές φήμες». Τα άτομα αυτών των ομάδων θεωρούνται επικίνδυνα γιατί κουβαλούν στις αποσκευές τους το «μίασμα» της επίφοβης προέλευσης. Είναι οι ξένοι, τα άτομα που αποκλίνουν από την κυρίαρχη ομάδα, σήμερα οι οικονομικοί μετανάστες, και προπάντων οι προαιώνιοι φορείς του κακού, οι Εβραίοι. Και, από τους μύθους που χρησιμοποιούνται για τη δίωξη αυτών των ομάδων, πιο ισχυρός και με πλήθος παραλλαγών, είναι ο μύθος του Ιούδα, που συμβολίζει το «απόλυτο κακό».

Η Γαλανάκη οργανώνει το μυθιστόρημά της με βάση δυο παράλληλες αφηγήσεις, του μύθου και της ιστορίας.

Η πρώτη αφήγηση αναφέρεται στον μύθο του Ιούδα, όπως τον διέσωσε το αναγεννησιακό έμμετρο κείμενο που φέρει τον τίτλο Παλαιά και Νέα Διαθήκη, γνωστό και στην προφορική παράδοση της Κρήτης. Το κείμενο αυτό μπολιάζει στον μύθο του Ιούδα τον μύθο του Οιδίποδα. Οι γονείς του Ιούδα, ύστερα από προφητικό όνειρο για το ζοφερό μέλλον του βρέφους, τον κλείνουν μέσα σε πισσωμένο κουτί και τον ρίχνουν στη θάλασσα. Όμως το βρέφος θα σωθεί και θα διαπράξει τα εγκλήματα της προφητείας: θα γίνει αδελφοκτόνος, πατροκτόνος αλλά και αιμομίκτης όπως ο Οιδίποδας. Στο τέλος, θα γίνει μαθητής του Χριστού αλλά εντέλει ο προδότης του.

Η δεύτερη αφήγηση μας φέρνει στη σύγχρονη εποχή και είναι μια ιστορία ενηλικίωσης που διαδραματίζεται σε αναγνωρίσιμο πλαίσιο, σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης. Η Μάρθα, νεαρή πρωτοδιορισμένη δασκάλα, εβραϊκής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα της, έρχεται να εργαστεί σε αυτό το χωριό μετά τον θάνατο της μάνας της. Είναι άπειρη, αφελής, με χαρακτηριστική άγνοια, όπως οι πλείονες των Ελλήνων, γύρω από τα αίτια και τις πολύμορφες, συχνά μασκαρεμένες εκδηλώσεις της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.

Στο κρητικό ορεινό χωριό, με το παρελθόν της κατοχής και του αδελφοκτόνου αντάρτικου, πλάι στα παραδοσιακά «σημαίνοντα» πρόσωπα της επαρχίας- τον δήμαρχο, τους ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες, τους διορισμένους δασκάλους από την πρωτεύουσα- έχουν προστεθεί οι οικονομικοί μετανάστες, ενώ πλέον επικρατεί ο νόμος του παράνομου πλουτισμού με τις φυτείες του χασίς και το ξέπλυμα χρήματος. Η Μάρθα, ως ξένη και επιπλέον Εβραία, θα αντιμετωπίσει την εχθρότητα του δεύτερου δασκάλου του χωριού, ακροδεξιού, εθνικιστή και αντισημίτη. Συμπαραστάτης της, ο Πέτρος, ένας προοδευτικός, φιλαναγνώστης κτηνοτρόφος, με τον οποίο θα συνδεθεί ερωτικά. Η Μάρθα θα έρθει αντιμέτωπη με τον ορεσίβιο πληθυσμό όχι μόνο γιατί είναι η ίδια ξένη, αλλά γιατί και ο Πέτρος θεωρείται «ξένος» ανάμεσα στους συντοπίτες του, καθώς γνωρίζει τα ένοχα μυστικά τους αλλά βρίσκεται αντίθετος σε όλα αυτά. Οι κατηγορίες, οι «μακρινές φήμες», θα οργιάσουν εναντίον της, όταν ο δάσκαλος αποκαλύπτει ότι η γιαγιά της, από τη μεριά της μάνας της, παλιά αντάρτισσα στα ίδια μέρη, είχε παντρευτεί τον νεώτερο πρώτο εξάδελφό της και συναγωνιστή της, συνεπώς το «μίασμα» είναι διπλό, αφού από τη μεριά του πατέρα έχει εβραϊκό αίμα, ενώ από την πλευρά της μάνας της την βαραίνει το αμάρτημα της αιμομιξίας. Έτσι, στο πρόσωπο της Μάρθας προβάλλεται μια ενισχυμένη φαντασίωση του κακού που βάζει μαζί «αιμομίκτες, κομμουνιστές και Εβραίους».

Η στιγμή της σύγκρουσης θα έρθει με τις εκλογές που θα ζωντανέψουν το μετεμφυλιακό κλίμα του κράτους της Δεξιάς, ενώ η κορύφωση θα γίνει τη Μεγάλη Εβδομάδα με το «κάψιμο του Ιούδα», που το οργανώνει ο εθνικόφρων δάσκαλος και στο οποίο συμμετέχουν οι μαθητές αλλά και ολόκληρο το χωριό. Η «τελετή» με τους ξαναμμένους οπλοφόρους χωριανούς έχει στηθεί βασικά εναντίον της δασκάλας και του Πέτρου. Εκείνη θα γλιτώσει, όχι όμως και ο Πέτρος.