ΤΙ ΕΙΜΑΙ, ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ. Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ- ΓΥΝΑΙΚΑΉΑΝΔΡΑΣ-
ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗ ΣΥΧΝΑ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ
ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΕΙ, ΝΑ
ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙ Ή ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΚΡΥΨΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΟΥ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Η 41ΧΡΟΝΗ ΑΝΤΖΕΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ,
ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ,
ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΕ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΤΟΛΜΗ ΝΑ ΠΕΡΙΓΡΑΨΕΙ
ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΡΙΣΚΑΡΕΙ ΝΑ ΤΡΑΒΗΞΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΝΙΩΘΕΙ
ΒΟΛΕΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΚΟΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ
«Είχα ακούσει… κάποτε…», σχολιάζει σε συνέντευξή της η λεσβία ποιήτρια Θαλασσία Ύλη, το «άγιο δισκοπότηρο» στο μυθιστόρημα της Δημητρακάκη, «ότι οι λεσβίες δεν είναι γυναίκες […] Ωραία, ας μην είναι γυναίκες οι λεσβίες. Τόσο το καλύτερο για κείνες. Δεν είναι κάτι, άρα θα μπορούσαν να είναι πάρα πολλά ». Αυτή η αντιδιαστολή, ακατανόητη για τον μέσο Νεοέλληνα, που εξακολουθεί να ορίζει τις ταυτότητες ως μια σειρά από εγκλωβισμούς και αποκλεισμούς του τύπου «πας μη Έλλην βάρβαρος», διατρέχει απ΄ άκρου εις άκρον την αφήγηση. Θα σας συνιστούσα, προτού διαβάσετε αυτό το βιβλίο, να συμμορφωθείτε μεπαραλλαγμένη- την προτροπή του Ντάντε και, αντί για ελπίδες, να αφήσετε όλα τα στερεότυπά σας στην είσοδο. Όσοι πιστεύουν ότι θα μπουν στον ζωολογικό κήπο και θα χαζέψουν ακόμη ένα τυπικό δείγμα της γυναικείας ομοφυλόφιλης λογοτεχνίας, θα απογοητευτούν οικτρά. Η Δημητρακάκη επιχειρεί κάτι δυσκολότερο- εξ ου και γοητευτικότερο: να υπερπηδήσει τους φράκτες και τις εμμονές των δύο φύλων.

Το μικρόφωνο

Εν αρχή ην ο λόγος. Σε ποιον θα δώσουμε το μικρόφωνο. Η Δημητρακάκη αποφασίζει να το δώσει σε μια τριαντάχρονη Ελληνοαμερικανίδα, την Κατίνα Μελά, ένα πανεπιστημιακό φρικιό- και με την επιλογή της πλήττει μεθοδευμένα και ταυτόχρονα πολλές αφηγηματικές κοινοτοπίες. Βλέπετε, αν και Ελληνοαμερικανίδα η Κατίνα, με αξάν Σικάγου (που ενίοτε μεταλλάσσει σε νεοϋορκέζικο), δεν σκέφτεται, δεν μιλάει και – πόσω μάλλον- δεν γράφει στα στρουμφάκικα γκρίκλις της Καλομοίρας. Έχει μόλις διακόψει το διδακτορικό της (για λόγους εκρηκτικούς, που θα μάθουμε πολύ κατόπιν) στο Τμήμα Νέων Ελληνικών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον και τα «ελληνικά» της, παρά τα κωμικά της μικρολάθη (που αυτοσαρκάζει άλλωστε), έχουν τη διαύγεια εκείνου που γνωρίζει μια γλώσσα εις βάθος, μολονότι την κοιτάζει «απ΄ έξω»- αντίστοιχα, ας πούμε, με τα «αγγλικά» του Πολωνού Κόνραντ ή του Ρώσου Ναμπόκοφ. Με το ίδιο «βλέμμα» κοιτάζει και την Αθήνα, στους έντεκα μήνες που αντέχει τελικά να παραμείνει (ενώ αρχικά σχεδίαζε να εγκατασταθεί για δύο με τρία χρόνια), από τον Σεπτέμβριο του 2006 έως και τον Ιούλιο του 2007.

