Επί εννέα χρόνια έγραφε στα αγγλικά. Η αποστασιοποίηση από τη μητρική γλώσσα την απελευθέρωνε- σπούδαζε άλλωστε στη Βοστώνη. Άρχισε να γράφει στα ελληνικά μόλις προς το τέλος του 2006. Και σήμερα, η 30χρονηΚάλλια Παπαδάκη, η σπουδαγμένη οικονομολόγος, έχει έτοιμο το πρώτο της βιβλίο με νουβέλες που σε γραπώνουν και σε ταρακουνούν με το λογοτεχνικό τους ύφος. Ένα ύφος που αναπτύσσεται σε πολύ δυνατές εικόνες και ερμηνεύει θά ΄λεγε κανείς, τη νεο-νουάρ πλοκή καθεμιάς από τις έξι κοινόχρηστες ιστορίες της. Μιλάμε για τον Ήχο του ακάλυπτου (Πόλις) που τυλίγει τον αμέριμνο αναγνώστη και, πριν το καταλάβει, τον πετάει στο πηγάδι της σύγχρονης πραγματικότητας. Όχι όμως για να δει τη μαυρίλα αλλά για να νιώσει στο πετσί του τις γκρίζες περιοχές της- και εκεί ακριβώς εντοπίζεται το ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου. Η συγγραφέας έχει διαλέξει έξι κεντρικούς χαρακτήρες ως ξεναγούς σε μια σειρά από καταστάσεις εφιαλτικά ρεαλιστικές. Ο τυφλός με το μαύρο χιούμορ, η κουτσομπόλα με την κοινωνική ανοσία, ο ανήσυχος συγγραφέας, η λαϊκή «γάτα» με τη χαμαιλεοντική προσωπικότητα, ο διαμεσολαβητής- κοράκι και η ψυχοπροβληματική, είναι οι ιχνηλάτες του αναγνώστη στον… θαυμαστό καινούργιο ελληνικό κόσμο. Ποιος είναι αυτός; Είναι ο κόσμος της λαμογιάς και του φιλοτομαρισμού, της αποκτήνωσης και του θράσους, που λειτουργεί ερήμην των θεσμών και της Πολιτείας, χωρίς τύψεις ούτε προσχήματα. Μ΄ αυτόν τον κόσμο έρχεται, όχι πια σε σύγκρουση όπως θα συνέβαινε παλιότερα, αλλά σε διαλεκτική σχέση, η γενιά της συγγραφέως· η γενιά του Αλέξη Τσίπρα.

Αυτή είναι η γκρίζα διάσταση των πραγμάτων που συλλαμβάνει η Κάλλια Παπαδάκη, και την περιγράφει με διεισδυτικότητα, δίχως ιδεολογικές αναφορές- χαρακτηριστικό κι αυτό της γενιάς της- κατανοώντας τους ήρωές της χωρίς όμως να γίνεται συνήγορός τους. Ο καθένας τους λοιπόν, θα επιβιώσει καλύτερα ή χειρότερα ανάλογα με τη νοοτροπία του, αλλά η επίγευση που θα μείνει στον αναγνώστη είναι ότι εδώ τα πράγματα δεν θα τελειώσουν καθόλου happy.

