ΟΙ ΣΚΕΪΤΕΡΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΖΩΑ ΠΡΩΤΟΓΟΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΕΣΤΙΑΖΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ: ΤΟΥΣ ΝΕΟΛΑΙΟΥΣ.

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΜΑΡΚΑΡΗ, ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΜΙΛΑ ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ ΛΙΓΟ ΠΑΝΩ ΑΠ΄ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ, ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΟΥΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΠΑΝΩ ΑΠ΄ ΟΣΑ ΤΟΥΣ ΦΡΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ, ΜΑΣ ΛΕΕΙ, ΚΑΙ ΦΩΤΙΖΕΙ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΕΙ
Απ΄ τις αρχές του καλοκαιριού ζω με τη Λάτα. Μπορεί να είμαι μόνο δεκαπέντε, μπορεί και η Λάτα να είναι τόσο, μπορεί να μην έχουμε κάτι δικό μας ακόμα, ούτε λεφτά, ούτε τίποτα, και τι έγινε όμως, εγώ κι η Λάτα ζούμε μαζί ακόμα κι έτσι. Δεν έχουμε βρει κάπου μόνιμα, αυτό είναι αλήθεια, συνήθως εδώ κι εκεί, σε ταράτσες κι υπόστεγα κι αυτό όχι όλες τις μέρες της εβδομάδας γιατί συχνά γυρνάμε σπίτι, εγώ στη μάνα μου κι εκείνη στη δικιά της που φωνάζει πιο πολύ κι ύστερα κλαίει με αναφιλητά λέγοντας πράγματα που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Στο τέλος βέβαια μαλακώνει και την παίρνει αγκαλιά, αρχίζει τα σπαστά ελληνικά της κι όλα ξαναγίνονται όπως ήταν στην αρχή. Η δικιά μου από την άλλη μού μαγειρεύει- εμφανιστώ δεν εμφανιστώ το βράδυ- και περιμένει πότε θα σκάσω μύτη με τις ιστορίες μου από τον έξω κόσμο. Είναι δύσκολα εκεί πέρα, της λέω, στις παλιές τις πολυκατοικίες τα πράγματα είναι ζόρικα και μας διώχνουν. Γουρλώνει τα μάτια και με κοιτάει περίεργα. Στήνουνε ξόανα και σκιάχτρα στις ταράτσες, της λέω, λες κι είμαστε ανεπιθύμητα πουλιά. Κι αν εμείς παρ΄ όλ΄ αυτά δεν φοβηθούμε και ξαπλώσουμε στις πλάκες, πάντα κάποιος βρίσκεται να μας σκορπίσει με μια τουφεκιά στον αέρα. Από την άλλη, για να περάσεις εμπόδια στα καινούργια τα στέκια θέλει κότσια, είναι όλα δύσκολα και μας κοιτάνε με μισό μάτι. Της κάνω έτσι με τα χέρια να της δείξω πώς γίνονται σωστά τα άλματα, πώς ξεπερνάω τα εμπόδια ένα ένα με ρυθμό. Σαν ζώο πρωτόγονο μέσα στο πλήθος των πολιτισμένων, ένας τρελός λαγός στη μεγαλούπολη. Το σώμα ίσιο, πέτρα στις γάμπες, στα πνευμόνια μου αέρας θολός. Έτσι περνάω μέσα απ΄ την καρδιά της καταιγίδας, καταλαβαίνεις; Έτσι ανοίγει το μυαλό όταν πηδάς στο κενό, έτσι παίρνει οξυγόνο η σκέψη. Βάζει τις φωνές πως δεν θα βρω ποτέ δουλειά αν δεν μαζέψω τα μυαλά μου να στρωθώ, πως θα σκοτωθώ μια μέρα και τα σχετικά. Μη φωνάζεις, της λέω, δεν ξέρεις εσύ. Δεν μπορείς να ξέρεις. Και να μην ανησυχείς, δεν υπάρχει λόγος. Όλα θα πάνε καλά, εμένα που με βλέπεις δεν με φοβίζει πια εμπόδιο κανένα, πουθενά. Μάθε, πάντως, ότι μ΄ αρέσει που ζω έτσι, μ΄ αρέσει που έχω εσένα και τη Λάτα, που περπατάω λίγο πάνω απ΄ το έδαφος. Κι αν με ρώταγες θα σου ΄λεγα ότι δεν θα ΄θελα ν΄ αλλάξω το παραμικρό, θα μ΄ άρεσε να μέναμε όπως είμαστε για πάντα.