Η Κατίνα είναι λεσβία, αν και δεν είναι «παρθένα από σπέρμα», ούτε ψυχαναγκαστική ακτιβίστρια. Τη βρίσκουμε σε μια περίοδο που προσπαθεί να συνέλθει από τη διάλυση του μακρόχρονου δεσμού της με την Ταμάρα και να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η ίδια είναι μια ασήμαντη κλωστή στο «κοινωνικό πουλόβερ»- σε αντίθεση με την μπαρουτοκαπνισμένη φίλη της Σάντρα, που πολλαπλά θαυμάζει- και αν ξηλωθεί, η ραφή του πουλόβερ θα παραμείνει ουσιαστικά άθικτη. Όπως και η μητέρα της, που σκοτώθηκε σε δυστύχημα ένα χρόνο νωρίτερα, η Κατίνα είναι πρωτίστως ένας άνθρωπος «φοβισμένος» και «μπερδεμένος». Η οικογένειά της, πίσω στις ΗΠΑ, απέχει παρασάγγας από το να θεωρηθεί τυπική. Ο Φραγκίσκος, ο μικρότερός της αδελφός, παλεύει διαρκώς με τους προσωπικούς του δαίμονες και προσπαθεί να μην (ξανα)μπει φυλακή. Ο πατέρας της, πρώην ιδιοκτήτης πιτσαρίας, έχει έρθει σε βίαιη ρήξη με την υπόλοιπη οικογένεια. Όσο για τη νεκρή πια μητέρα της; Είναι ο αφηγηματικός μπαλαντέρ. Ένα μυστήριο-μπάμπουσκα: κάθε απάντηση για τον βίο της οδηγεί σε μια νέα ερώτηση.

Το διδακτορικό

Στο (παρατημένο πια) διδακτορικό της η Κατίνα Μελά ασχολείται με την ποιήτρια Θαλασσία Ύλη και τη γυναικεία ομοφυλοφιλία στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Ελάχιστα βιογραφικά ψιχία είναι γνωστά γι΄ αυτή την ποιήτρια, τιμημένη με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Ποίησης, που δημοσιεύει τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά: είναι λευκή, είναι μητέρα, είναι λεσβία- ένας συνάδελφος της Μελά, μάλιστα, πιστεύει ότι αυτό το παράδοξο ψευδώνυμο δεν είναι «ατομικό» μα «συνεργατικό» και «δεν αποκρύπτει μία αλλά ένα πλήθος (αυτο) βιογραφιών, και θεσμοποιεί τη λεσβιακή ταυτότητα στην Ελλάδα ως underground». Η έρευνα της Μελά θα την οδηγήσει σε μιαν άλλη, αναπάντεχη κατεύθυνση.

Από τα τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος, πιο αδύναμο ως προς τη συγκο μιδή νέων πληροφοριών (αλλά και απαραίτητο για τη δημιουργία της ενδεδειγμένης αφηγηματικής θερμοκρασίας) μπορούμε να θεωρήσουμε το δεύτερο, το ημερολόγιο της Ελληνοαμερικανίδας αφηγήτριας Κατίνας Μελά- εκεί θα δούμε ωστόσο και πιο αδρά αποτυπωμένο το «ανοίκειο» βλέμμα πάνω σε πράγματα «οικεία». Συνηθισμένοι να μας προσεγγίζουν είτε ως γραφικούς, γιαλαντζί Ευρωπαίους- «δεν θεωρούν τη σύγχρονη Ελλάδα μέρος της Ευρώπης ακριβώς, τη θεωρούν σύνορο » – είτε κολακεύοντας τα στερεότυπά μας, η κλινική ματιά της Μελά- κατ΄ επέκτασιν της Δημητρακάκη – πιθανόν να μας ξενίσει ή και να μας ενοχλήσει. Ποτέ ξανά δεν θα νιώσουμε άνετα με την παλιά καλή εθνική μας αυταρέσκεια.

Άντζελα Δημητρακάκη

ΜΕΣΑΣ΄ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΣΑΝ ΚΙΕΣΕΝΑ

ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ 2009, ΣΕΛ. 386, ΤΙΜΗ: 17 ΕΥΡΩ