Έχουν ένα απρόοπτο γύρισμα αυτές οι ιστορίες,που βάζει τον αναγνώστη στην πρίζα και καλλιεργεί ένα κλίμα αόρατης απειλής και δυσφορίας. Ο τυφλός πέφτει θύμα απαγωγής στο κέντρο της Αθήνας και μπλέκεται με την ρωσοπακιστανική μαφία που διακινεί ύποπτα κινέζικα κρέατα. Η κουτσομπόλα και η φιλενάδα της, κουτοπόνηρες εκπρόσωποι του κοινού των πρωινάδικων που τη βγάζουν μια χαρά χωρίς επαφή με την πραγματικότητα, παγιδεύoνται στην κομπίνα ενός παραχαράκτη που έχει προηγούμενα με μια γειτόνισσά τους. Ο νεαρός συγγραφέας που τον έχουν προδώσει κολλητοί και γκόμενες, αφήνεται στα κύματα της φαντασίας και της περιέργειάς του που θα τον οδηγήσουν να λύσει ανεξιχνίαστους φόνους αλλά και να γίνει κι ο ίδιος φονιάς. Η πανέξυπνη παραλίγο ηθοποιός που σιγοντάρει τον φίλο της στις διαρρήξεις και στα πάρε- δώσε του με τον υπόκοσμο, αλλάζει ταυτότητα όταν στραβώνει το κόλπο του, για να ζήσει άχρωμα σαν λογίστρια. Ο πρώην αστυνομικός και σήμερα «διαμεσολαβητής», που περιμένει στα νοσοκομεία ποιος θα πεθάνει για να τον «δώσει» σε έναν δικηγόρο ο οποίος θα εκβιάσει το νοσοκομείο να εγκρίνει αποζημιώσεις για (ανύπαρκτο) ιατρικό λάθος, σιχαίνεται αυτή τη δουλειά αλλά δεν μπορεί να πείσει ούτε τη μάνα του. Κι όταν ένα απρόοπτο θα του ξυπνήσει την ανθρωπιά του, εκείνος θα τη θάψει γιατί έχει αποδεχτεί τον ρόλο του οργάνου σε έναν κυνικό μηχανισμό, επαγγελματικό και οικογενειακό. Όσο για την 67χρονη με τις ανώδυνες μανίες και τις κρίσεις πανικού, που έζησε δέκα χρόνια στο ψυχιατρείο σαν ζώο επειδή η κοινωνία δεν ανέχεται την ασυμβατότητα, θα πέσει μαζί με τον γιο της πλέον, θύμα της εκμετάλλευσης των πρώην βασανιστών της. Αλλά εδώ θα επέμβει επιτέλους η θεία δίκη. Όλοι αυτοί οι ήρωες, φωτισμένοι από διαφορετική κάθε φορά γωνία, κάνουν περάσματα ο ένας στην ιστορία του άλλου καθώς μοιράζονται εντέλει τον ίδιο ακάλυπτο. Ή για να το πούμε πιο σκληρά, είναι και το ίδιο ακάλυπτοι όλοι τους, στα συναισθήματά τους…

Η Κάλλια Παπαδάκη λατρεύει να τριγυρνάει στους δρόμους και να ακούει τη ζωή. Αυτή είναι η πηγή της έμπνευσής της. Κόρη γιατρού και καθηγήτριας γαλλικών, έγραφε από μικρή στη Θεσσαλονίκη αλλά δεν είχε «ούτε την υπομονή ούτε την πείρα για να ασχοληθώ σοβαρά με τη λογοτεχνία». Μέχρι που ο καθηγητής-σύμβουλός της στο μάθημα της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Βrandeis την βαθμολόγησε με Α «επειδή έχεις ταλέντο στο γράψιμο». Στο μεταξύ, παράλληλα με τα οικονομικά παρακολουθούσε και μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και θεάτρου και σε λίγο είχε έτοιμο στα αγγλικά ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα που βρίσκεται ακόμη στα συρτάρια της. Η κρίσιμη καμπή έγινε ωστόσο μέσω… κινηματογράφου! Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, γράφτηκε στη Σχολή Σταυράκου για σκηνοθεσία- έχει μάλιστα στα σκαριά μια μικρού μήκους ταινία- και είδε φως όταν παρακολούθησε μαθήματα σεναρίου με τον (επιτυχημένο) συγγραφέα Νίκο Παναγιωτόπουλο. Έτσι έμαθε τα μυστικά της δομής «κι άρχισα να βλέπω πιο μακριά». Τα υπόλοιπα ήρθαν με την εξάσκηση. Σήμερα έχει παρατήσει τη δουλειά της στον τομέα των χρηματοοικονομικών επενδύσεων και έχει αφοσιωθεί στην τέχνη της αφήγησης. Με εντυπωσιακή ωριμότητα και γοητευτικά αποτελέσματα.