Η Λάτα είναι απ΄ την Ινδία, αλλά μεγάλωσε στο Λονδίνο. Εκεί ζούσε με τη μάνα της πριν κατέβουνε Αθήνα που είχαν έρθει να μείνουνε από καιρό κάτι συγγενείς της απ΄ την πατρίδα. Εκεί έμαθε τα άλματα και τον τρόπο να φεύγεις πάνω απ΄ όσα σου φράζουν το δρόμο. Δούλεψε πολύ με το σώμα και το μυαλό της και τώρα κάνει τις πιο πολλές κινήσεις με την ευκολία που οι άνθρωποι κοιμούνται και ξυπνάνε κάθε μέρα. Τώρα τα άλματα είναι η ζωή της κι από τότε που τη γνώρισα είναι και για μένα ακριβώς το ίδιο.

Η Λάτα είναι όμορφη. Έχει δέρμα σκούρο και μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδα, πρόσωπο μακρύ και καθαρό. Έχουμε μιλήσει πολύ με τη Λάτα, έχουμε πει ένα σωρό πράγματα ο ένας στον άλλο, αγγλικά, ελληνικά, μαζί χέρια και πόδια. Καταλαβαινόμαστε, δεν μας νοιάζει. Και σχέδια έχουμε κάνει πολλά. Έχουμε δώσει όρκο πως θα πάμε στο Λονδίνο κάποια στιγμή πολύ σύντομα· αν έχουμε τα χρήματα ακόμα και πριν από τα Χριστούγεννα. Θα δούμε πώς θα γίνει τε λικά γιατί μαζεύω δύσκολα από γιαγιάδες και θειάδες.

Μ΄ αρέσει η Λάτα, μ΄ αρέσει πολύ. Τη χαζεύω όταν μου εξηγεί τι πράγματα θέλει να μου δείξει εκεί πέρα, γωνιές και κτίρια που δεν τα ΄χω καν φανταστεί, γι΄ αυτό και θέλω να πάω να τα δω από κοντά, να τ΄ αγγίξω. Για ύπνο και φαγητό δεν πρέπει ν΄ ανησυχούμε. Έχει ένα σωρό φίλους στο Λονδίνο, μια μέρα στον καθένα αν μένουμε, δεν θα χρειαστεί να ξοδέψουμε δεκάρα. Το ΄χω ονειρευτεί χιλιάδες φορές αυτό το ταξίδι, έχω συνέχεια στο μυαλό μου την Αγγλία και τους δρόμους της. Σαν υπνοβάτης κατεβάζω μπίρες στις παμπ όταν στριφογυρνάω τα βράδια στον υπνόσακο, πηδάω εμπόδια μαζί της λίγο πέρα από τη Ρέτζεντ Στριτ, κάνουμε φροντ και μπακ φλιπ μαζί στο Πικαντίλι, αέρινο μάνκεϊ λιπ στα στενά στο Σόχο που τα είδα όλα μια μέρα από ένα σάιτ με φωτογραφίες στο Ίντερνετ.

Στην Αθήνα ξεκινάμε πρωί με τα μάρσιπα στον ώμο την ώρα που ο κόσμος πηγαίνει στη δουλειά. Ό,τι κι αν έχω χωράει μες στο μάρσιπο, ποιος απ΄ αυτούς το ξέρει; Τους κοιτάμε στα μάτια και παραξενεύονται. Κανένας δεν κοιτάει στα μάτια. Η πόλη πέφτει με δόντια φαγωμένα καταπάνω μας, κίτρινα δόντια. Γλιστράμε ανάμεσα στα κενά που αφήνουν τα κορμιά, ανάμεσα απ΄ τις τρύπες που έχουνε τα δόντια, κατεβαίνουμε τις κυλιόμενες στο Μετρό ανάποδα. Ο μαύρος ιμάντας τους σαν το μαγκανοπήγαδο ανακυκλώνει τη ρουτίνα του κόσμου, πάνω κάτω, όλη την ώρα, συνέχεια χωρίς σταματημό. Άλλη μια μέρα σήμερα που κάποιος απ΄ όσους πατήσουνε τη σκάλα θα προδώσει και θα προδοθεί, που θα κλάψει, θα κλέψει ή θ΄ αρπάξει, που κάποιος απ΄ αυτούς θ΄ αγαπηθεί, θα γελάσει, θα δικαιωθεί. Θέλω σήμερα να γυρίσουμε παντού, της λέω, να περπατήσουμε στα πλευρά της πόλης, να μπήξουμε τις σόλες στα ρουθούνια της, τα ολ σταρ μας στ΄ αυτιά της, να γαργαλήσουμε το μεγάλο, κουρασμένο ζώο στις πατούσες. Θέλω ν΄ ανέβουμε πάνω του και να το τσιγκλήσουμε για τα καλά.

