«ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ
ΜΟΥ,/ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΥΓΓΑΜΑΡΑ
ΜΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΣΥΝΗΘΕΙΑ…/
Ω, ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΗ Η ΚΟΨΗ
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ,/ ΜΑ ΠΟΣΟ
ΤΡΟΜΕΡΟΤΕΡΗ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥ
ΝΑΙΝΕΣΗ;»
Στο τελευταίο βιβλίο του ο Θεσσαλονικιός Θανάσης Τριαρίδης προσπαθεί να κάνει το αδιανόητο. Να πει απ΄ την ανάποδη τον Εθνικό μας Ύμνο- και μαζί όλες εκείνες τις «ιερές» αφηγήσεις ανδρείας, υπέρβασης, απελευθέρωσης, επιβολής και νίκης, βάσει των οποίων «οι λαοί» διακρίνουν δίκαιο κι άδικο, καλούς και κακούς, «ιστορία» και «παραχάραξη». Στόχος του είναι να υπογραμμίσει όσα όλες αυτές οι αφηγήσεις έχουν φτιαχτεί για να λειαίνουν, να εξισορροπούν, να δικαιολογούν: τη βία, την αδικία, τον θάνατο και τη σφαγή (των άλλων), στη βάση των οποίων προχωράει (και, βεβαίως, γράφεται) η Ιστορία.

Το βιβλιαράκι έχει τίτλο Το κόψεκόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται και υπότιτλο Ύμνος στην ατέλειωτη μεγάλη σφαγή (που συνήθως τη λένε Ελευθερία, Εργασία που Απελευθερώνει, Λαό, Μέλλονή και Ιστορία, Πεπρωμένο, Εξέλιξη, Αγάπη, etc.). Πρόκειται, όπως φαίνεται κι από τον τίτλο του, για κείμενο υπερβολικό, απλοϊκό, χοντροκομμένο. Και μαζί συγκλονιστικόίσως και λόγω των παραπάνω.

Στην αρχή του στέκει ένας απλούστατος συλλογισμός, εξορισμού αδιανόητος εντός του πλαισίου της εθνικής αφήγησης και μνήμης: «Αλίμονο,/ όλοι έχουμε μιαν προγιαγιά/ που τη βίασαν οι…../ έναν προπάππο- ή έναν προπροπάππο…../ που τον έσφαξαν οι…../ στη σφαγή της…../ (συμπλήρωσε τις τελείες όπως θέλεις-/ δεν θ΄ αλλάξει τίποτε)./ Μα κανείς, κανείς μας, που να πάρει,/ δεν έχει έναν προπροπάππο σφαγέα/ ή βιαστή ή κάτι τέτοιο…/ Κι όλοι, βεβαίως,/ τραγουδάμε έναν Ύμνο/ ένα τραγούδι, βρε αδελφέ,/ για τη Δόξα των προγόνων μας…

Ακολουθεί η καρναβαλική διαστρέβλωση μιας σειράς αναγνωρίσιμων κειμένων:

Ο Ύμνος εις την Ελευθερία ν [«σε γνωρίζω από τους χασάπηδές σου,/ αγάλματα στις πόλεις, εικονίσματα στις σχολικές αίθουσες (και τα λοιπά),/ τους Μεγαλέξανδρους, τους Πορθητές και τους Αδόλφους σου»]. Τα «Σαράντα παλικάρια» με Ρωμιοσύνη («Αχ, τα σαράντα παλικάρια μην τα κλαις/ εκεί που πάνε να σκύψουν:/ κάποια στιγμή θα τη μυρίσουν τη σάρκα των αμάχων…/ και, επιτέλους, θα πεταχτούν στο δρόμο»). Το Ελυτικό Άξιον Εστί («Άξιον εστί το χέρι που επιστρέφει/ από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει/ ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει/ ποιο το ΄΄νυν΄΄ και ποιο το ΄΄αιέν΄΄ του κόσμου»). Το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου» («… και δώσ΄ του και μια Νιουκλίαρ Μπομπ/ να εξατμίσει όλους τους αλλου- νούς»). Η πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του Απ. Παύλου («Γιατί η μόνη αληθινή αγάπη είναι το κόψε-κόψε»). Με ενθουσιασμό ράπερ ο Τριαρίδης συνεχίζει μπερδεύοντας Καβάφη, Παλαμά, Βάρναλη, Σίλερ, «Επιτάφιο» Θουκυδίδη, Μασσαλιώτιδα, «Τη Υπερμάχω», με δεκάδες άλλες αναφορές και εικόνες βίας από το σινεμά. Η ιδέα συνεχώς η ίδια: όταν οι λαοί υμνούν το παρελθόν τους πάντα μιλούν μόνο για των άλλων τη βία και για τη δική τους δίκαιη ανδρεία.

Το κόψε-κόψε έχει ενδιαφέρον γιατί εκτός των άλλων μιμείται τον πεζά χρησιμοθηρικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν οι πολιτικοί τούς κάθε λογής εθνικούς ύμνους. Συνήθως ο φονταμενταλιστής πολιτικός, όπως είδαμε και πρόσφατα, πιάνει το εθνοκείμενο και κολλάει στο γράμμα του· δι΄ αυτού ζητά να δικαιώσει το εθνικό παρελθόν και να επιβεβαιώσει το κοινωνικό status quo. Ο προοδευτικός, πάλι, αναζητεί το πνεύμα του εθνοκειμένου, το βλέπει σαν κείμενο ανοιχτό, ορμητικό, δύναμη κινητήρια για πορεία προς το μέλλον. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος θα μπορούσαν ποτέ να τολμήσουν αυτό που φαίνεται να ψιθυρίζει εδώ ο Τριαρίδης: όταν μιλάμε για εθνικούς ύμνους, μιλάμε για τη δική μας συναίνεση και υποταγή στην κάθε βία που καμώνεται την ανάγκη. Μιλάμε για ύμνους εθνικούς· όμως μιλάμε για ψέματα.

Θανάσης Τριαρίδης

ΤΟ ΚΟΨΕ

ΚΟΨΕ

Ή OΤΑΝ ΟΙ ΓΚΟΤΖΙΛΕΣ

ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΖΟΝΤΑΙ

ΕΚΔ. ΔΙΑΠΥΡΟΝ, ΣΕΛ.

104, ΤΙΜΗ 8,36 ΕΥΡΩ