Τικ-τακ

Αν κάτι χρειάζεσαι για το τικ-τακ είναι γερά παπούτσια. Με τη φόρα του ακροβάτη που ξέρει να κοντρολάρει το σώμα του φεύγεις προς τον τοίχο. Πρώτο άλμα πλάγια με το έξω μέρος τού πέλματος να σπρώχνει κι όχι πολύ ψηλά- μόνο λίγο παραπάνω από κει που φτάνει το γόνατούστερα το δεύτερο βήμα πιο σταθερό και κάτω. Το κορμί γερμένο πλάγια, το κεφάλι αντίβαρο. Φαίνεται εύκολο μα θέλει να κάνεις καλό κουμάντο γιατί αλλιώς έσκασες σαν το καρπούζι στα πλακάκια. Για ένα δευτερόλεπτο γυρίζεις τον κόσμο. Η ορθή γωνία του πλακόστρωτου έρχεται ανάποδα κι ο τοίχος μοιάζει να γίνεται ο δικός σου δρόμος. Όταν το ρεύμα των ανθρώπων κοντεύει να σε παρασύρει ο τοίχος είναι πάντα βοηθός. Πηδάς γρήγορα προσπερνώντας τα σώματα που έρχονται, γίνεσαι έστω και για μια στιγμή μόνο χορευτής.

Κατ Λιπ/ Το άλμα της γάτας

Στο σούπερ μάρκετ γέμισα τα μάρσιπα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Η Λάτα έσπρωχνε δυο καρότσια γεμάτα πράγματα όσο οι άλλοι είχανε κάνει αλυσίδα με τα χέρια μπροστά στα ταμεία. Η καρδιά μου χτύπαγε τρελά. Αν μας έπιαναν δεν θα ΄ξερα τι να πω στη μάνα μου, αλλά τώρα ήμουνα μέσα και δεν μ΄ έπαιρνε να κάνω πίσω. Θα της έλεγα πως θα τα μοιράζαμε στον δρόμο λίγο παρακάτω, αλλά ευχόμουνα ποτέ να μη χρειαστεί να εξηγήσω. Φορτώσαμε ό,τι μπορούσαμε πριν ο διευθυντής γυρίσει απ΄ το διάλειμμα και καταλάβει τι γινόταν. Όλα έγιναν μέσα σε λίγα λε πτά. Βγήκαμε τρέχοντας και σπάσαμε την ομάδα σε μικρά γκρουπ. Αν και κανείς δεν μας ακολούθησε ξεχυθήκαμε με τη Λάτα στον απέναντι τοίχο, περπατήσαμε με τις μύτες πάνω του και κρεμαστήκαμε στο περβάζι. Περάσαμε τα πόδια μας από την άλλη πλευρά. Οι υπόλοιποι θα μας περίμεναν στο γνωστό σημείο.

Μακρύ άλμα Ι

Κάποιος μας κυνηγάει ξανά και πλησιάζει γρήγορα σαν πάνθηρας σ΄ ενέδρα. Η Λάτα δεν το σκέφτεται πολύ, παίρνει φόρα, πατάει στην κόχη της ταράτσας κι αφήνει το σώμα της να φύγει στο κενό. Ο χρόνος που θα ΄ταν όλος δικός μας στην αγκαλιά της πολυκατοικίας, Σικελιανού και Γράμμου γωνία κατά το σούρουπο, «ο χρόνος μας» γίνεται κοντή ανάσα, σπάει σε χιλιάδες μικρά κομμάτια γυαλί. Τώρα η κλεψύδρα γύρισε. Τώρα πρέπει να μετρήσω τον χρόνο. Τον χρόνο στην πλάτη μου για την πόρτα που θ΄ ανοίξει (και πρέπει να προφτάσω πριν ανοίξει για τα καλά και με πάρουν στο κυνήγι), τον χρόνο μπροστά μου μέχρι εκείνη να φτάσει απέναντι. Ο πίσω χρόνος βασανιστικά γρήγορος (εκείνος ο ξεδοντιασμένος παλιόγερος μάς πήρε είδηση και μοιάζει να πλησιάζει με ταχύτητα φωτός απ΄ τη μεριά της σκάλας), ο χρόνος μπροστά (όση ώρα εκείνη πολεμάει τη βαρύτητα) αβάσταχτα αργός. Κι εγώ στη μέση κρατάω την αναπνοή μου ώσπου να φτάσει. Η Λάτα τα καταφέρνει ξανά. Τινάζεται και φτάνει ώς πέρα, προσγειώνεται στις πλάκες του διπλανού κτιρίου σαν μπάλα από μαλακό καουτσούκ. Ρίχνει το βάρος στον ώμο της, κυβίστηση με τρεις στροφές και σηκώνεται.

Μου κάνει νόημα πως είναι η σειρά μου. Μακρύ άλμα ΙΙ

Η πόρτα πίσω μου ανοίγει. Οι μεντεσέδες της τρίζουν, γδέρνουν το σκουριασμένο μέταλλο, γδέρνουν τ΄ αυτιά μου. Να με πρόλαβε ο γέρος; Να πυροβόλησε η ματιά του την πλάτη μου πριν προλάβω ν΄ αφεθώ; Ρίχνομαι μπροστά με ορμή, με δύναμη να παλέψω το κενό μπροστά, να καλύψω το χάσμα ανάμεσα στο σημείο που είμαι τώρα και σε κείνο που θέλω να βρεθώ. Το ύψος κάτω μου ένα θηρίο που μουγκρίζει. Στα ανοιχτά σαγόνια του τρέχει ρυάκι το σάλιο. Είναι το πιο μεγάλο άλμα μου ώς τώρα μα δεν προλαβαίνω ούτε καν να φοβηθώ. Πρόσεχε, είναι λονγκ τζαμπ, μου είπε στα γρήγορα η Λάτα πριν πηδήξει, να βάλεις τα δυνατά σου. Μετεωρίζομαι πάνω απ΄ τα μπαλκόνια, πάνω απ΄ τη ζωή μου στα βρώμικα στενά, μια αιώρα γίνομαι πάνω από τη λαϊκή που τέλειωσε, πάνω απ΄ τις γριές που μαζεύουν τα πεσμένα φρούτα. Στη ρωγμή του χρόνου μένω παγωμένος πάνω απ΄ το κενό, βλέπω τους φίλους μου μαζεμένους να γελάνε, πετάω πάνω από μια υπαίθρια συναυλία στο πεζοδρόμιο, πάνω απ΄ το άψυχο κορμί του σκοτωμένου, ξυστά απ΄ το γυμνό ζευγάρι στο παράθυρο. Σκοτεινιάζει μέχρι να πλησιάσω απέναντι- ατέλειωτο άλμα- ανάμεσα απ΄ τα καλώδια του τρόλεϊ που δεν λέει τόση ώρα να περάσει. Με τον σπινθήρα τους γίνεται φως ξανά.

Πτήση χωρίς δίχτυ, ελιγμός χωρίς σκοινί πάνω απ΄ όσα με κρατάγανε πίσω. Σωτηρία απ΄ τα κοφτερά νύχια του τέρατος, φυγή στο τσιμέντο απέναντι, στην αγκαλιά της, στη βελούδινη φάτνη των χεριών τής Λάτας.

Διδάκτορας Γερμανικής Λογοτεχνίας και δάσκαλος Γερμανικής στη Μέση Εκπαίδευση, μεταφραστής του Γκάνταμερ, του Χόφμανσταλ κ.ά. και για ένα διάστημα καθηγητής Λογοτεχνικής Μετάφρασης στο ΕΚΕΜΕΛ, ο Χρήστος Αστερίου είναι 38 χρονών και εμφανίστηκε στα γράμματα το 2003 με 14 αφηγήματα που συνομιλούσαν με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Ήταν το «Γυμνό της σώμα και άλλες ιστορίες» (Πατάκης) που βρήκε θερμή ανταπόκριση από την κριτική. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το πρώτο του μυθιστόρημα «Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη» (Πατάκης 2006), όχι όμως και όλα τα άλλα διηγήματα που έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει. Πνευματικό παιδί του Ε.Χ. Γονατά, ο Αστερίου επιμελήθηκε και την αλληλογραφία του με τον Ν. Καχτίτση «Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας» (Πατάκης 2000)

Είναι το πιο μεγάλο άλμα μου ώς τώρα μα δεν προλαβαίνω ούτε καν να φοβηθώ. Πρόσεχε, είναι λονγκ τζαμπ, μου είπε στα γρήγορα η Λάτα πριν πηδήξει, να βάλεις τα δυνατά σου. Μετεωρίζομαι πάνω απ΄ τα μπαλκόνια, πάνω απ΄ τη ζωή μου στα βρώμικα στενά, μια αιώρα γίνομαι πάνω από τη λαϊκή που τέλειωσε, πάνω απ΄ τις γριές που μαζεύουν τα πεσμένα φρούτα